Liliana Ursu
Ploiești, un oraș turcoaz.
Gara de Sud
cobor din tren în gara de Sud,
exotic nume, înșelător decor
chiar și pentru peronul din care aș evada
pe o scară subpământeană,
trecând pe sub atâtea călătorii și călători
dar eu aleg o altă cale, rămân sus, în lumina de Sud,
pașii mei orfani de alți pași,
urmați doar de valiza cu roți dansatoare
cândva pe peroane din New York,Londra , Strasbourg
și trec pe lângă o casă „din alt film”, inundată de verdeață
în curte cu o cușcă plină cu iepuri roz
și trei colivii goale umplute cu poezii,
ca o casă de pensii părăsită în grabă
dar cu perdele încă la fereastră
chiar și cu o mușcată
căreia îi ține de urât un nuc matusalemic
o, nucile toamna și viața lor secretă
cum îmi povesteai pe când le spărgeai pentru prăjitura de duminică
am coborât din tren în gara de Sud
și m-am rugat în toate bisericile din acest oraș
și am trăit simultaneitatea locurilor și a anotimpurilor și a vieților
din urbea lui Paul Constantinescu care i- a dedicat Simfonia ploieșteană,
din urbea în care clipele și orele se răsfață într-un muzeu al timpului
unde Nichita încă mai scrie poezii și întoarce ceasurile
zi de zi de zi, noapte de noapte
să țină viu focul limbii române
cât despre prezența incandescentă a inspirației
o afli până și în îmbrățișarea celor patru fericite vocale
și patru fericite consoane care străbat
numele acestui oraș turcoaz
pe nume Ploiești,
cândva, precis, cu ieșire la mare.
Ploiești, 21 octombrie 2023
Πλόεστι, μια τιρκουάζ πόλη
Ο Νότιος σιδηροδρομικός σταθμός
κατεβαίνω από το τρένο στον Νότιο σιδηροδρομικό σταθμό,
εξωτικό όνομα, παραπλανητικό ντεκόρ
ακόμα και για την αποβάθρα από την οποία θα δραπέτευα
από μια υπόγεια σκάλα,
περνώντας κάτω από τόσα ταξίδια και ταξιδιώτες
αλλά εγώ επιλέγω άλλον τρόπο, μένω πάνω, στο Νότιο φως,
τα βήματά μου ορφανά από άλλα βήματα,
έχοντας πίσω μόνο τη βαλίτσα με ρόδες χορεύτριες
κάποτε στις αποβάθρες της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, του Στρασβούργου
και προσπερνώ ένα σπίτι «από άλλη ταινία», πλημμυρισμένο από πράσινο
στην αυλή με ένα κλουβί γεμάτο ροζ κουνέλια
και με τρία αδειανά κλουβιά γεμάτα ποιήματα,
σαν ένα βιαστικά εγκαταλειμμένο συνταξιοδοτικό ταμείο
αλλά με τις κουρτίνες ακόμα στο παράθυρο
ακόμη και με ένα γεράνι
στο οποίο κάνει παρέα μια καρυδιά Μαθουσάλα
ω, τα φθινοπωρινά καρύδια και οι κρυφές ζωές τους
όπως μου έλεγες όταν τα έσπαγες για την κυριακάτικη πίτα
κατέβηκα από το τρένο στο Νότιο σιδηροδρομικό σταθμό
και προσευχήθηκα σε όλες τις εκκλησίες αυτής της πόλης
και βίωσα τον ταυτοχρονισμό των τόπων και των εποχών και των υπάρξεων
από την πόλη του Paul Constantinescu, ο οποίος της αφιέρωσε την Συμφωνία του Πλοϊεστίου,
από την πόλη όπου οι στιγμές και οι ώρες κοσμούν/καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο σε ένα μουσείο του χρόνου
όπου ο Νικήτα γράφει ακόμα ποιήματα και γυρίζει τα ωρολογιακά μηχανήματα
μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα
για να κρατήσει ζωντανή τη φωτιά της ρουμανικής γλώσσας
όσο για την πυρακτωμένη παρουσία της έμπνευσης
την βρίσκεις ακόμα και στην αγκαλιά των τεσσάρων χαρούμενων φωνηέντων
και των τεσσάρων χαρούμενων συμφώνων που διασχίζουν
το όνομα αυτής της τιρκουάζ πόλης
με το όνομα Πλοιέστι,
η οποία κάποτε, σίγουρα, είχε πρόσβαση στη θάλασσα.
Lui Byron
În cuvânt ca-ntr-o chilie mă închid,
aici lumina nu piere, nici zumzetul albinelor.
Zgomotul şi furia lumii prin flaut de lemn trecute
liniştitor plutesc, sunete tandre.
Aici primesc scrisorile celor plecaţi pentru totdeauna
pe mare sau pe uscat; aici ca la un semn trag corăbiile lor
„Vremea mierlei!” şopteşti tu, deasupra sângelui meu.
Η Εποχή του Κότσυφα
Για τον Μπάιρον
Στη λέξη, σαν σ’ ένα κελί, κλείνομαι,
εδώ το φως δεν χάνεται, ούτε το βουητό των μελισσών.
Ο θόρυβος και η οργή του κόσμου μέσα από ένα ξύλινο φλάουτο όταν περνούν
Ήσυχα πλέουν, γλυκοί ήχοι.
Εδώ λαμβάνω τα γράμματα από εκείνους που έφυγαν για πάντα
από θάλασσα ή από στεριά· εδώ σαν σε ένα σινιάλο τραβούν τα πλοία τους
«Η Εποχή του Κότσυφα!», μου ψιθυρίζεις, πάνω από το αίμα μου.
darul scrisului
darul scrisului, un espresso de o viață,
gândurile precum avalanșele,
asalturile lor asupra inimii
care s-a făcut mică, mică
o pasăre cu penele ude de atâtea ploi
fă-mă, Doamne, punte, iar,
între copilul care am fost
și zmeele pe care le înălțam…
το χάρισμα της γραφής
το χάρισμα της γραφής, ένας εσπρέσο μιας ζωής,
οι σκέψεις σαν οι χιονοστιβάδες,
οι επιθέσεις τους στην καρδιά
που έχει γίνει μικρή, μικρή
ένα πουλί με βρεγμένα φτερά από τόση βροχή
κάνε με, Κύριε, γέφυρα, ξανά,
ανάμεσα στο παιδί που ήμουν
και τους χαρταετούς που πετούσα…
În somnul iernatic
tot mai aștept corăbii și stele
și o plaje care începe
după o armadă de măslini
Mineiul grădinii l-ai îvățat pe de rost :
Colibri viteaz, sârguitor culegător de nectar
pentru suflete flămânde
Στον χειμωνιάτικο ύπνο μου
περιμένω ακόμα πλοία και αστέρια
και μια παραλία που ξεκινά
πίσω από μια αρμάδα από ελαιόδεντρα
Τα Μηναία του κήπου έχεις μάθει απέξω:
Γενναίο κολίβρι, επιμελής συλλέκτης νεκτάρου
για πεινασμένες ψυχές
Sirena
vine la asfințit,
ușuară peste stânci se lasă
spre golful de safir,
din rucsacul turcoaz
scoate un cearceaf brodat cu stele și corali
își leapădă rochița aurie
și se întinde pe un țanc scăldat în valuri,
rămâne așa, nemișcată,
sirenă, ochi în ochi cu cerul,
cu trupul împletit cu marea
înoată apoi încercând
să prindă în palme ultima rază de soare
dovadă
că a fost pe pâmânt…
Η γοργόνα
έρχεται κατά το ηλιοβασίλεμα,
ελαφρά πάνω από τα βράχια κατεβαίνει
προς τον ζαφειρένιο κόλπο,
από το τιρκουάζ σακίδιό της
βγάζει ένα σεντόνι κεντημένο με αστέρια και κοράλλια
βγάζει το χρυσό της φόρεμα
και ξαπλώνει πάνω σ΄ έναν βράχο λουσμένο απ΄τα κύματα,
στέκεται έτσι, ακίνητη,
γοργόνα, μάτια στα μάτια με τον ουρανό,
με το σώμα της συνυφασμένο με τη θάλασσα
κολυμπάει μετά προσπαθώντας
να πιάσει στις παλάμες τις την τελευταία αχτίδα ηλιακού φωτός
απόδειξη
ότι υπήρχε πάνω στη γη…
Sora Colibri
în vara asta magnifică și transcendentă
încerc, tot mai încerc
în timp ce aștept răbdurie căruța cu pepeni
să-ți pipăi umerii, să aflu, în sfârșit
urmele aripilor
Αδελφή Κολιμπρί
σε αυτό το υπέροχο και υπερβατικό καλοκαίρι
προσπαθώ, συνεχίζω να προσπαθώ
ενώ περιμένω υπομονετικά το καρότσι με τα πεπόνια
να αγγίξω τους ώμους σου, να βρω επιτέλους
τα ίχνη των φτερών σου
Ofranda
Pasarea, fructul cerului,
bucură tot ce întâlnește
pe cale: seninul și ploile
și gândul orfan și prunii
de pe dealul cu povești
-livada plutitoare,
această dimineață binecuvântată
Sau despre libertatea tainei
de a fi și om și pasare…
Η προσφορά
Το πουλί, ο καρπός του ουρανού,
απολαμβάνει όλα όσα συναντά
στη πορεία του: την ηλιοφάνεια και τη βροχές
και την ορφανή σκέψη και τα δαμάσκηνα
στο λόφο με ιστορίες
-τον πλωτό οπωρώνα,
αυτό το ευλογημένο πρωινό
Ή για την ελευθερία του μυστηρίου
του να είσαι άνθρωπος και πουλί…
Orologiul Florilor
orologiul florilor
pătrunde nepătrunsul lor
ultima taină: rodirea
eu m-acopăr de verde,
de aripi, de Alizeu
rămân fără nimic în buzunare
dar cu totul în mine
am înflorit!
Το Ωρολόι των Λουλουδιών
το ωρολόι των λουλουδιών
διεισδύει στην αδιαπέραστη φύση τους
το τελευταίο μυστήριο: η καρποφορία
καλύπτομαι με πράσινο,
με φτερά, με αληγείς άνεμοι
δεν μείνει τίποτα στις τσέπες μου
αλλά τα πάντα μένουν μέσα μου
Άνθισα!
STAU LA MASĂ CU ÎNGERUL MEU ÎN PATMOS
Tată, stau la masă cu îngerul meu în Patmos,
și îi vorbesc despre tine,
cum la 70 de ani ai sădit o sută de pomi
și despre jurnalul tău cu muncile de primăvară,
cu muncile de toamnă
și despre cartea ta despre locomotive
dar mai ales despre iubirea pentru mama
ce mai răzbate încă din scrisorile către ea
pe care le-am găsit înfășurate în voalu-i de mireasă
și despre cum mi-ai vopsit toate ușile în alb
”În fața oamenilor buni ușile se deschid singure”
îmi spuneai zâmbind
”Iar pașii tăi, copila mea, vor deschide poteci noi
spre locuri curate, necunoscute ție acum.”
și îngerul meu păzitor îmi șoptește :
”Să te faci negustor de lucruri înalte !”
Au trecut anii, tată
și eu sunt pe această insulă sfântă
și stau de vorbă cu îngerul meu
și îi povestesc despre inima ta mare
în care ne strângeam cu toți
iar tu ne împărțeai mari felii de pace.
Și m-am rugat cu îngerul meu
în peștera Apocalipsei
la Sfântul Ioan Evanghelistul
ucenicul ce și-a plecat capul pe pieptul Domnului
așa cum de atîtea ori
mi-am odihnit eu capul la pieptul tău, tată,
scutul meu în viforul lăuntric.
Fiebinte m-am rugat cu îngerul meu
să aibă grijă de noi,
eu încă aici, pe pământ
tu deja în ceruri.
ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΓΓΕΛΟ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ
Πατέρα, κάθομαι στο τραπέζι με τον άγγελό μου στην Πάτμο,
και του λέω για σένα
πώς στα 70 σου φύτεψες εκατό δέντρα
και για το ημερολόγιο σου με ανοιξιάτικες εργασίες,
με φθινοπωρινές δουλειές
και για το βιβλίο σου για τις ατμομηχανές
αλλά κυρίως για την αγάπη σου για τη μητέρα
που βγαίνει ακόμα από τα γράμματά σου προς εκείνη
που βρήκα τυλιγμένα στο νυφικό της πέπλο
και για το πώς έβαψες όλες τις πόρτες μου λευκές
“Για τους καλούς ανθρώπους, οι πόρτες ανοίγουν μόνες τους”
μου έλεγες χαμογελώντας
«Και τα βήματά σου, κοπέλα μου, θα ανοίξουν νέους δρόμους
προς μέρη καθαρά, άγνωστα σε σένα τώρα».
και ο φύλακας άγγελός μου μου ψιθυρίζει:
«Να γίνεις έμπορος συμαντικών/υψηλών πραγμάτων!»
Πέρασαν τα χρόνια, πατέρα
και βρίσκομαι σε αυτό το ιερό νησί
και μιλάω στον άγγελό μου
και του λέω για τη μεγάλη σου καρδιά
όπου μαζευτήκαμε όλοι
και συ μας μοίραζες μεγάλες φέτες ειρήνης.
Και προσευχήθηκα με τον άγγελό μου
στο σπήλαιο της Αποκάλυψης
στον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή
ο μαθητής που έσκυψε το κεφάλι του στο στήθος του Κυρίου
όπως τόσες φορές
ακούμπησα εγώ το κεφάλι μου στο στήθος σου, πατέρα,
ασπίδα μου στην εσωτερική καταιγίδα.
Θερμά προσευχήθηκα με τον άγγελό μου
να μας προσέχει
εγώ, ακόμα εδώ στη γη
εσύ ήδη στον παράδεισο.
Sigur poeții au mai multe inimi
”Coboară în inima ta iar acolo vei găsi scara pe care vei putea să te înalți”
Sfântul Isaac Sirul
sigur poeții au mai multe inimi,
cu o inimă se trezesc dimineața,
cu alta adorm seara,
cu alta plâng, cu alta se bucură
cu altă inimă urcă muntele
și înalță zmeie
până ce capătă și stelele inimi
și cafelele Capuccino din Sighet.
sigur poeții au mai multe inimi,
cu una iubesc și ridică până și cerurile
cu un centimetru mai sus,
cu altă inimă suspină
de se zăpăcesc până și anotimpurile
și iarna uită să mai vină
și vara uită să mai plece
iar cititorii lor simt cum deodată
în piept le cresc alte douătreiomie de inimi
și de bucurie unii chiar sărută mâna
și apoi inima celor ce le-au scris
sigur poeții au mai multe inimi
dar numai una singură
Îl scrie pe Dumnrezeu.
Σίγουρα οι ποιητές έχουν περισσότερες καρδιές
«Βάφτισε μέσα στην καρδιά σου όλο σου το είναι… και θα βρεις εκεί ανεβασιές … θα σε φέρουν στη βασιλεία των ουρανών»
O όσιος Ισαάκ ο Σύρος
σίγουρα οι ποιητές έχουν πολλαπλές καρδιές,
με την μια καρδιά ξυπνούν το πρωί,
με άλλη τους παίρνει ο ύπνος το βράδυ,
με άλλη κλαίνε, με άλλη χαίρονται
με άλλη καρδιά ορειβατούν
και πετάτε χαρταετούς
μέχρι να αποκτούν και τα άστρα καρδιές
και τα καπουτσίνο από το Sighet.
σίγουρα οι ποιητές έχουν πολλαπλές καρδιές,
με την μια ερωτεύονται και υψώνουν ακόμη και τους ουρανούς
μια ίντσα ψηλότερα
με άλλη καρδιά αναστενάζουν
και μπερδεύονται ακόμα και οι εποχές
και ο χειμώνας ξεχνά να έρθει
και το καλοκαίρι ξεχνάει να φύγει
και οι αναγνώστες τους αισθάνονται πως ξαφνικά
στο στήθος τους φυτρώνουν άλλες δύοτρειςχίλιες καρδιές
και από χαρά κάποιοι φιλούν ακόμη και το χέρι
και μετά την καρδιά αυτών που τα έγραψαν
σίγουρα οι ποιητές έχουν πολλαπλές καρδιές
αλλά μόνο μια και μοναδική
Γράφει τον Θεό.
Zburătorii, skipperul și trapezista
Mâna ta ușuară, ca fânul, apucă frânghia trapezului
să mă învețe și pe mine zborul, zborul tău de zi cu zi
sub cupola circului, sub lacrimile câte unei stele de neon,
deasupra surâsului copiilor cu inima la gură.
Mâna ta ușoară, ca fumul, mă prinde de braț, de gât, de picioare
de mâna mea flămândă mereu de tine și- mi explică tandră,
fără de cuvinte, cum fiece mișcare sus, între frânghii, apără
trupul când negustorește cu moartea.Ca-n dragoste.
Ca-n iertare.
Și apoi nu uita, îmi spui, neastâmpărul trapezului
de care ne ținem amândoi ca de poala mamei.
Degetele mele sunt cărări, toate aleargă spre tine, iubito,
în pat, în aer, în mansarda noastră când îmi torni cafeaua în
în ceașcă.Degetele tale sunt și ele cărări care aleargă
la întrecere cu marea pe trupul meu pe o plaje de la Marathon
când dorința și iubirea erau trapezul nostru nemuritor
și lumea toată încăpea sub noi, sub cupola unui circ.
Așa ne-am cunoscut, erai profesoara mea de zbor,
eram elevul tău cel mai silitor.Puțini știu că-n vremurile
vechi, circarii care-și luau soții zburătoare, la nuntă,
o singură dată în viață, la masa cu rude și oaspeți
le așezau pe jos, să-și sprijine picioarele de ele
nu în semn de supunere ci de re-cunoștință fiindcă,
sus, la trapez viața femeii spânzură în orice clipă
de forța bărbatului de a o apăra de căderi.
Acum, când eu am părăsit circul și zborul cu tine
verile le trăiesc mai mult pe mare.Sunt skipper.
Marea e tot un fel de zbor.Iar iernile, iernile
fac frânghii trainice.Numai pentru trapeze.
august 2021
Οι ιπτάμενοι, ο σκίπερ/πλοίαρχος και η ακροβάτισσα
Το ελαφρύ σου χέρι, σαν άχυρο, πιάνει το σχοινί της ακροβατικής κούνιας
για να με μάθει κι εμένα τη πτήση, την καθημερινή σου πτήση
κάτω απ’ τον θόλο τσίρκου, κάτω από τα δάκρυα ενός αστεριού από νέον,
πάνω από τα χαμόγελα των παιδιών με με κομμένη την ανάσα τους.
Το ελαφρύ σου χέρι, σαν καπνός, αρπάζει το χέρι, τον λαιμό, τα πόδια μου
το χέρι μου που πάντα διψάει για σένα και μου εξηγεί τρυφερά,
χωρίς λόγια, πώς κάθε κίνηση εκεί πάνω, ανάμεσα στα σχοινιά, υπερασπίζεται
το σώμα όταν παζαρεύεται με τον θάνατο. Όπως στον έρωτα.
Όπως στη συγχώρεση.
Και ύστερα μην ξεχνάς, μου λες, την αεικινησία της ακροβατικής κούνιας
την οποία πιάνουμε και οι δύο σαν την αγκαλιά της μητέρας.
Τα δάχτυλά μου είναι μονοπάτια, όλα τρέχουν προς εσένα, αγαπημένη μου,
στο κρεβάτι, στον αέρα, στη σοφίτα μας όταν μου βάζεις τον καφέ στο
φλιτζάνι. Τα δάχτυλά σου είναι κι αυτά μονοπάτια που τρέχουν
σ’ έναν αγώνα με τη θάλασσα πάνω στο σώμα μου σε μια παραλία στον Μαραθώνα
όταν η επιθυμία και ο έρωτας ήταν η αθάνατη ακροβατική κούνια μας
και όλος ο κόσμος χωρούσε από κάτω μας, κάτω από τον θόλο ενός τσίρκου.
Έτσι γνωριστήκαμε, εσύ ήσουν η δασκάλα μου στην πτήση,
Ήμουν ο πιο επιμελής μαθητής σου. Λίγοι γνωρίζουν ότι στα παλιά
χρόνια, οι καλλιτέχνες του τσίρκου που παντρευόταν ακροβάτισσες, στον γάμο τους,
μόνο μία φορά στη ζωή τους, στο τραπέζι με συγγενείς και καλεσμένους
τις τοποθετούσαν στο πάτωμα, για να ακουμπούν τα πόδια τους πάνω τους
όχι ως ένδειξη υποταγής αλλά ευγνωμοσύνης επειδή,
πάνω στην ακροβατική κούνια, η ζωή της γυναίκας κρέμεται ανά πάσα στιγμής
από τη ικανότητα του άντρα να την προστατεύσει από πτώσεις.
Τώρα που έφυγα από το τσίρκο και η πτήση μαζί σου
τα καλοκαίρια μου βιώνω περισσότερο στη θάλασσα. Είμαι σκίπερ/πλοίαρχος.
Η θάλασσα είναι κι αυτή ένα είδος πτήσης. Και τους χειμώνες, τους χειμώνες
φτιάχνω γερά σχοινιά. Μόνο για ακροβατικές κούνιες.
Punct și de la capăt
Portrete de îndrăgostite mai degrabă decât portrete de mari iubiri. Au toate părul lung și roșcat. Ca argila, ca flăcăra unui foc în pădure, ca soarele răsărind din mare. Prima care ne întâmpină e o fată din Corint. Numele ei o scrisoare secretă : Debutades. Ea e atât de îndrăgostită că-i desenează iubitului pe peretele dormitorului umbra din ultima lor noapte. Forța desenului stă în dorul care-l exprimă deja și spaima de ce va urma fiindcă odată cu zorii, iubitul pleacă la război. Numai că pictorul Edmund Blair Leighton schimbă decorul. Totul se va petrece și chiar se petrece într-un decor medieval, romantic cum le plăcea Pre-Rafaeliților să picteze. Cei doi îndrăgostiți se află acum pe terasa unui castel în plin soare. Ea are același păr roșu și îi desenează iubitului umbra proiectată pe zidul castelului. Jos se zărește marea cu corăbiile cruciaților în așteptare. Tabloul poartă numele a ceea ce poate deveni o mare iubire : Umbra.
Și acum o dilemă a iubirii fraterne. Claudio și Isabella. Într-o celulă de pușcărie, doi frați confruntați cu o alegere imposibilă. Pictorul acestui tablou este tot un Pre -Rafaelit. William Holman Hunt. El pornește de la o scenă din „Măsură peste măsură”, (o freudiană scăpare a limbii mele, am înlocuit „pentru„ cu „peste„) a lui Shakespeare în care o soră, Isabella, e pusă să aleagă între sacrificare vieții fratelui ei Claudio, în schimbul sacrificiului ei, acela de a-și pierde virginitatea pentru Angelo.
Noi nu știm dacă Iasabella are părul lung și roșcat (eu cred că da) findcă are capul complet acoperit și e îmbrăcată asemeni călugărițelor clarise. Semne ale purității. Și ale unei candori dezarmante. În contrast cu sora lui, Claudio e îmbrăcat cu o tunică elegantă, roșie, iar pelerina-i de catifea căzută la picioare e împodobită cu o floare. În spatele lor e mica fereastră a celulei prin care se vede un măr în plină floare. Morala ? „Să nu faci răul ca să deschizi cale binelui.”
Și acum am ajuns la prințesa Sabra și la sfântul Gheorghe și nunta lor inspirată de o veche legendă în care el ucide balaurul și o salvează și pe prințesa cea cu păr lung și roșu ca sângele balaurului ucis, al cărui cap zace într o cutie la picioarele sfântului Gheorghe ca și frumoasa prințesă îngenuchiată, recunoscătoare și atât de indrăgostită de salvatorul ei atât de așteptat. Și el are părul roșiatic, ca de aramă. Feerie cu îngeri care le cântă la fereastră din clopoței de aur, cu aripi de culoarea netrădătoare a smaraldului și aripi purpurii. El are legat de coif o buclă din părul ei dar capul lui poartă încă de pe acum, ca o prevestire a sfințirii vieții lui, o aureolă. Autorul acestui tablou e tot un pictor pre-Rafaelit : Dante Gabriel Rossetti.
Dacă în catalogul de primăvară americană același pom costă doar 11 dolari și face și prune și caise și nectarine iar cuvintele topesc zăpezile din munți toate acestea se întâmplă fiindcă la București, un bătrân poet încă își mai ascunde poeziile în tocurile pantofului de frica nevesti .Și suspină la fiece pas, de parcă ar călca numai peste umbra ei cu păr lung și roșu. Azi însă un vultur l-a privit în ochi și el care de mult nu mai zboară a îngenunchiat să se roage.
20 martie 2021
Τελεία και από την αρχή
Περισσότερο πορτρέτα ερωτευμένων παρά πορτρέτα μεγάλων ερωτών. Όλες τους έχουν μακριά, ερυθρά/κόκκινα μαλλιά. Σαν τον πηλό, σαν τη φλόγα μιας φωτιάς στο δάσος, σαν τον ήλιο που ανατέλλει από τη θάλασσα. Η πρώτη που μας υποδέχεται είναι μια κόρη από την Κόρινθο. Το όνομά της είναι ένα μυστικό γράμμα: Διβουτάδη. Είναι τόσο ερωτευμένη που σχεδιάζει στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς της το περίγραμμα της σκιάς του εραστή της από την τελευταία τους νύχτα. Η δύναμη του σχεδίου έγκειται στη λαχτάρα που ήδη εκφράζει και στον φόβο για το τι θα ακολουθήσει, επειδή με την αυγή, ο εραστής φεύγει για τον πόλεμο. Ωστόσο, ο ζωγράφος Έντμουντ Μπλερ Λέιτον αλλάζει το σκηνικό. Όλα θα συμβούν και συμβαίνουν κιόλας σε ένα μεσαιωνικό σκηνικό, ρομαντικό όπως άρεσε να ζωγραφίζουν στους Προραφαηλίτες. Οι δύο εραστές βρίσκονται τώρα στις επάλξεις ενός κάστρου, με τον ήλιο να τους πλημμυρίζει. Εκείνη έχει τα ίδια κόκκινα μαλλιά και ζωγραφίζει τη σκιά του εραστή της να προβάλλεται στον τοίχο του κάστρου. Από κάτω, διακρίνεται η θάλασσα με τα πλοία των σταυροφόρων να περιμένουν. Ο πίνακας φέρει το όνομα εκείνου που μπορεί να γίνει ένας μεγάλος έρωτας: Η Σκιά.
Και τώρα ένα δίλημμα αδελφικής αγάπης. Κλαούντιος και Ισαβέλλα. Σε ένα κελί φυλακής, δύο αδέρφια αντιμετωπίζουν μια απίθανη επιλογή, που έχει σχέση με την ηθική. Ο ζωγράφος αυτού του πίνακα είναι επίσης Προραφαηλίτης. Ο Γουίλιαμ Χόλμαν Χαντ. Ξεκινά από μια σκηνή στο «Μέτρο υπέρμετρο» του Σαίξπηρ (ένα φροϋδικό γλωσσικό ολίσθημα εκ μέρους μου, όταν αντικατέστησα το «με το ίδιο μέτρο» με το «υπέρμετρο») στην οποία μια αδελφή, η Ισαβέλλα, καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο να θυσιάσει τη ζωή του αδελφού της Κλαούντιο, ή τη δική της θυσία, αυτή της απώλειας της παρθενιάς της από τον λόρδο Άγγελο.
Δεν γνωρίζουμε αν η Ισαβέλλα έχει μακριά, κόκκινα μαλλιά (εγώ νομίζω πως ναι) διότι το κεφάλι της είναι εντελώς καλυμμένο και είναι ντυμένη σαν τις φτωχές μοναχές του Τάγματος των Φτωχών Κυριών. Δείγματα αγνότητας. Και αφοπλιστικής ειλικρίνειας. Σε αντίθεση με την αδερφή του, ο Κλαούντιος είναι ντυμένος με έναν κομψό, κόκκινο χιτώνα, και η βελούδινη κάπα του πεταμένη στα πόδια του είναι στολισμένη μ’ ένα λουλούδι. Πίσω τους βρίσκεται το μικρό παράθυρο του κελιού μέσα από το οποίο μπορεί να δει κανείς μια μηλιά σε πλήρη άνθιση. Το ηθικό δίδαγμα; «Μην κάνεις κακό για να ανοίξεις τον δρόμο για το καλό/ Δεν θα κάνεις κακό για να έρθει το καλό».
Και τώρα φτάσαμε στην Πριγκίπισσα Σάμπρα και στον Άγιο Γεώργιο και την νύμφευσή τους, εμπνευσμένη από έναν παλιό θρύλο στον οποίο εκείνος σκοτώνει τον δράκο και σώζει και την πριγκίπισσα με τα μακριά μαλλιά, και κόκκινα σαν το αίμα του σκοτωμένου δράκου του οποίου το κεφάλι βρίσκεται σε ένα κουτί στα πόδια του Αγίου Γεωργίου· όπως και η όμορφη πριγκίπισσα γονατιστή, ευγνώμων και τόσο ερωτευμένη με τον πολυαναμενόμενο σωτήρα της. Κι εκείνος έχει κοκκινωπά μαλλιά, σαν από χαλκό. Μια φαντασμαγορία με αγγέλους που παίζουν στο παράθυρό τους με χρυσά κουδούνια, με φτερά στο σμαραγδένιο μη προδοτικό χρώμα και με πορφυρένια φτερά. Εκείνος έχει δεμένη στο κράνος του μια τούφα από τα μαλλιά της, αλλά το κεφάλι του ήδη από τώρα φοράει, ως προμήνυμα της αγιότητας της ζωής του, ένα φωτοστέφανο. Ο δημιουργός αυτού του πίνακα είναι επίσης ένας προραφαηλίτης ζωγράφος: ο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι.
Αν στον αμερικανικό ανοιξιάτικο κατάλογο το ίδιο δέντρο κοστίζει μόνο 11 δολάρια και παράγει και δαμάσκηνα και βερίκοκα και νεκταρίνια και οι λέξεις λιώνουν τα χιόνια στα βουνά, όλα αυτά συμβαίνουν επειδή στο Βουκουρέστι, ένας γέρος ποιητής κρύβει ακόμη τα ποιήματά του στο τακούνι του παπουτσιού του φοβούμενος τη γυναίκα του. Και αναστενάζει με κάθε του βήμα, σαν να πατούσε μόνο πάνω στη σκιά της με μακριά κόκκινα μαλλιά. Αλλά σήμερα ένας αετός τον κοίταξε στα μάτια και αυτός, που έχει καιρό να πετάξει, έκανε γονυκλισία για να προσευχηθεί.