Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί και στην χώρα μας απόψεις σχεδόν απορριπτικές για την σύγχρονη ποιητική δημιουργία. Προσάπτοντάς της αυτοκτονικές τάσεις και ένα είδος αισθητικού αυτισμού, την αντιμετωπίζουν ως τον μεγάλο κατηγορούμενο που πρέπει να απολογηθεί για την ερμητικότητα, τον ναρκισσισμό, το ομιχλώδες ή ηδυπαθές της σημαινόμενο. Αυτές οι αναλύσεις, ενώ επισημαίνουν -και πολύ ορθώς- υπαρκτές ανορθογραφίες, θεωρούν ως αποκλειστικές αιτίες των προαναφερθέντων την απουσία θεωρητικής σκευής από τους ποιητικογράφους, τον χαλαρό δεσμό τους με την εντόπια λογοτεχνική παράδοση, την ελλιπή τεχνική κατάρτισή τους. Δηλαδή: αν η ποίηση δέχεται κοινωνική απαξίωση, και έχει εξοβελιστεί ως κάτι «ακαταλαβίστικο», φταίνε αυτοί που την γράφουν. Άρα; Δεν υπάρχουν αληθινοί ποιητές στις μέρες μας;
Δεν ανήκω σε αυτούς που αντιμετωπίζουν την ποιητική τέχνη με όρους εξωιστορικούς, πολλώ δε μάλλον εξωκοινωνικούς. Ούτε δημιουργός, ούτε ως αναγνώστης της. Για αυτό και δεν συμφωνώ με την μεθοδολογία μιας τέτοιας ερμηνευτικής προσέγγισης από την οποία απουσιάζει ο ιστορικοκοινωνικός παράγοντας. Υποστηρίζω λοιπόν πως οι σύγχρονες ποιητικές φωνές που αντιστέκονται στην αποσπασματικότητα της πολυτραυματισμένης ανθρώπινης εμπειρίας, στην τεχνοκρατική αντίληψη του βίου, στην προσομοιωτική σχέση μας με την φύση είναι πολλές. Και προκύπτουν ως τέτοιες ακριβώς ως αντίδραση στην δυστοπική κοινωνική πραγματικότητα εντός της οποίας ασφυκτιούν ανθρώπινες ζωές. Η σύγχρονη ποιητική σοδειά ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, διαθέτει έναν ισχυρό όγκο (σαφώς μειοψηφικό μέσα στην οχλαγωγία της «γαλαντόμου» εκδοτικής παραγωγής, αλλά ισχυρό) ποιητικών καταθέσεων ο οποίος συνδιαλέγεται με ποιητικές κορυφώσεις του παρελθόντος, προτείνει παράτολμα, μιλάει το χάος της εποχής της και δεν φείδεται μήτε θεωρητικής σκευής, μήτε τεχνικών καινοτομιών.
Όντως, οι δημιουργοί αυτοί είναι παιδιά μιας κοινωνίας που αδυνατεί να μην ζει ολοκληρωτικά ως γρανάζι παραγωγής και κατανάλωσης, που βιώνει εικονικά ακόμα και την σωματική της εμπειρία, πλήρως απομαγευμένη, με την κοινοτική της συνείδηση νεκρή.
Ε, λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο οι ποιητές για τους οποίους μιλώ δεν θεωρούν την ποίηση σαν μια λόγια φιοριτούρα που γίνεται καλύπτρα μιας εγωκεντρικής ευαισθησίας. Αυτοί κάνουν ποίημα το θρανίο τους, εκεί όπου η ποίηση ως μάθημα προς βαθμολογία κατακρεουργήθηκε συστηματικά και βάναυσα. Έχουν αναπτύξει την μοντερνιστική τεχνοτροπία, έχουν καλλιεργήσει την συμβολιστική τους εικονοποιεία, έχουν μπολιάσει την παράδοση τους με γόνιμη, επίκαιρη και βαθιά σκέψη σε τέτοιο βαθμό, που όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και δεν δικαιούνται να εκπίπτουν των κατακτήσεών τους προς χάριν του όποιου «κοινού». Οφείλουν και πρέπει να αντιμετωπίσουν το ράπισμα της πλήρους εμπορευματοποίησης των πάντων, ακόμα και της ίδιας της ανάσας τους εφόσον την έχουν τυπωμένη με ISBN , να φιλιώσουν με την ιδέα πως απευθύνονται σε συντριπτικά λιγότερους από όσους απευθύνονταν ο Παλαμάς ή ο Σικελιανός, να αποδεχτούν τον τηλεοπτικό και διαδικτυακό οδοστρωτήρα της ατομικής αισθητικής και να συνεχίσουν για μερόνυχτα να σκαλίζουν φωνή που δεν θα της λείπει μήτε τραγούδισμα μήτε και κραυγή –κραυγή ενός παράταιρου ζώου.
Τους χρειάζεται η σημερινή νεοελληνική κοινωνία; Ενστικτωδώς η απάντηση είναι όχι. Άλλωστε αρκετοί είναι όσοι εν είδη πνευματικών ταγών κάνουν πολύ καλή την δουλειά τους και έχουν καταλήξει: η ποίηση είναι για όσους την γράφουν και για φίλους ή συγγενείς αυτών. Το «πόπολο» ζει μια χαρά απομαγευμένο την ατομική του ευτυχία στον κόσμο της κυνικής χρηστικότητας, γεμίζοντας τον όποιο ελεύθερο χρόνο του με λογοτεχνίζοντα πασπαρτού βιβλιαράκια ρηχής συναισθηματικής αποσυμπίεσης. Όμως τα πράγματα δεν είναι μόνο έτσι.
Προφορικότητα, αφηγηματικότητα, εικονοποιεία, γλωσσική εφευρετικότητα σταδιακά και αθόρυβα κατακλύζουν εκ νέου την ποιητική λαλιά ,μ’ έναν τρόπο που έρχεται από μακριά φέροντας μέσα της στοιχεία από όλες τις πρωτοπορίες που συντάραξαν την Τέχνη του εικοστού. Δεν ξέρω πόσα μάτια ή αυτιά θα την καταστήσουν μουσαφίρισσά τους. Δεν είμαι αισιόδοξος. Παραμένω όμως πιστός –πού ‘ναι κάτι άλλο.
«Έχετε πίστη. Δεν γεννιόμαστε. Φυτρώνουμε. Εκεί που δεν μας σπέρνουν».
Ναι λοιπόν. Έχει ρίσκο στις μέρες μας να γράφεις ποιήματα. Δεν ρισκάρεις κεκτημένα. Ρισκάρεις την ακτημοσύνη σου, το αίσθημα που έχεις όταν γράφεις. Ρισκάρεις τον εαυτό σου, αναμετρώμενος με ένα αδιάφορο για σένα ανθρωπόμορφο περιβάλλον που κινείται επιθετικά, αρπακτικά, και σε μετράει με δείκτες. Ρισκάρεις αντοχές καθώς δημιουργείς χρόνο σε ένα αδηφάγο για τον επιούσιο εικοσιτετράωρο. Ρισκάρεις σχέσεις αν δεν ξέρεις να προφυλάσσεις την δημιουργική σου λόξα σε ένα κόσμο κατασκευών. Ρισκάρεις το ίδιο το νόημα της ύπαρξής σου κάθε φορά που αποτυγχάνεις στην λευκή σελίδα. Κι όταν ρισκάρεις, ένα πρέπει να ‘χεις: πίστη.
Πίστη στην υπαινικτικότητα των ήχων και των νοημάτων. Στον χρόνο ως συμφιλίωση. Στην γροθιά καθώς χτυπά στο μαχαίρι της ματαιότητας. Στο αίμα που κυλάει –απόδειξη πως είμαστε ζωντανοί, δηλαδή εν δυνάμει δρώντες. Στην δράση που ως φωτιά κυκλώνει και γύρω της ανταμώνουμε –πότε άγρια, πότε μερωμένη, πότε σκεπασμένη στον άθο σαν κάρβουνο, πάντα φωτιά, πνεύμα και ύλη ταυτόχρονα.
Ιδού η χρηστικότητά της ποίησης! Ειδικά σε μέρες σαν κι αυτές, μέρες ακραίας δυστοπίας, η ποίηση δεν είναι καταφύγιο, στολίδι, ξέσκασμα. Είναι ρίσκο –όπως πάντα όταν ανάβεις φωτιές. Μα είναι αυτές οι φωτιές που άλλοι άνθρωποι, απ’ τα δικά τους σκοτάδια, βλέπουν, αναθαρρούν και ίσως μας συναντήσουν.
* Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΕΥΑΝΤΙΝΟΣ, γεννήθηκε το 1982 στην Ιεράπετρα. Έχει γράψει πέντε ποιητικά βιβλία: Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις, 2008 Γαβριηλίδης, Ρουβίκωνας στα μέτρα μας, 2011 Μελάνι, Ενεός, 2012 Μανδραγόρας, Λιγωσάδικο, 2016 Μανδραγόρας, Η γυρισμένη γλώσσα του Επιμενίδη, 2019 Μωβ Σκίουρος. Ποιήματά έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και στα αγγλικά.