Με οξύτητα και εμφατικά τίθεται το ερώτημα του ρόλου της ποίησης σε περιόδους κρίσης, ιδίως όταν αυτή μετατρέπεται σε υπαρξιακή και οντολογική, αμφισβητώντας τις σταθερές του ανθρώπινου όντος και κλονίζοντας το πολιτισμικό μοντέλο της νεωτερικότητας. Οφείλουμε, ωστόσο, να επικεντρωθούμε στην ελληνική ποίηση, καθότι συνιστά μια ιδιαίτερη και ιδιότυπη περίπτωση αποτύπωσης του λογοτεχνικού φαινομένου στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Τούτο δεν αναιρεί την καθολικότητα του ποιητικού γεγονότος στις ανθρώπινες κοινωνίες, από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα. Από την εποχή του Διγενή Ακρίτα μέχρι το κλέφτικο Δημοτικό Τραγούδι, από τους στίχους του Σικελιανού στην κηδεία του Κωστή Παλαμά μέχρι το Άξιον Εστί του Ελύτη και τη μελοποίηση του από το Μίκη Θεοδωράκη, η ελληνική ποιητική και πολιτισμική παράδοση συνθέτει το μοντέλο της Αντίστασης και του Αγώνα ενάντια στην οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, εσωτερικό ή εξωτερικό εχθρό. Αποκορύφωση Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Προβάλλεται και μια δεύτερη σημαντική πολιτισμική αξία, επίκαιρη σήμερα παρά ποτέ, που τίθενται νέα ιστορικά δεδομένα και ανατρέπονται παγκόσμιες σταθερές, όπως η οικολογική ανισορροπία. Η απόλυτη αρμονική σχέση ανθρώπου –φύσης, ιδίως στο γεωγραφικό χώρο της Μεσογείου και του Αιγαίου. Σε μια πληρέστερη διάσταση, στο Σολωμό άνθρωπος, Φύση, θείο εμφανίζονται ομοειδή. Τέλος, η υπέρβαση της αντίθεσης ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ελληνικής ποίησης. Αυτό εκφράζει άλλωστε ο τίτλος της συλλογής του Γιάννη Ρίτσου Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία, όπου η υπέρβαση του ατομικιστικού ανταγωνισμού, δομικό στοιχείο της δυτικής κουλτούρας, διασφαλίζει τις προϋποθέσεις μιας ειρηνικής και αλληλέγγυας κοινωνίας.
Η πρακτική πλευρά της Ιστορίας αποδεικνύει ότι οι λαοί καταφεύγουν κατεξοχήν στην ποίηση για να στηρίξουν είτε συλλογικά οράματα είτε ιδεολογικές αντιστάσεις είτε ευρύτερα κοινωνικά desiderata και αιτήματα. Στη Νεότερη Ελληνική ιστορία κορυφαία κοινωνικά κινήματα, εξεγέρσεις, διαδηλώσεις χρησιμοποίησαν κυρίως τη μελοποιημένη ποίηση για να εκφράσουν τους μύχιους ιδεολογικούς και πολιτικούς στόχους, μια συλλογική συναισθηματική φόρτιση, ομαδικές τάσεις και αναζητήσεις, έστω και σε πρωτογενές αδιαμόρφωτο επίπεδο παρόρμησης ή τυφλής ιστορικής αναζήτησης. Η αδυναμία πρόσβασης στην ποίηση και γενικότερα στο αισθητικό φαινόμενο αρκετών κοινωνικών ομάδων ευνοήθηκε από τη μελοποίησή της, κάνοντας τους στίχους ένα όμορφο τραγούδι στα χείλη του κάθε ανθρώπου. Έτσι, επέρχεται η εξοικείωση με το ποιητικό γεγονός που, σε κανονικές συνθήκες, μπορεί να κρατά τον καθημερινό άνθρωπο σε απόσταση ή καχυποψία προς τον ποιητή και την ποίηση. Η λειτουργία έργων όπως: το Άξιον Εστί του Ελύτη, η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, η Καντάτα του Τάσου Λειβαδίτη αποτελούν κορυφαία παραδείγματα πρωτοποριακής και ενορμητικής λειτουργίας του ποιητικού γεγονότος, που γίνεται αυθόρμητα οικειοποιήσιμο και αξιοποιήσιμο από τον ίδιο το λαό.
Αν η ποίηση αρχίζει εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος, τότε σε εποχές κρίσης, όπως η σημερινή, όπου η ιδιομορφία της κρίσης έγκειται στην απειλή της ζωής από έναν άγνωστο ιό αλλά και στο βίαιο εγκλεισμό του ατόμου στα στενά όρια του οίκου του, σε μια καθολική και πρωτοφανή περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων και πλήρη έλεγχο των κινήσεων του ατόμου, συνθήκες αδιανόητες για τις ανοικτές κοινωνίες του 21ου αιώνα, τότε Ναι, αναμένει κανείς τα πάντα από την Τέχνη και δη από την Ποίηση. Γιατί, αν, όπως και ο Σολωμός, θεωρούμε ότι η ζωή είναι μέγιστο και πρώτο αγαθό, τότε οφείλει η ίδια να τροφοδοτήσει το χαρμόσυνο γεγονός της ζωής με την ομορφιά και την τέχνη του λόγου, να ανοικειώσει την εικόνα του θανάτου που κατακλύζει την ανθρώπινη σκέψη με τις αντίρροπες δυνάμεις που αντιπαραθέτουν τον έρωτα και τη ζωή ως προοπτική και ελπίδα για το αύριο.
Η λειτουργία της ποιητικής γλώσσας αντισταθμίζει τον επίπεδο και ρηχό λόγο των media, προσφέρει ευκαιρία επανασύνδεσης με την ελληνική γλώσσα σε ατόφια εκδοχή, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, ωθεί σε ευκαιρία ανάγνωσης τώρα που ο χρόνος φαίνεται ατελείωτος μακριά από την τύρβη μιας κουραστικής καθημερινότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε αυξημένες παραγγελίες ηλεκτρονικά βιβλίων λογοτεχνίας, που στο παρελθόν αποτελούσαν εκλεκτό δώρο μιας μικρής ελίτ. Η ιστορική αναγκαιότητα, οι σκληρές ιστορικές συνθήκες επιβάλλουν, λοιπόν, την Τέχνη και την Ποίηση ως παυσίλυπον, ως το ασφαλές καταφύγιο που επιθυμούμε, ως σωτηρία της ψυχής, έστω και για το χρονικό διάστημα που κρατά η κρίση. Ανοίγεται ένα παράθυρο να μπει ο αέρας του ποιητικού λόγου για να φρεσκάρει την ψυχή, το μυαλό, τις αισθήσεις, να εντείνει τα πάθη, να διεγείρει τον έρωτα και τη φαντασία, να αποτινάξει τον πνευματικό λήθαργο, να ανυψώσει τη φαντασία και την κριτική σκέψη, αφού η ανάγνωση παρέχει ερεθίσματα υψηλής διανοητικής στάθμης, μακριά από την εικονοποιία της οθόνης.
Στο συλλογικό υποσυνείδητο ή συνειδητό το κοινωνικό ον, το πρόσωπο με ονοματεπώνυμο και φυσική παρουσία, το έμβιο ον ταυτίζεται με τον ποιητή και το έργο του. Το επίσης πολιτικό και κοινωνικό ον αναγνώστης αντιμετωπίζει αντανακλαστικά τη σχέση έργου και καλλιτέχνη. Οι στίχοι πρέπει να διαπερνούν τη θέση και τη δράση του ποιητή ως άμεση και αυτοματοποιημένη αντίδραση και διάδραση έργου και δημιουργού. Η αποστασιοποίηση ή και η απόσταση σε δύσκολους καιρούς των ποιητών από τις απαιτήσεις των συνθηκών ή μερίδας της κοινωνίας, από την εικόνα του ίδιου του έργου τους, δεν αλλοιώνει την αυτόνομη λειτουργία και αξία του ποιητικού φαινομένου ή την αισθητική και ιδεολογική του δράση. Ένας συνδυασμός από τις σκέψεις μεγάλων Ελλήνων Ποιητών ίσως προσφέρει όχι λύση, τουλάχιστον γόνιμο έδαφος προβληματισμού. Οφείλει ο Ποιητής να είναι ευαίσθητος ακροατής και παλμογράφος των ιστορικών γεγονότων. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας (Σεφέρης). Πάντ’ ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου (Σολωμός). Αλλά και ακάματος εργάτης, μακριά από Σειρήνες δημοσιότητας και εφήμερων συναλλαγών. «Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ./ Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της». (Καβάφης, Ζωγραφισμένα). Στο ερώτημα τι χρειάζονται οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς ή καιρούς κρίσης, απαντά ο Νικηφόρος Βρεττάκος, λέγοντας τι προσφέρει η ποίηση. Και επειδή αυτή γράφεται από κάποιον, άρα και οι ποιητές.
«Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε,/ δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω./Αυτά τα χωράφια δε θα ‘ταν δικά μου./ Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,/ να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,/να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,/ η έρημός μου λαό,/ τα περιβόλια μου αηδόνια.// Λοιπόν, πώς σου φαίνονται; Είδες/ τα στάχυα μου Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;/είδες τι όμορφα που πέφτει το φως/ στις γαλήνιες κοιλάδες μου;/ Κι έχω ακόμη καιρό!/ Δεν ξεχέρσωσα όλο τον χώρο μου, Κύριε». Ένα απόσπασμα από το ποίημα “Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε” του Νικηφόρου Βρεττάκου.
* Ο Ανδρέας Λάζαρης γεννήθηκε στην Πάτρα. Αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Πατρών. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Παν/μιου Ιωαννίνων. Πήρε το Διδακτορικό του Δίπλωμα με Άριστα από το Τμήμα Φιλολογίας του Παν/μιου Ιωαννίνων. Έχει διδάξει Θεωρία της λογοτεχνίας και Νέα ελληνική Λογοτεχνία στα Τμήματα Φιλολογίας του Παν/μιου Ιωαννίνων και του Παν/νιου Πατρών. Το 2014 δημοσιεύτηκε η πρώτη ποιητική του Συλλογή, με τίτλο Του Έρωτα και του Αχέροντα, εκδ. Πολύεδρο. Υπό έκδοση η δεύτερη ποιητική του συλλογή, με τίτλο Πολιτικόν Ενύπνιον. Ξένες Γλώσσες : Αγγλικά, Γαλλικά, Ελάχιστα Ρωσικά.