Scroll Top

Οι Μετρ του Λόγου της Άντζελας Μπράτσου | Claudiu Komartin

Υπεύθυνη στήλης: Άντζελα Μπράτσου

Παρ’ ότι παρουσιάζει πολλές όψεις και παρά τις αναπόφευκτες και αναγκαίες ακυρώσεις και ανανεώσεις τους, η λογοτεχνική παράδοση των γραικών και των κατοίκων των περιοχών γύρω από τον Ίστρο [δηλαδή των Ρουμάνων κατοίκων των περιοχών από τον κάτω ρου του Δούναβη] είναι ενιαία. Η ενότητά τους συνίσταται ακριβώς σε αυτή τη διαλεκτική πορεία τους. Οι σημερινές λογοτεχνικές δημιουργίες σε αυτές τις χώρες μπορούν να θεωρηθούν ως προσέγγιση ενός “état présent de la littérature en Grèce et en Roumanie“, ως απόδειξη ότι υπάρχουν και τώρα εδώ συγγραφείς που δημιουργούν Ποίηση και Πεζά κείμενα και προσφέρουν ομορφιά στον κόσμο.

Claudiu Komartin

Oglinda fumegândă/ Maeștrii unei arte muribunde

Trepanaţie

lui Dan Coman

Nici un singur colţ luminos în încăperea de la mansardă.
Nici un limbaj care să mă satisfacă.
Tu, creier al meu, către ce te îndrepţi?

Mă fac mic de tot şi îmi intru în cap.
Încep să lucrez la salvarea mea.
Eu, cel crescut într-o lădiţă cu nisip roşiatec.
Eu, care mi-am ascultat trupul
mai mult decât mi-am ascultat duhul,
mă apuc să inventez o formă revoluţionară de trepanaţie.

Capul meu adăposteşte acum o turmă de bizoni negri.
Cu un fel de copite din porţelan chinezesc.

Chem trei păsări de pradă albe, care încearcă
să mă scoată de acolo viu. Din ciocuri le şiroieşte
un croncănit lung şi înţepător ca un roi de albine.
Îşi lovesc pântecele de tăblia patului.
Ameninţă. Muşcă. Zgârie. Smulg.

Bizonii aleargă înspăimântaţi în jurul gurii mele
înspăimântate. Jucăm împreună ruleta rusească.
Până când capul meu seamănă cu o maşină decapotabilă
de ultimă generaţie.
Până când capul meu nerecunoscător iese din ring
şi muşcă mâna păsării de pradă
care atâta vreme l-a hrănit, fără a cere vreun lucru
în schimb.

Roiul de albine furioase pune pe fugă bizonii
din jurul corpului meu copleşit
de neaşteptate plăceri ale cărnii.

Capul meu trepanat exultă.
Aşteaptă puţin. Face planuri.
Apoi începe mâniat să strige la mine,
şi o ia la goană prin cameră, cu o expresie ameninţătoare
întipărită pe chip.

Θαμπός καθρέφτης | Μετρ μιας ετοιμοθάνατης τέχνης

Τρυπανισμός

στον Dan Coman

Ούτε μια φωτεινή γωνιά στο καμάρι της σοφίτας.
Καμιά γλώσσα δεν με ικανοποιεί.
Εσύ, εγκέφαλέ μου, προς τα πού πας;

Γίνομαι μικροσκοπικός και μπαίνω στο κεφάλι μου.
Αρχίζω να εργάζομαι για τη σωτηρία μου.
Εγώ, ο μεγαλωμένος σ’ ένα κουτί με κοκκινωπή άμμο.
Εγώ που άκουσα το σώμα μου
περισσότερο από όσο άκουσα το πνεύμα μου,
αρχίζω να επινοώ μια επαναστατική μορφή τρυπανισμού.

Το κεφάλι μου τώρα στεγάζει ένα κοπάδι από μαύρους βίσωνες.
Με κάποιου είδους κινέζικες πορσελάνινες οπλές.

Καλώ τρία λευκά αρπακτικά πουλιά,
να με βγάλουν από εκεί ζωντανό. Ρέει από τα ράμφη τους
ένα μακρόσυρτο και οξύ κρώξιμο σαν από σμήνος μελισσών.
Χτυπούν την κοιλιά τους στο κεφαλάρι του κρεβατιού.
Απειλούν. Δαγκώνουν. Γρατζουνούν. Αρπάζουν.

Οι βίσωνες τρέχουν φοβισμένοι γύρω από το φοβισμένο
στόμα μου. Παίζουμε μαζί ρωσική ρουλέτα.
Μέχρι που το κεφάλι μου μοιάζει με κάμπριο
τελευταίας γενιάς.
Μέχρι που το αχάριστο κεφάλι μου βγαίνει από το ρινγκ
και δαγκώνει το χέρι του αρπακτικού πουλιού
που το τάιζε τόση ώρα, χωρίς να ζητήσει τίποτα
γι’ ανταλλαγή.

Το σμήνος θυμωμένων μελισσών τρέπουν σε φυγή τους βίσωνες
γύρω από το καταβεβλημένο σώμα μου
από τις απροσδόκητες απολαύσεις της σάρκας.

Το τρυπανισμένο κεφάλι μου αγάλλεται.
Περιμένει λίγο. Κάνει σχέδια.
Τότε θυμωμένο αρχίζει να μου φωνάζει,
Και αρχίζει να τρέχει μέσα στο δωμάτιο με μια απειλητική έκφραση
τυπωμένη στο πρόσωπό του.

hiatus

în câteva luni voi învăţa să merg
să mint să fur să ucid
ca ei

voi fi un cetăţean respectabil
poştaşii îmi vor aduce scrisorile
la timp

se va spune despre mine că sunt frumos
inteligent şi onest

că plânsul meu
e mai frumos decât muzica ploii

voi fi mândria părinţilor mei
şi nimic nu îmi va mai sta în cale
atunci

cu un creier strălucitor în lumina
dimineţii
îmi voi lua zborul
către vreo ţară bogată din nord

buricul meu va arăta minunat
sângeros fluturând
peste trupurile menadelor dezvelite

le voi îngenunchea, promit
le voi înfrânge cu mare dragoste

dar până atunci, spuneţi-mi
vă rog
ce aţi făcut cu minţile mele?

χάσμα

σε λίγους μήνες θα μάθω να περπατάω
να λέω ψέματα να κλέψω να σκοτώσω
σαν αυτούς

θα είμαι ένας αξιοσέβαστος πολίτης
οι ταχυδρόμοι θα φέρουν τα γράμματά μου
εγκαίρως

θα ειπωθεί για μένα ότι είμαι όμορφος
ευφυής και έντιμος

ότι το κλάμα μου
είναι πιο όμορφο από τη μουσική της βροχής

θα είμαι το καμάρι των γονιών μου
και τίποτα δεν θα σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μου
έπειτα

με έναν λαμπερό εγκέφαλο στο πρωινό
φως
θα πετάξω
σε κάποια πλούσια χώρα στον βορρά

ο αφαλός μου θα φαίνεται υπέροχος
αιματηρός να κυματίζει
πάνω από τα σώματα ξεγυμνωμένων μαινάδων

θα τις γονατίσω, το υπόσχομαι
θα τις νικήσω με μεγάλη αγάπη

αλλά μέχρι τότε πείτε μου
σας παρακαλώ
τι κάνατε με τα μυαλά μου;

blues

a întârziat puţin, şi e atâta simplitate
şi-atâta frumuseţe în gesturile ei

când coboară şi trânteşte portiera
apoi se îndreaptă spre mine râzând

cu mâinile uşor depărtate de corp
cu ochii mari ca nişte carafe pline cu mied

vreau să mă încolăcesc lângă pieptul ei
din care nopţile de toamnă fac o sobă micuţă

în care cântă un saxofonist negru
şi unde toate ale casei sunt aranjate cu grijă

şi-acolo să adorm, în sfârşit:
să adorm.

blues

άργησε λίγο, και υπάρχει τόση απλότητα
και τόση ομορφιά στις χειρονομίες της

όταν κατεβαίνει και χτυπάει την θύρα
μετά κατευθύνεται προς εμένα γελώντας

με τα χέρια ελαφρώς μακριά από το σώμα
με μάτια ανοιχτά πλατιά σαν καράφες γεμάτες υδρόμελο

Θέλω να κουλουριαστώ στα στήθη της
απ’ τα οποία οι νύχτες του φθινοπώρου φτιάχνουν μια μικρή σόμπα

όπου παίζει ένας μαύρος σαξοφωνίστας
και όπου όλα στο σπίτι είναι προσεκτικά τακτοποιημένα

και εκεί να κοιμηθώ, επιτέλους:
να κοιμηθώ.

TOAMNA VINE ȘI FĂRĂ NOI

Vezi, putem și noi, mi-a spus,
putem și noi să ne simțim în siguranță,
putem să pierdem firul poveștii și să nu ne fie rușine de asta,
putem să fumăm ascultând relaxați
respirația orașului, zgomotele lui încetinite de frig
am putea ieși pe balcon să aprindem artificii

sintaxa e-acum o ceață în care decupăm
siluete întâmplătoare, contururi care se spulberă într-o clipă
mari galioane de fum călătorind spre răsărit
iar noi cu pălăvrăgeala noastră nevrotică atenți la
ticăitul ceasului pe care cineva l-a lăsat pe balustradă
parcă am aștepta să vină ceva de nerefuzat, ceva
din care intră și ies cabluri puternice vene strălucitor de negre
gândindu-ne la toamnele în care am fi putut
să ne zburăm creierii hohotind

hohotind al naibii, ca după o treabă bine făcută

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΕΡΧΕΤΑΙ και ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ

Κοίτα, μπορούμε και μείς, μου είπε,
μπορούμε και μείς να αισθανόμαστε ασφαλείς,
μπορούμε να χάνουμε τη ροή της ιστορίας χωρίς να ντρεπόμαστε γι’ αυτό,
μπορούμε να χαλαρώσουμε ακούγοντας, ενώ καπνίζουμε,
την αναπνοή της πόλης, τους θορύβους της πώς επιβραδύνονται από το κρύο
θα μπορούσαμε να βγούμε έξω στο μπαλκόνι να ανάβουμε πυροτεχνήματα

η σύνταξη είναι πλέον μια ομίχλη όπου σκαλίζουμε
περιστασιακές σιλουέτες, καμπύλες που θρυμματίζονται σε μια στιγμή
γαλέρες μεγάλες από καπνό που ταξιδεύουν ανατολικά
και εμείς με την νευρωτική φλυαρία μας με προσοχή στο
τικ τακ του ρολογιού που κάποιος άφησε στο κιγκλίδωμα
σαν να περιμένουμε να έρθει κάτι που δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε, κάτι
από πού εισέρχονται και εξέρχονται ισχυρά καλώδια γυαλιστερές κατάμαυρες φλέβες
με την σκέψη στα φθινόπωρα όταν θα μπορούσαμε
να τινάζουμε τα μυαλά μας μ’ ένα ομηρικό γέλως

ακατάσχετο γέλιο, σαν από μια καλή δουλειά

Βιογραφικό Claudiu Komartin

Βιογραφικό Άντζελα Μπράτσου