Scroll Top
Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;

Έχω δυνατές μνήμες από μέρη όπου έχω ζήσει. Κάποιες φορές οι αισθήσεις και τα συναισθήματά μου αυξάνονται σε μέρη με ειδικά γεγονότα. Για παράδειγμα, όταν στο δημοτικό έφυγα αιφνίδια από το σχολείο επειδή μια ‘επανάσταση’ είχε αρχίσει, έγινα μάρτυρας μιας καταλυτικής εμπειρίας για την οποία έγραψα πολύ αργότερα και την ενσωμάτωσα στη “βιβλιακή” γνώση.

«Πουλί θανάτου, 21η Απριλίου 1967»
[…]
Χτυπούσε το κουδούνι διάλειμμα;
Ήρθε νωρίς, για να με πάρει απ’ το σχολείο η μητέρα;
Κατέβηκα τη σκάλα βιαστικά;
Μιλούσαν οι δασκάλες για μια επανάσταση;
Ήταν αιφνιδιαστική, μας είπαν;
[…]
Έμαθα και να τηρώ αποστάσεις,
να κάνω διακρίσεις,
να κρύβομαι,
να δένω στο κεφάλι μου σφιχτές κοτσίδες,
μαθήτρια ισόβια εγώνα φτιάχνω ξόρκια, γρίφους,
εις άπταιστον καθαρεύουσαν να ομιλώ
και να χαμογελώ
σε όλα αυτά που γίνονταν ερήμην μου.

(Από το Όπου φυσά γλυκά η αύρα, Gutenberg 2017).
Συνειδητοποιώ ότι το σημαντικό για μένα στην ποίησή μου δεν είναι το σωστό παράθεμα αλλά η ανθρώπινη εμπειρία, τα συλλογικά βιώματα, οι αφηγημένες και δικές μου αναμνήσεις. Η ποίηση λειτουργεί ως μηχανισμός διαμόρφωσης, συντήρησης και αναδιάταξης της μνήμης μας.
Η τέταρτη συλλογή ποιημάτων μου με τίτλο Όπου φυσά γλυκά η αύρα (Gutenberg 2017), είναι μια βιωματική προσέγγιση περιστατικών της ζωής ενός πλήθους ανθρώπων, επιφανών και μη, οικογενειακών εξιστορήσεων, προσωπικών αφηγήσεων από τη ζωή κοντά στη θάλασσα και τη γη —όλα αυτά τα διαπερνά συναρμόζοντάς τα το νήμα της προσωπικής σχέσης και της σχέσης με τον τόπο και την κοινότητα. Πιστεύω ότι η πιο ενδιαφέρουσα γραφή συμβαίνει όταν το άτομο λειτουργεί ως εκπρόσωπος της ανθρώπινης κοινότητας.
Επιθυμώ οι αναγνώστες μου να αισθάνονται και αυτοί τον τόπο μου όχι σαν έκθεμα αλλά σαν οίκο.Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Ο τόπος μου ήταν πάντα οικουμενικός και πιστεύω ότι αυτό διαφαίνεται στα 4χ4 ποιήματά μου. Σημαντικό φορτίο ψυχολογικής εμβάθυνσης, τα τελευταία χρόνια με λυγίζει (μέσα από τη δέσμευση που νιώθω) προς το πολυκύμαντο δυσχερές παρόν της χώρας μου. Έτσι στην ποίησή μου χθεσινά γεγονότα, ανάγονται στα σημερινά και ίσως προλέγουν τα αυριανά:
«Το μοιραίο καλοκαίρι του Ιωάννη Καποδίστρια, 1831»

Τίποτα πιο εύκολο
απ’ το να βυθιστεί.
Φοβάται τα πάντα.
Λέει πως αξίζουν όμως.

Σκέφτηκε είναι η ώρα της βλάστησης
(Πλατείες, δρόμοι, κτήρια,
νεόδμητο σχολείο στο νησί,
λοιμοκαθαρτήριο και Μονή)∙

η ευταξία θα είναι μεγάλη
το φθινόπωρο. Το αποφάσισε.
Η ακυβέρνητη κορβέτα
θα βρει οιακιστή.[…]

(Από το Όπου φυσά γλυκά η αύρα, Gutenberg 2017).

Μέσω της ποίησης βρίσκουμε έναν τρόπο να μιλήσουμε για το ανθρώπινο είδος και τον τόπο του, τον πιο όμορφο. Συχνά επιστρέφω στους στίχους από το τελευταίο ποίημα της πρώτης μου συλλογής:

«Παραλλαγές»
[…]
Είμαστε αφές ρέουσες σε χώρα θραυσμάτων.
Το φως αναλύεται σ’ ό, τι αγγίζει
γίνεται νερό, γίνεται φίδι στο νερό,
γίνεται δέρμα μιας άλλης ζωής.
Κι η καρδιά μας μεγαλώνει
για ν’ απαιτήσουμε μιαν αχλύ
στον καθρέφτη του χερσαίου εαυτού μας.(Από το Αφές ρέουσες, Νεφέλη 1994)