Ο τόπος τν ποιητών είναι πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
Από τη μια οι φορτισμένοι ιστορικά τόποι του Ιππίου Κολωνού Στο ωραιότερο μέρος της γης, στον Κολωνό, στο άβατο άλσος του θεού κατά τον Κολωνιώτη Σοφοκλή με τον επίσης «Κολωνιώτη» Οιδίποδά του. Κοντά στο Δίπυλο, εκεί όπου κατέληγαν οι δρόμοι από τον Πειραιά, την Ελευσίνα, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία… Να γιατί τα όριά μας είχαν από τότε ανοίξει κι ας ζούσαμε σε μια από τις πιο «υποβαθμισμένες», με κριτήρια ενός κενού life style «Βορείων Προαστίων», περιοχή. Από την άλλη η περίφημη Ακαδημία του Πλάτωνα που αποτελεί έκτοτε το σημείο αναφοράς στα Γράμματα και τις Επιστήμες ανά τον κόσμο. (Σε αντίθεση με τις «αρχές του τόπου» μας που την εγκατέλειψε και τη διαίρεσε για περνά από τα σπλάχνα της το λεωφορείο για τα ΚΤΕΛ του Κηφισού). Αλλά και ο ναός του Ιππίου Ποσειδώνα, προστάτη του δήμου, που καταστράφηκε από τον Αντίγονο Γονατά το 265 π.Χ., αλλά εξακολουθεί να ζει ως εκκλησάκι του «Άγιου Νικόλα στα Καθήμια». Οι Ερινύες με τον ναό τους που μετεξελίχθησαν σε Ευμενίδες, και στη σημερινή μεταβυζαντινή Αγία Ελεούσα, εκεί όπου στα πεζούλια της περιμέναμε το χτύπημα του κουδουνιού για το ξεκίνημα των μαθημάτων στο Εσπερινό Μικρό Γυμνάσιο του Κολωνού. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον που μάθαμε να μετράμε αλλιώς τις αξίες και το έρμα των ανθρώπων: του μπακάλη, του μανάβη, του λούστρου που παρέμεναν κι εξακολουθούν στη μνήμη μας να ζουν ως «Κύριοι» με το Κ κεφαλαίο, ήταν φυσικό να γράψουμε ποιήματα και να αποκτήσουμε αρχές που δεν τις απεμπολούμε, δεν τις εξαργυρώνουμε, δεν τις διαπραγματευόμαστε με κανέναν.
Και το ‘λεγε ο πατέρας μου: –Μάθε σκοποβολή
φρόντιζε τον εαυτό σου, μη συνερίζεσαι τους πεθαμένους
Μόνο τ’ αστέρια είναι αλεξίσφαιρα
Με τέτοια όνειρα εκεί κάτω
σίγουρα θα φας το κεφάλι σου
***
βήματα
βήματα
πάνω
στα βήματα
αδιέξοδα
βήματα
εργατικά
ασταμάτητα
Πεθαίνει και παρά πεθαίνει η Ελλάδα. Κι οι Έλληνες μαζί της πεθαίνουν και παρά πεθαίνουν.
Πηδάνε από μπαλκόνια, αυτοπυρπολούνται, βάζουν το δίκαννο στο στόμα και τραβούν τη
σκανδάλη, φέρνουν στα χωριά τους το σχοινί της κρεμάλας, ανοίγουν έναν κατακόκκινο
κάκτο στη μέση της πλατείας Συντάγματος, λουφάζουν φοβισμένοι τα βράδια στις
τηλεοράσεις, χτυπιούνται κατάστηθα με λεπίδι στο Κερατσίνι, πέφτουν από μπαλκόνια,
καταπίνουν ασπιρίνες, παρακολουθούν τις ειδήσεις, συνομιλούν με εγκλήματα, χάνονται
άβουλοι στα βάθη της γης, ξεχνιούνται στα ξένα, αρκούνται στο λήθαργο, υποδέχονται
ήρωες, υποδύονται ρόλους, υποκλίνονται στο κενό, χειρονομούν μάταια, χειροκροτούν
αδέξια χαροπαλεύουν
Γι’ αυτό σου λέω: συνέχισε να με τρομάζεις τις νύχτες Θέλω να ξέρω πως είμαι ακόμα
ζωντανός