Scroll Top

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;

Κάθε τόπος, κάθε τόπος όπου ζει ένα ποιητής, έχει το περιβάλλον του.
Το φυσικό περιβάλλον και αυτό της παρουσίας των ανθρώπων. Ζει λοιπόν
και αναπνέει στην φύση του τόπου του, συμπορεύεται στη ζωή κοντά
και δίπλα στους συμπολίτες του: εργάζεται μαζί τους, συναλλάσσεται,
διασκεδάζει, συνάπτει φιλίες, τσακώνεται μαζί τους, αγαπάει και ερωτεύεται.
Πώς είναι δυνατόν, αυτά που βλέπει, που θαυμάζει, που οικτίρει που τον θλίβουν
ή τον μελαγχολούν, τον θυμώνουν, ,τον ενθουσιάζουν, τον χαροποιούν, πώς
λοιπόν θα μπορούσε μα μην περνούν στην ποίησή του, πώς θα μπορούσε
να μην τον εμπνέουν;
Όσον με αφορά, η ποίησή μου είναι ανθρωποκεντρική. Μόνο σε μία
συλλογή μου η ποίησή μου εμπνέεται και αφορά την πόλη μου, την Λάρισα,
τον Πηνειό και τον κάμπο, τον θεσσαλικό κάμπο, αυτήν την αιώνια και ανεξάντλητη
πηγή ζωής και ευδαιμονίας. Όλες οι υπόλοιπες 13 συλλογές μου εμπνέονται
και αφορούν τον άνθρωπο, με τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές του, τα μικρά και τα
μεγάλα πάθη του, τον έρωτα και τον θάνατο που κουβαλάει μέσα του. Οι άνθρωποι
λοιπόν του τόπου μου ενέπνευσαν και εξακολουθούν να εμπνέουν την ποίησή μου,
να αποτελούν το θέμα και το σαράκι της. Χωρίς τους Λαρισαίους δεν θα είχα γράψει
την ποίηση που έγραψα, είναι προφανές – και είμαι σίγουρος γι’ αυτό – πως
αν ζούσα σε άλλη πόλη, σε άλλον τόπο θα είχα γράψει άλλα ποιήματα.
Για μένα ο τόπος (με τους ανθρώπους του) και η ποίησή μου είναι βίοι παράλληλοι.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

ο κάμπος

Μᾶς ἔδειξαν εὔνοια οἱ θεοί-
Τοῦ κάμπου ὁ πλοῦτος
θερίζει συνειδήσεις

Ὅταν ἕνας τόπος σέ ἀγγίζει
νοιώθεις μόνον τή ζεστασιά του

————————————————————————————–
Τόν Ἰούλιο καμαρώνω τόν κάμπο
ὅταν πετάει τά ροῦχα του
σάν κάποιος πού γύρισε
ἀπ᾿ τό μόχθο τῆς μέρας
τή γύμνια του περιφέροντας
καμαρώνω τόν κάμπο
πού ἀτάραχος παραδίνεται
στό ἀπολαυστικό μαρτύριο τοῦ ἥλιου

Ὅταν μέ πνίγει ἡ ἔπαρση
ἀφήνω τήν τέφρα τῆς πόλης
κι ἀνασαίνω τήν ἀταραξία τοῦ κάμπου
παίρνω στή χούφτα μου χῶμα
λιγοστή ἀρχέγονη ὕλη
ἀπ᾿ αὐτήν πού τοῦ Λόγου ἡ πνοή
δημιούργησε τή Μορφή
ὡς τῶν πάντων ἀρχή

Παίρνω στά χέρια μου λίγο χῶμα
περιλουσμένο μέ χοϊκό ἱδρώτα
βλέπω σ᾿ αὐτό τό σχῆμα μου
ὅπως τό φιλοτεχνεῖ ὁ Χρόνος
ἀρέσκομαι νά τριγυρνῶ ἐδῶ
ὅπου δεσπόζει κάθε τερπνή ἀπουσία
κ᾿ ἡ ἀπραξία ἐγκυμονεῖ
τήν ἔκρηξη τοῦ θαύματος σάν ἱεροτελεστία

Νά παραμένεις κάμπος μές στήν παγωνιά
τή δύναμή σου νά μή χάνεις
μέχρι νά μπεῖ ἡ Ἄνοιξη ὀργιαστική
τ᾿ ἀδάμαστο καλοκαίρι νά ᾿ρθει
νά γίνεις πάλι ὁ ἀφέντης τοῦ σταριοῦ
καί ὁ τροφός τ᾿ ἀνθρώπου
τοῦ ἥλιου νά ᾿σαι ὁ πρῶτος ἐραστής
κι ὁ Λίβας νά γίνεται τιμωρός σου
—————————————————

Γυμνός είν’ ο τόπος μου
φυλακή είν’ ο τόπος μου
σκηνικό εξορίας
σε μακάρια αδιαφορία.

• Σκέφτομαι τα βουνά της πατρίδας μου: Γαλήνια, αμίλητα, ατάραχα. Τους αρκεί μόνο να υπάρχουν.