Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;
Με την αυγή ενός ερωτήματος διανοίγεται στην ανθρώπινη ύπαρξη ορίζοντας αναζήτησης. Αυτή η αναζήτηση στον ωκεανό του ερωτήματος είναι συνάμα προσωπική και συλλογική με άνεμο θαρραλέο στα πανιά της. Άλλωστε, η ίδια η φύση του ερωτήματος είναι μυστηριακή: δεν είναι αναγκαίος στην οντολογική, όχι στην οντική εκδοχή, κάβος για ελλιμενισμό. Μοιάζει περισσότερο με τον απόπλου του Κολόμβου. Μπορεί να έχει πυξίδα ένα άστρο και αυτό αχνοφαίνεται στο λυκαυγές και το λυκόφως. Είναι εκείνες οι στιγμές που τα πράγματα δεν φανερώνονται με ενάργεια μεσημεριού την οποία υπόσχεται η απάντηση.
Επέλεξα τον ωκεανό ως υπόβαθρο όπως αρμόζει σε ένα ερώτημα για το «ποια η θέση του ποιητή στην κοινωνία». Ένα ερώτημα που θίγεται συχνά στον ποιητικό κύκλο και στην κοινωνία ευρύτερα, πόλοι άρρηκτα συνδεδεμένοι δίχως στην καθαρότητα του ερωτήματος να συγκροτούν δίπολο με την διαπίστωση ότι τα δίπολα διχάζουν αξιώνοντας φύσει αυτονομημένες καταστάσεις και οντότητες, την αποκλειστικότητα του αληθούς. Συνεπώς, τα δίπολα απαιτούν ακρίβεια της θέσης τους, διακριτή στο κοινωνικό πλέγμα, όχι ως φάροι αποτροπής μιας σύγκρουσης αλλά ως φάροι όπου συλήθηκε το φως αντικαθιστώντας το με ελκυστικό μαγνήτη στο θυμικό, προταγμάτων και αφορισμών. Άλλωστε, και ένας μαγνήτης «υπάρχει» χάρη σε δύο πόλους έχοντας ως προαπαιτούμενη γνώση τη Μηχανική. Και όχι , σπάνια, ο ιστορικός ρους ταλαντώθηκε σε δυο πόλους, σε μιαν άτεγκτη νευτώνεια μηχανική αναζητώντας το περιπόθητο καρπό της γνώσης.
Ήδη ο ωκεανός στένεψε σε ρου και στο απόγειο ενός μονοπαγούς κοσμοειδώλου. Λείπει η ρευστότητα, η πλαστικότητα ακόμη και στα ερωτήματα που συνιστούν θέση εφόσον συχνά, προεξοφλούν την απάντηση. Ειδικά μιαν απάντηση που διψά για ακρίβεια. Η θέση του ποιητή δεν είναι καθορισμένη. Υπάρχει παντού σε μια κοινωνία που της διαφυλάσσεται, έστω κι αν ταλαντεύτηκε σε δίπολα, η απαραίτητη ρευστότητα ώστε να αναθεωρήσει την αξιακή και αξιολογική της κλίμακα. Ακούγεται θολό και όμως, αυτήν την έλλειψη ακρίβειας σιχαίνεται τo σύγχρονο κοσμοείδωλο, τη γένεση της τραγωδίας ως δυνατότητα αμφισβήτησης και αυθυπέρβασης. Ο ποιητής εφόσον δεν υπηρετεί μια μονοσήμαντη ερμηνευτική μπορεί να υπερασπίσει την ποικιλότητα στις προσωπικές και συλλογικές εκφάνσεις. Τότε, αναφερόμαστε σε έναν ακάματο σκαπανέα της κοινωνίας ακόμη και των άστρων. Μπορεί να συμπορευτεί με τους καταραμένους, (αθωώνοντας και το «μαύρο» όπως η Γώγου), τους παρίες μιας κοινωνίας ή και με την εξουσία φέροντας μάλιστα, προσωπεία των πρώτων ( για τούτο οι ποιητές δεν πρέπει να λογίζονται απαραίτητα ως αγνοί και μεσσίες), ασχέτως ιδεολογικών καταβολών και οικονομικής επιφάνειας. Είναι δυνατόν να συνομιλεί και να συνδιαλέγεται με ανθρώπους και καταστάσεις εκτός ενεστώτος χρόνου και χώρου όπως με τον Γκέντελ εξετάζοντας αυστηρά, φτιάχνοντας ύψος από ταπείνωση, ακόμη και τα πλέον αυστηρά προπύργια του Ορθολογισμού και της Τυπικής Λογικής. Να μεταπλάθει ακόμη και τον ντετερμινισμό της Μηχανικής σε θαύμα πέραν των φυσικών-βιολογικών περιορισμών όπως με άρρητη ακρίβεια μετακυλύει ο Ελύτης στη «Μαρία Νεφέλη» την αρχιμήδεια ρήση «δός μοι πα στω και ταν γαν κινασω» (Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει τα ένα
πόδι σου να είναι έξω από τη γη). Όταν η ρήση γίνεται ρυσι! ΣΗΜ. με περισπωμένη
Και φυσικά, αυτή η στέρεα και ευθυτενής στάση περιέχει και την πλαστικότητα στο βηματισμό προς το ερώτημα «η θέση της ποίησης σε περιόδους κρίσης όπως αυτής του κορωνοϊού». Κρίση συλλογική συνάμα προσωπική.
Να πω το τετριμμένο ότι η ποίηση είναι σχοινοβασία δίχως προστατευτικό δίκτυ; Φυσικά και ισχύει! Μόνο που πλέον, το πεδίο πτώσης δεν είναι το αρραγές δάπεδο, η αιχμηρή απόληξη ενός βράχου αλλά ένα δίκτυο. Αναφέρθηκα παραπάνω στη θέση του ποιητή εντός της κοινωνίας ως άρρηκτα συνδεδεμένες οντότητες, τουλάχιστον ως ένα χρονικό διάστημα (και χωρικό ως πεδίο δημόσιου χώρου).
Σχοινοβατείς πλέον σε ένα δίκτυο, ένα προστατευτικό δίκτυ για το εγώ που σε τυλίγει σαν παγίδα στην τροπική αβεβαιότητα ζούγκλας. Αμνιακοί ασκοί που ταλαντεύονται στον άνεμο, σταγόνες δίχως απόδραση από τα μάτια.
Αυτά ίσχυαν όταν στην πτώση υπήρχαν όροι συντονισμού συλλογικότητας και προσώπου για ανάκαμψη. Όσο δεν υπήρχε διάχυτη η αίσθηση του τρόμου, όταν ακόμη και ένας αθεϊστής όπως ο Σαρτρ, πέρα από εμμονές, παλινωδίες, διερωτάται με τρόπο που διαφυλάσσεται η διάψευση του κοντόφθαλμου εγώ απέναντι στο μεταφυσικό αντίκρισμα: ας με κολάσεις χίλιες φορές, αρκεί να υπάρχεις (αναφερόμενος στον Θεό). Βέβαια, όλα τα παραπάνω συναρτώνται αρραγώς και με τη διάρθρωση της σύγχρονης κοινωνίας και το πρώτο ερώτημα εγχύνεται ως καταρράκτης στο επόμενο.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Καταρχάς η κρίση, εφόσον διαπιστώνεται από το κοινό αίσθημα, με ποια μεθοδολογικά εργαλεία αντιμετωπίζεται; Αν αντιμετωπίζεται με τα κριτήρια ενός κοσμοειδώλου που είναι φορέας της κρίσης τότε απλά, σκιαμαχούμε. Κυρίαρχα τυπολογικά κριτήρια στην εποχή μας είναι η γραμμική πρόσληψη του χρόνου με συνακόλουθο την τεχνολογία σχεδόν αυτονομημένη από τη μήτρα της, τη Φυσική. Ο ποιητής πια, διακρίνεται ή έχει χαθεί ως πρόσωπο στον ευρύτερο κερματισμό που συνεπέφερε ο ατομοκεντρισμός; Και ως φορέας του ιερού, πώς να γίνει αναγνωρίσιμος από μια κοινωνία που μετέθεσε τον αξιολογικό της άξονα; Ο ποιητής αφυπνίζει το άγγιγμα, σμικραίνει την απόσταση που βλασταίνει ολοένα, ανάμεσα ακόμη και από βλέφαρα κλειστά είτε σε ενύπνιο είτε σε μιαν αιφνίδια ανάσα εγρήγορσης. Αναγνωρίζονται αυτά από μια κοινωνία όπου σε όλες τις διαστρωματώσεις κάθε εγχείρημα πρέπει να κατατείνει σε ανταλλακτική αξία κομίζοντας χρήμα;. Ενωτίζεται την αγωνία, τη στέρηση του δημιουργού από φιλιά, χρόνο, πόνο ψυχικό αλλά και χλεύη ως προς το πρόσωπό του συλλήβδην ο μέσος άνθρωπος για τη διαφύλαξη της ετερότητάς του ή εισπράττουν πόσοι δημιουργοί με πόνο και αποστροφή, ότι η ποίηση, εφόσον δεν φέρνει λεφτά είναι χόμπι, μια αργόσχολη ενασχόληση; Και για να μην υπάρξει υποψία σχηματισμού διπόλων ας επιμεριστεί η ευθύνη και στην τέχνη και σε όποιους μεσολαβητές: Ο Μπάουμαν αναφέρει: «Το δίχως άλλο, ο μεταμοντέρνος κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από ακίνητος- τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο βρίσκονται σε κίνηση αλλά οι κινήσεις μοιάζουν τυχαίες, σκόρπιες και στερημένες από ξεκάθαρη κατεύθυνση» (1) παρομοιάζοντας το σύγχρονο τοπίο με ναρκοπέδιο όπου από καιρό σε καιρό θα υπάρξει μια έκρηξη χωρίς κανείς να ξέρει το πότε και το που. Δεν αναφέρεται στην έλλειψη όποιας έκπληξης αλλά στις διεσπαρμένες προσπάθειες εφήμερου, ατομοκεντρικού εντυπωσιασμού, μεταξύ άλλων, από καλλιτέχνες, μεταπράτες της Τέχνης και φυσικά, αποδέκτες. Αν δε προσθέσω και το ότι συχνά ο κόσμος εμπιστεύτηκε την Τέχνη ως άρση όποιας αγκύλωσης όπως και πολιτικά ενεργήματα που υπόσχονταν όραμα και άρση ψυχαναγκαστικών μνημονίων κι όμως, διαψεύστηκε τραγικά, αντιλαμβανόμαστε το ζήτημα ως δαιδαλώδες. Υποθέτω ότι δεν θα αρέσει σε αρκετούς το μοίρασμα ευθύνης αλλά και ευγενούς πρόθεσης. Επιθυμούν το διαίρει και βασίλευε, τον τσαμπουκά στην ιστορία. Όμως η μοιρασιά δίνει θάρρος να μιλά η ζωή ακόμη και μετά το θάνατο.
Πάντως, ζούμε σε καιρούς όπου πρόδηλα δεν υπάρχει κάτι καινοτόμο με πανανθρώπινο ενδιαφέρον στην Τέχνη, σε ένα φάσμα εκτεινόμενο από την ποπ κουλτούρα ( θυμηθείτε τη μουσική και τις ταινίες της δεκαετίας του ’70, του ’80 και τις απέλπιδες προσπάθειες για αναβίωσή τους) ως την ορχηστρική μουσική, τα εικαστικά ακόμη και την ποίηση όπως καταδεικνύεται την τελευταία εικοσαετία και από θεσμούς (ας εντοπιστεί η απουσία ποιητών στα Βραβεία Νόμπελ). Αντ’ αυτού, αποδίδεται ο ρόλος του προφήτη ( δεν αναζητούμε την αναδιανομή εξουσιαστικών ρόλων όπως εύστοχα επισημαίνει ο Καστοριάδης ) στα στελέχη και ιδιοκτήτες εφαρμογών κοινωνικής απομόνωσης και υπερτροφίας του Εγώ κατά το μάλλον.
Ο εγκλεισμός, λόγω μιας πανδημίας, πώς να είναι γόνιμος όταν μετέρχεται τεχνολογικά μέσα ν’ αποστραγγίζουν την προσέγγιση του άλλου; Δεν αναφερόμαστε απλά σε μια τραγική κρίση όπου απέναντι σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ορθώνεται ένα άλλο, ανακαλώντας τη νευτώνεια μηχανική (πόσο αβίαστα γίνονται αναγωγές από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο όπως τον εκφράζει η νευτώνεια μηχανική, πόσο αφελές), αλλά στην ιδία βουλήσει κατίσχυση της τεχνολογικής και τεχνοκρατικής πρωτοκαθεδρίας. Μοιάζει το προηγούμενο κοσμοείδωλο να εδραιώνεται, η απομόνωση πλέον νομιμοποιείται όταν τα μέλη της οικογενείας λειτουργούν «νομαδικά» , διασκορπισμένα με συσκευές που (κατά τα προτάγματα της καταναλωτικής κοινωνίας). Το όνειρο, ο μύθος που έφερε ο ποιητής σε γειτονιές με εκρήξεις μποκαμβίλιας πριν εξαπλωθεί η έρημος της silicon valley, ως θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης συνιστά έναν modus vivendi να αυγάζει το ζόφο σαν εξαπλώθηκε από την επικυριαρχία του θετικισμού στην παιδεία με τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, τη συρρίκνωση της εποπτείας, την προσταγή για εξειδίκευση και συνακόλουθα, την ανώριμη ενηλικίωση. Όχι τυχαία, με το πρώτο μεταφραστικό του εγχείρημα (Αλήθεια και Αποκάλυψη του Ρώσου φιλόσοφου Νίκολας Μπερντιάεφ), ο Χρ. Μαλεβίτσης αναφέρει στο προλογικό σημείωμα: Για την αποδέσμευση της ελληνικής παιδείας από την αγοραία ειδωλολατρεία των απισχνασμένων εννοιών του επιστημονισμού». Πολιτισμοί της προνεωτερικότητας όπως ο αρχαίος ελληνικός, ακόμη και ο (μετά)μοντερνισμός σε μερικές εκφάνσεις (θυμηθείτε ταινίες από τις προαναφερόμενες δεκαετίες των Ταρκόφκυ, Τορνατόρε, Βέντερς, Σκοτ) με ισόρροπους ερμηνευτικούς πόλους στο φαινόμενο της ζωής τον μύθο αλλά και όποια επιστημονικά έστω και στην ηωτεχνική εγχειρήματα δεν δέχονταν ως μαθηματικοποιήσιμη την καθημερινότητα « γι΄ αυτόν το λόγο η μαθηματική αστρονομία είναι δυνατή αλλά η μαθηματική φυσική όχι» εκτιμά ο Αλεξάντρ Κοϋρέ.
Τα πάντα έγιναν αριθμοί, λογιστικές οντότητες και κούφια είδωλα. Καθένας απώλεσε το πρόσωπό του κι ας έφερε μιαν ελιά, μια ρυτίδα, μονοπάτι ασφαλές για το απρόσμενο δάκρυ, και ξάφνου, η αγκαλιά και το φιλί έγινε φονικό όπλο για την εξάπλωση της πανδημίας. Να το στερηθούμε- και υπάρχουν άνθρωποι που περνούν τον εγκλεισμό μόνοι, μονάχοι ανάμεσα σε άλλους και σε υπόγεια ή σε γκετοποιημένες περιοχές δίχως η άνοιξη να μπορεί να σαρκωθεί στα μάτια και στη μνήμη της όσφρησης. Όμως, εύχομαι το αντίδοτο να μην είναι και πάλι ένας αριθμός. Πλέον, μόνη άμυνα κατέστη επί μακρόν να μην επισκέπτεσαι φίλους και γονείς ως πράξη αγάπης. Ο ρόλος της ποίησης είναι να έλθουμε τόσο κοντά που θα λιποθυμά το κρύο.
1. Zygmunt Bauman, Η ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΕΙΝΑ ΤΗΣ, μτφρ. Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης,εκδ. Ψυχογιός, α΄έκδοση 2002
2. Αλεξαντρ Κοϋρέ, δυτικός πολιτισμός, μτφρ: Βασίλης Κάλφας- Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 1991, σελ. 102.
* Ο Χρήστος Κατρούτσος γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε θετικές επιστήμες και απασχολήθηκε ως διευθυντής περιοδικών, υπεύθυνος διαφήμισης και αρθρογράφος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Επίσης, ασχολείται με τις εικαστικές τέχνες έχοντας συμμετάσχει σε καταξιωμένες γκαλερί και χώρους τέχνης (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) σε ομαδικές εκθέσεις, ενώ έχει παρουσιάσει δυο ατομικές. Είναι απόφοιτος του εργαστηρίου ποίησης του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Το 2013 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Στην τήξη του Ερέβους (Εκδόσεις Λυκόφως) και το 2017 τη δεύτερή του ποιητική συλλογή με τίτλο Σπορά για μια Κυριακή (Εκδόσεις Εκάτη). Δοκίμια και ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε γνωστούς ιστότοπους και έντυπα του χώρου.