Αναμφίβολα ο τόπος γέννησης ενός ποιητή, ο τόπος που είδε για πρώτη φορά τον ήλιο, όπως συχνά λέω ή γράφω, παραμένει ο καταλύτης που επιδρά σε όλη τη δημιουργική εργασία του. Για τον Έλληνα που έχει μείνει στην πατρίδα όλη του τη ζωή αυτή η έννοια του τόπου καταγωγής είναι εμφανής στο κάθε του βήμα αλλά για τον Έλληνα της διασποράς ακόμη περισσότερο αφού ο μετανάστης πάντα ζει με τη νοσταλγία στην καρδιά, νοσταλγία που δρα σαν αιχμή που τον διαπερνάει ασταμάτητα. Αυτή η αιχμή γεννά τον τρόπο που ο μακρινός Έλληνας βλέπει την πατρίδα του και την νέα χώρα στην οποία ζει.
Όλες αυτές οι εικόνες είναι η πραγματικότητα που ζει ο εμιγκρέ κι ο τόπος που είδε για πρώτη φορά τον ήλιο είναι το καταφύγιο του, ο τόπος που βρίσκει τον εαυτό του, όπως γράφω σ’ ένα μου καινούργιο βιβλίο που ονομάζεται ΡΙΖΕΣ κι ετοιμάζεται για έκδοση κάποια στιγμή στο μέλλον.
πάνω απ’ του ροδοπέταλου το τίναγμα
ανάμεσα στου χρόνου τη φωνή
και στ’ όνειρο του πεινασμένου
αναίτιος που ήμουν
μονάκριβος της μάνας μου καημός
του σταφυλιού κοκκίνισμα
κι άγκρισμα της ρακής
την πρώτη του Σεπτέμβρη
που τα τζιτζίκια είχαν κιόλας εκπληρώσει
του ενιαυτού καθήκον τους
κι είπα
οι Μοίρες μ’ εγεννήσαν Κρητικό με ρίζες
που πίσω πολύ στο παρελθόν ρουφούν
τη δύναμη τους κάτω απ’ του Μίνωα τα πόδια
και άδραξα τη ζωή μου πάνω απ’ το Έρεβος
να σεργιανεί και πάνω από δυο άπαιχτες χορδές
κι ήταν ο μύθος που βασάνιζε τη θύμηση μου
κι ήταν το τέλος του καλοκαιριού
δάκρια που `φερνε στα μάτια
καθώς του αιθέρα ένιωσα την κίνηση
στην άγια εκεί την αντιπέρα όχθη
τ’ ανάλαφρο εκεί που βασιλεύει
Ναι ο τόπος καταγωγής είναι η πηγή δημιουργίας για τον καθαρό ποιητή, τον διάφανο άνθρωπο που έχει καταλάβει πια ποιός είναι και ποιός ο σκοπός του στη γη.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Η θέση της πατρίδας στην Κοινότητα των Εθνών είναι μυστηριώδης κι αυτό γιατί παρατηρώντας την τα τελευταία πενήντα χρόνια από μακριά αλλά και για τα χρόνια που έζησα εκεί ενήλικος προτού μεταναστεύσω μου δίνει την εντύπωση ενός κράτους που ακόμα ψάχνει να βρει την ταυτότητα του, ενός κράτους που απ’ τη μέρα της απελευθέρωσης το 1827 ως τώρα κλυδωνίζεται ανάμεσα από τρεις βασικές επιρροές: την επίδραση των εξωτερικών παραγόντων στη θεμελίωση του, ξένα συμφέροντα κι αποβλέψεις, την καταστροφική (ψυχοπνευματικά καταστροφική) επιρροή της παντοδύναμης εκκλησίας που τον κρατάει δέσμιο, και την καταγωγή του, το αρχαίο κάλλος όπως συχνά γράφω στο οποίο του αρέσει να περηφανεύεται ότι ανήκει, μάταια όμως αφού σχεδόν τίποτα απ’ αυτό το αρχαίο κάλλος δεν διατηρεί στην καθημερινότητα του.
Ο σημερινός Έλληνας, αδιάφορος σε γενικές γραμμές για τις αιτίες και για τον τρόπο ζωής του, επηρεασμένος απόλυτα απ’ την ξενόφερτη επιρροή, (συχνά αναρωτιέμαι γιατί αυτή η μανιακή ξενολατρεία που θέτει το καθαρά Ελληνικό σε δεύτερη σειρά κι αποδέχεται κάθε τι ξένο σαν απόλυτο κι αναμφισβήτητο) ξεδιπλώνει τη ζωή του ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις επιρροές έχοντας σαν πρώτιστο καταλύτη την εκκλησία που τον κρατά κάτω απ’ τη στιβαρή πυγμή της. Ο σημερινός Έλληνας δεν μπορεί ποτέ να φανταστεί τη ζωή του δίχως να `ναι χριστιανός, ενώ υπάρχουν μερικά δισεκατομμύρια στον κόσμο που ζουν κάλλιστα δίχως. Ο Χοσέ Σαραμάγκο, βραβείο Νόμπελ 1998, είπε χαρακτηριστικά ¨ο κόσμος θα ήταν πολύ πιο ειρηνικός δίχως τη Βίβλο. Συμφωνώ κι επαυξάνω γνωρίζοντας απ’ τη δική μου εμπειρία, ζω σχεδόν πενήντα χρόνια μακριά απ’ την επιρροή της εκκλησίας, ότι δεν μου λείπει. Πιστεύω απόλυτα ότι ο σύγχρονος Έλληνας μπορεί και αναμφίβολα θα διαπρέψει στο επίπεδο της υπέροχης κληρονομιάς μας, στο επίπεδο του αρχαίου κάλλους, όπως γράφω συχνά, αν κοιτάξει την πραγματικότητα με καθαρό βλέμμα και μακριά απ’ την επιρροή του φοβιστικού, κι ανελεύθερου τρόπου που τον καθοδηγεί το σύστημα που τον καταδυναστεύει. Ψάχνει λοιπόν η σύγχρονη πατρίδα για να βρει την ταυτότητα της μέσα στη Κοινωνία των Εθνών, κι ελπίζω κάποια μέρα να το καταφέρει.
Ένα σχετικό ποίημα μου που έγραψε δέκα χρόνια πίσω με τίτλο ΔΕΛΦΟΙ αναφέρεται στο θέμα αυτό.
Δελφοί
Κι αυτό το απομεινάρι του πανάρχαιου ναού
σαν αναχωρητής του πεπρωμένου
που στην πλαγιά βουνού διαλογίζεται
κι αυτό μια μέρα θα το βεβηλώσουν
να το θυμάσαι—είπα
άντρες μιγάδες με τις φαρδιές τίς ωμοπλάτες
και ιερόδουλες με ζυγωματικά εξαίσια
τούς προκλητικούς γλουτούς κουνώντας
για τούς ανέμους ευδαιμονικά και
για της θάλασσας την πρώτη αρμύρα
να το θυμάσαι—είπα
άσεμνα καταμπροστά στ’ αθώα αγάλματα
θα ιεροσυλύσουν και τη ζωή πόρνη θα πουν
με μένος και μ’ άτεκτη επιμονή βαθιά
θα θάψουν τους παμπάλαιους θεσμούς
κι αφού αναστήσουν το πρωπατορικό μίσος
και την ενοχή, το πνεύμα θα κλείσουνε
σε φυλακή, νεκρούς νόμους θα βάλουν
για σκοπιά που να κρατούν τα μπράτσα
της αλκής στα σίδερα και στις φωτιές
του πρωαιώνιου κακού, δικός τους ο πλούτος
της κοιλάδας και του λαού μου ο μιστός μόνο
το αίμα χυμένο σε δρόμους και σε γειτονιές
που κάποτες εσύ και γω ξέγνοιαστα παίζαμε
όνειρα σχεδιάζοντας και κατορθώματα
κι είπες—
καλό θε να ‘τανε να μέναμε πιστοί στα όσια
και ιερά που κάποιοι φέρανε στη γη μας
κι ας ήταν νόθα και λειψά τουλάχιστον
είχαν σαν αμοιβή το γοητευτικό παράδεισο