Από τη στιγμή που γεννιόμαστε ο τόπος γύρω μας αρχίζει να διαμορφώνει αθόρυβα τον τόπο που χτίζεται μέσα μας, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις εμπειρίες οι οποίες θα σχηματίσουν τον εσωτερικό μας χάρτη. Η εσωτερική τοπογραφία μας, το προσωπικό μας οδοιπορικό, επομένως, συνδιαμορφώνεται από τη γεωγραφική μας διαδρομή, κεντημένη με τα βιώματά μας. Εν ολίγοις, τόπος και βίωμα είναι συγκοινωνούντα δοχεία, αδιαχώριστα το ένα από το άλλο. Ο τόπος καταγωγής είναι η απαρχή μας, ένα φόντο ζωής αγαπητό και αυτονόητο, το οποίο, κάποια στιγμή, συνήθως στην επαναστατημένη εφηβεία μας και ιδίως αν πρόκειται για κάποια μικρή πόλη της επαρχίας, αρχίζουμε να αμφισβητούμε και να νιώθουμε ότι μας κρατάει με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο μακριά από άλλους τόπους, πιθανόν πιο κατάλληλους για μας. Αυτή ήταν περίπου η ψυχολογία της Μάρως, της ηρωίδας του τελευταίου μου βιβλίου με τίτλο Αδελφικό, όταν έφηβη ονειρευόταν να ξεφύγει από τα στενά όρια της πόλης των Σερρών και να ζήσει σε μια μεγαλύτερη πόλη. Κάτι μέσα της την σπρώχνει στην εξερεύνηση διαφορετικών τόπων και εμπειριών, κάνοντάς την να περιγράφει τον εαυτό της ως αποδημητικό – κατά πάσα πιθανότητα η δίψα της νεανικής ηλικίας για ζωή. Μόνο ύστερα από μια σειρά ματαιώσεων η Μάρω αποφασίζει(;) να γυρίσει πίσω. Πού ακριβώς γυρίζουμε όταν γυρίζουμε πίσω; Η επιστροφή στον τόπο καταγωγής σηματοδοτεί την επιστροφή σε μια βαθύτερη αλήθεια, στις πρωταρχικές μας επιθυμίες και στην ασφάλεια, ενώ συχνά ταυτίζεται στο μυαλό μας με παραδοχή αποτυχίας και σπανιότερα με την επανεκκίνηση. Για τον Μελισσινό, όμως, το Αδελφικό, το χωριό του νομού Σερρών, όπου θα συναντηθεί τελικά με τη Μάρω, ως άγνωστος τόπος αποτελεί πεδίο νέων εμπειριών, καταφύγιο και μια ριζική επανεκκίνηση. Και για τους δύο λειτουργεί σαν Γη της Επαγγελίας. Με το «Αδελφικό» θέλησα να εξερευνήσω την ιδέα του τόπου. Κι ίσως γι’ αυτό από τη στιγμή που άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο ήμουν απολύτως σίγουρη πως αυτό το υπαρκτό τοπωνυμίο θα αποτελέσει τον τίτλο του βιβλίου. Το Αδελφικό είναι πολύσημο: ως μυθιστορηματικός τόπος συμβολίζει τον θάνατο και την αναγέννηση, τη μνήμη και τη λήθη, ενώ νοηματικά ανάγεται σε σύμβολο της εξ αίματος συγγένειας που αισθάνονται μεταξύ τους οι άνθρωποι οι οποίοι ενσωμάτωσαν την κουλτούρα μιας ολόκληρης εποχής, και ως εκ τούτου οι εσωτερικοί τους χάρτες συμπίπτουν.
* Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο ΑΠΘ και μετάφραση-μεταφρασεολογία στο ΕΚΠΑ. Με το πρώτο της βιβλίο 11 Μικροι φόνοι, ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave (2008) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Τζόνι και Λούλου (2011), ένα βιβλίο για παιδιά (Ένα δώρο για τον Τζελόζο, 2013) και η συλλογή διηγημάτων Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα (2014), όλα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως μεταφράστρια, έχοντας μεταφράσει Virginia Woolf , Ian Rankin, Stuart Neville, Shirley Jackson, Emily St. John Mandel κ.ά. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, με τίτλο Αδελφικό, κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 2020, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.