17 Μαρτίου 2020
Τρεκλίζοντας σ’ όλο το σπίτι το σημείο της μοναξιάς μαχαιρωμένο πλέον, στα αφημένα κλάματα των ενοίκων. Ξεχαρβαλωμένα τα πορτοπαράθυρα στο αντριλίκι του ξεχασμένου αέρα σε μίσχους ξενιτειάς γρυλίζουν. Το πρόσωπο της μάνας, μ’ ένα τζάμι στο λαρύγγι καρφωμένο, θυμίζει εικονοστάσι με τις επικίνδυνες βιογραφίες του χρόνου ιστορημένες στην αγάπη. Ένα κρεμμύδι κι ο θάνατος στου δράκου καθρέπτη τα γηρατειά, ζητιανεύει μπαρούτι ν’ αναστηθεί. Τα πιάτα άπλυτα στα ερείπια του νεροχύτη. Μία ησυχία στην πτώση και ύστερα οι ξεκολλημένες χαλκομανίες σε σπίτι που έβγαλε γραφή η νεαρά κορασίδα Άννα να ορίζουν το ποίημα και τον ποιητή, τον έγκλειστο ποιητή, στο διαμέρισμα με την εσωτερική βιβλιοθήκη την άδεια πισίνα των λέξεων και τον λαχανόκηπο απότιστο στο σκοτάδι με τα απλωμένα ρούχα της βεράντας.
Ξημερώματα της 17ης Μαρτίου σε ηθελημένο περιορισμό εν οίκω.