Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;
Ο τρόπος που διατυπώνεται η ερώτηση περιέχει έναν διαχωρισμό τον οποίο δεν αναγνωρίζω, γιατί στο όνομα αυτού διαιωνίζεται ένα στυγερό έγκλημα εις βάρος της ποιητικής τέχνης, η αναγνώριση μιας τάχα ιδιαιτερότητας του ποιητή. Έτσι, ψηλώνουν οι νάνοι της τέχνης, βαυκαλίζονται οι γίγαντες ποιητές –ακόμα και μετά θάνατον- και ανθίζει το ενδιάμεσο είδος της «ταπεινοκουφάλας».
Αλίμονο, λοιπόν, στην κοινωνία που αναγνωρίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη θέση του ποιητή μέσα σε αυτή και δις αλίμονο στον ποιητή που μπορεί να διακρίνει μιαν ιδιαιτερότητα χαρακτηριστικών στη δική του θέση μέσα στην κοινωνία. Μένουν και οι δύο δέσμιοι του ρόλου και όχι της πράξης. Του ρόλου δηλαδή του θαυματοποιού που με ναρκισσισμό καλλιεργείται και που αναζητά λυσσαλέα η κοινωνία ενίοτε και στον ποιητή: «Κατέβα από τον σταυρό και θα πιστέψουμε ότι Συ είσαι» γράφει ο Ντοστογιέφσκι στο έργο του «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής» και όσοι πείθονται και κατεβαίνουν, αποκτάνε στο τέλος προτομές για να κατουράνε τα πρωινά οι σκύλοι.
Συμβαίνει, δηλαδή, αυτό που και σήμερα αναβιώνει έντονα λόγω των συνθηκών, το οποίο έγραφε –με μια σχετική απολυτότητα- ο Hauser, στην «Κοινωνική ιστορία της τέχνης»: «Ίσαμε τον 18ο αιώνα οι συγγραφείς δεν ήσανε τίποτε άλλο παρά φερέφωνα του κοινού τους, φροντίζανε τη νοοτροπία των αναγνωστών τους όπως ακριβώς οι υπηρέτες και οι υπάλληλοι διαχειρίζονταν τα υλικά αγαθά […] δεν υπήρχε κανενός είδους διάσταση ανάμεσα στο πραγματικό και σε ένα ιδεώδες κοινό». Η εικονική, δηλαδή, διάδραση του ποιητή και ενός πραγματικού κοινού –η οποία έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν την καραντίνα- έχει ως αποτέλεσμα αφενός μεν ο ποιητής να ξεχνά ότι απευθύνεται και σε ένα ιδεώδες κοινό και αφετέρου το κοινό να ξεχνά ότι διαβάζει και έναν ιδεώδη ποιητή.
Αυτός όμως που ακολουθεί το: «Δεν κατέβηκες, γιατί και πάλι δεν ήθελες να υποδουλώσεις τον άνθρωπο με ένα θαύμα και διψούσες ελεύθερη πίστη και όχι πίστη του θαύματος» μένει για πάντα καρφωμένος στον σταυρό της έμπνευσης. Εκεί δηλαδή που είναι η θέση του.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Θα απαντήσω εμμέσως με ένα πλέον πρόσφατο γεγονός. Στο Ρίο ντε Τζανέιρο «έντυσαν» με ειδικά εφέ το άγαλμα του Χριστού με μίαν ιατρική ρόμπα. Με άλλα λόγια, σε αυτή τη χειρονομία συνυπάρχουν τρεις τέχνες. Η τέχνη της πίστης, στη βάση όμως που την ορίζει ο Κίρκεγκωρ: «Να πιστεύεις σημαίνει να θέλεις (και πρέπει) να διώξεις τη μάταιη σκέψη ότι θέλεις να καταλάβεις καθώς και τη μάταιη εντύπωση ότι μπορείς να καταλάβεις». Η τέχνη της αγάπης, όπως καθημερινά εδώ και μήνες μάς την παρέχουν με αυτοθυσία επιστήμονες, ιατροί και νοσηλευτές. Και τέλος, η τέχνη της ποίησης, αφού η όλη πράξη αναγιγνώσκεται μέσω του μηχανισμού του συμβολισμού.
Μακάριος όποιος μπορεί να αναγνωρίσει αυτή την συνύπαρξη, το πώς αλληλοσυμπληρώνονται –κάθε εποχή είναι εποχή κρίσης- για να μετατρέψουν αυτό το υπερυψωμένο δίποδο σε άνθρωπο.
* Ο Σπύρος Αραβανής γεννήθηκε το 1979 στον Πειραιά. Σπούδασε ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτορας Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Εργάζεται ως Σύμβουλος-Καθηγητής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) και Ακαδημαϊκός Υπότροφος-Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. (Συν)εργάζεται ως αρθογράφος στην εφημερίδα «η εποχή» και σε μουσικά περιοδικά. Εκδίδει και διευθύνει την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης, «Ποιείν» (www.poiein.gr) και επιμελείται την ομώνυμη ποιητική σειρά των εκδόσεων Μετρονόμος. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία ποίησης και δύο μελέτες. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στην αγγλική, ιταλική, γερμανική και τουρκική γλώσσα.