Scroll Top

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησης/Ο ρόλος του ποιητή – Της Διώνης Δημητριάδου

  Είναι καιρός, λοιπόν, για ποίηση; Σε δύσκολες εποχές, που όλοι δοκιμάζονται, δοκιμάζοντας την αντοχή τους και τις θέσεις τους, ποια είναι η θέση του ποιητή-διανοητή; Είναι δεδομένη η θέση του στην πρώτη γραμμή; Ίσως κάποιοι ευσχήμως θα προτιμούσαν την αποστασιοποίησή τους από την κοινωνική αρένα, σε μια απροσδιόριστης αξίας δημιουργική απομόνωση. Και όταν αυτή τη συμμετοχή δεν τη βλέπουμε, τότε πώς δικαιώνει αυτός την ξεχωριστή του τοποθέτηση στην κοινωνική ομάδα; Ή για να το πούμε αλλιώς, πώς θα είναι σε θέση να επισκοπεί και να εξαγγέλλει, αν ο ίδιος ποτέ δεν δοκίμασε να διαβεί το ορμητικό ποτάμι; Αξίζει η αναφορά στον Ιωάννη Συκουτρή που έγραφε το 1935: «Του διανοουμένου η θέσις δεν είναι να εισέλθη και ν’αφήση να τον παρασύρη το ρεύμα, όπως το κοπάδι, αλλά να το επισκοπή, να το μετρά εις μεγάλην, κατά το δυνατόν, έκτασιν του ρου του. Τοιαύτη, όμως, επισκόπησις, όπως κάθε πνευματική εργασία, απομονώνει… Πρέπει να έχει την υπερηφάνειαν της θέσεώς του ως ηγέτου, ακόμη και την επίγνωσιν ότι το προνόμιόν του είναι όχι να δρα εις τον σάλαγον της καθημερινότητος, αλλά να βλέπει πέραν απ’ αυτήν και να εξαγγέλλη ό,τι βλέπει -έστω και με τον κίνδυνον να μην ακουσθή ποτέ». Εντός της κοινωνίας ο ποιητής (πώς αλλιώς θα ήταν σε θέση να διακρίνει ό,τι αξίζει να ειπωθεί;), ωστόσο από την ικανή απόσταση που θα του επιτρέψει να δει την άλλη όψη των πραγμάτων· και γι’ αυτή να μιλήσει. Ένας ευφυής συγχρονισμός του κοινωνικού και του αντι-κοινωνικού, με την έννοια της αντιπαράθεσης προς τα ισχυρά ισχύοντα, στα οποία αυτός οφείλει να διατυπώσει την (αιρετική ενδεχομένως) οπτική του.

Είναι τότε που ο ποιητής δείχνει ένα δρόμο. Καταθέτει πάνω απ’ όλα τη στάση του υπογραμμίζοντας την ενοχή του αν ολιγώρησε και δεν μπήκε ο ίδιος πρώτος· εξομολογείται και παραδέχεται την αδυναμία του να πείσει τους πολλούς πως αξίζει να ακουστεί η διαφορετική φωνή, κι ας είναι χαμηλόφωνη – ο ποιητής ποτέ δεν φωνασκεί.Το ήθος του είναι που ανοίγει το δύσκολο μονοπάτι προς την αλήθεια, που κατευθύνει στη θέαση των λίγων και ξεχωριστών πραγμάτων.

Κι αν τα παραπάνω ακούγονται λίγο ως πολύ (και ευλόγως) θεωρητικά, ας δούμε μιαν άλλη παράμετρο της ποιητικής συμβολής σε δύσκολους καιρούς, που παραπέμπει σε μια ίσως σημαντικότερη ιδιότητα του ποιητικού λόγου. Οι μαγικές ιδιότητες της Ποίησης. Αντιμέτωπη με τα ποικίλα και διαφορετικά άλγη δοκιμάζει να κοιμίσει τον πόνο ή να δώσει την ελπίδα της διεξόδου, να κάνει τα μαγικά της προκειμένου ο αναζητών λύση να νιώσει, έστω και για λίγο, ότι είναι σε θέση όχι μόνο να απαντήσει στα ερωτήματα της ζωής αλλά, ίσως, να αναιρέσει και την αιτία της δημιουργίας τους. Πλανάται; Μπορεί! Δεν ξέρω, όμως, αν υπάρχει άλλη πιο κοντά στην ανθρώπινη διάσταση προσπάθεια αντιμετώπισης των δυσεπίλυτων. Ο ποιητής Γιάννης Κοντός γράφει: «Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο, με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως. Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων –εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές–όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική. Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς.

…..

  Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω. Μάλλον δυναμώνω».

Ο ποιητής και τα “φάρμακά” του (ποιήματα). Τα πίνει και δεν λέει να πεθάνει. Μάλλον δυναμώνει. Τα προϊόντα της Ποίησης δίνονται από τον δημιουργό τους ως προσφορά στους άλλους, προς ίασιν ψυχών και πνευμάτων. Για τον ίδιο δεν μπορούν να είναι καταφύγιο. Είναι ο μοναδικός του δρόμος, και για ίαση και για θάνατο, και για δημιουργία και για αυτοκαταστροφή. Για απομόνωση οπωσδήποτε – δεν ακούει κανείς. Και από το ημίφως διακρίνεται η φιγούρα του Καρυωτάκη να ψιθυρίζει: «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε».

Σ’ αυτή την ευαίσθητη, λεπτή ισορροπία, σ’ αυτό το ζύγισμα ψυχικής οδύνης από την πλευρά του ποιητή και αποδοχής από το κοινωνικό σώμα, έχει σημασία ποιος είναι ο χαμένος; Πάλι το αρχικό ερώτημα για τον επίκαιρο χαρακτήρα της ποίησης επανέρχεται. Σε μια δύσκολη εποχή, σε μια δοκιμασία όπως αυτή που ζούμε σήμερα, έχει κάτι να πει ο ποιητικός λόγος προς ίαση δημιουργού και αποδέκτη; Πρόσκαιρη η ιαματική δράση – το γνωρίζουμε πολύ καλά από την καβαφική ρήση (Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή) αλλά και από την τραγική συχνά εμπειρία. Μα, και μόνον ανοιχτά ερωτήματα να θέσει ο διανοητής, έχει προκαλέσει ένα ρήγμα στις απειλητικές βεβαιότητες, έχει προσφέρει ένα ανοιχτό παράθυρο, μια άλλη θέα. Να το θέσω διαφορετικά: ο ποιητικός λόγος βοηθάει να περάσουμε μέσα από σπασμένα γυαλιά, από ζωή θρυμματισμένη και επισφαλή ανά πάσα στιγμή, και να βγούμε αλώβητοι. Ή έστω με τραύματα που θρέφουν και χαλυβδώνουν σώμα και πνεύμα. Ε, καθόλου λίγο δεν είναι αυτό.

* Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Iστορία και Aρχαιολογία. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία (πεζογραφίας, ποίησης και δοκιμιογραφίας). Στο περιοδικό Οδός Πανός επιμελείται τη στήλη «Διαβάζοντας τους ποιητές». Μετέχει στη σύνταξη του περιοδικού «Καρυοθραύστις». Συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής και διατηρεί στο διαδίκτυο το λογοτεχνικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία». Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών.