Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;
Ο Ποιητής διακατέχεται από βαθύτατες κοινωνικές ευαισθησίες. Λάτρης της ομορφιάς και της αρμονίας, της αλήθειας και του φωτός, των λέξεων, των θεάσεων και των ιδεών, προσλαμβάνει ερεθίσματα, διερευνά, εκφράζει ανησυχίες, θέτει ερωτήματα, αναζητά νόημα, αγωνίζεται για την ουσία.
Ο Ποιητής ρίχνει βαθύ το βλέμμα γύρω του. Καταβυθίζεται μέσα του στα έγκατα του ψυχισμού και του συλλογικού ασυνείδητου κι ανασύρει στην επιφάνεια εκφάνσεις της συλλογικής μνήμης και της ανθρώπινης πορείας στο χρόνο. Εμπιστεύεται τα άδυτα του ψυχισμού του κι αφήνεται ανοιχτός (open–minded) να του φανερωθούν εκλάμψεις φωτός άλλοτε ενορατικά κι άλλοτε διαισθητικά και μόνο. Αφουγκράζεται και με εκλεπτυσμένες κεραίες προσλαμβάνει δονήσεις και ήχους. Γίνεται ο δίαυλος της Άλλης φωνής των χιλίων ετών, και της αγέννητης, της αρχής, και της ερχόμενης, όπως διατείνεται ο Οκτάβιο Πας. Υπό αυτή την έννοια λειτουργεί ως ιχνηλάτης. Γι’ αυτό ίσως η ρήση του Σίγκμουντ Φρόυντ: «Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί».
Ξωτικό ή απλά τεχνίτης του λόγου-για κάποιους αργόσχολος ή σαλός στα όρια του φαιδρού κι ασήμαντου – ο ποιητής με το δημιούργημά του-ξόρκι στο σκοτεινό, στο κενό και στην οδύνη- ενδύεται ρόλους σαμάνου και γητευτή. Συνταιριάζει με άυλα όργανα φθόγγους και μουσικούς ήχους και προκαλώντας μας (συν-κίνηση) συγκίνηση, δονείται και δονεί. Μέσα από μεταφορές και εικόνες καθρεφτίζει το δικό μας πρόσωπο. Δίνει λόγια σε δικά μας ασύνειδα συναισθήματα και ιδέες, καθώς το ποίημα αποκτά έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Ίσως και γι’ αυτό τον λόγο ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες υποστηρίζει: «Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως και μεις θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας». Ενδέχεται όμως να υπαινίσσεται, ότι η ποίηση μπορεί να προϋπάρχει μέσα μας, καθώς όλοι μας φέρουμε μέσα μας το συλλογικό ασυνείδητο και δυνάμεις που δεν γνωρίζουμε. Έχω την αίσθηση ότι κάποιοι ποιητές ανακάλυψαν την Ποίηση και τις θεραπευτικές της ιδιότητες στην προσπάθειά τους να λυτρωθούν από ψυχοπιεστικές συνθήκες που βίωναν. Και βέβαια όλα τα λατρευτικά τελετουργικά, οι υμνολογίες και οι ατομικές ή συλλογικές προσευχές, στις οποίες προσφεύγουμε ιδιαίτερα σε δυσχερείς συνθήκες, εκφράζονται μέσα από τον ποιητικό λόγο.
Ο Ποιητής με τις σμιλευμένες λέξεις του σαν λεπίδες πρωτόγονου λιθοξόου, εκφράζει συναισθηματικές διαθέσεις και νοήματα που μας βοηθούν να συμφιλιωθούμε με το υπαρξιακό άγχος και να πετύχουμε ευδαιμονία, δηλαδή να ζούμε σε αρμονία με τους δαίμονές μας.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η θέση του Ποιητή στην κοινωνία χαρακτηρίζεται από ανεκτίμητη προσφορά, καθώς συμβάλει καθοριστικά στο “Πολιτισμικό Υπερεγώ” της κοινωνίας, ενώ ταυτοχρόνως αποτελεί κύριο εκφραστή του.
Με όχημα την θέαση, την φαντασία, τη μεταφορά και τις λέξεις συνθέτει εικόνες και ιδέες που κατακλύζουν τον συγκινησιακό και νοητικό νου μας και την “ψυχή” της κοινωνίας.
Σε περιόδους κοινωνικής “ομαλότητας” μας προσφέρει αισθητική ομορφιά και λειτουργεί προληπτικά ή θεραπευτικά ανακουφίζοντας ή εδραιώνοντας ιδεώδη κι αξίες και ενισχύοντας διεργασίες της αυτογνωσίας μας.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του Ποιητή και της Ποίησης σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή της τρέχουσας πανδημίας. Αποτελεί το άγγιγμα και τις ανάσες παραμυθίας που αναζητούμε στην “Άλλη φωνή”, δηλαδή στη δική της, στη φωνή της Ποίησης. Το ποίημα με τον οικουμενικό του χαρακτήρα συμβάλει στην αίσθηση του “Εμείς” που είναι ιδιαίτερα απαραίτητη σε συνθήκες κρίσης.
Η Ποίηση λειτουργεί λυτρωτικά ως καταλύτης, τόσο για τον ίδιο τον Ποιητή όσο και για τον Άλλον. Σε περιόδους κρίσης οι λέξεις και οι ιδέες του ποιήματος συνθέτονται ως έκφανση κοινωνικής συνείδησης ατόμων και συλλογικοτήτων, συγχωνεύονται σ’ αυτή και την διαπλατύνουν. Δίνει θα λέγαμε λέξεις στα συναισθήματα του εαυτού και των άλλων, όπως και στο κοινό αίσθημα, πρωτοστατώντας στην έκφραση του “Συλλογικού Υπερεγώ” και του κοινού αισθήματος ευθύνης, ενώ παράλληλα ανοίγει δρόμους γι’ απαντοχή και αγώνα για το επόμενο βήμα. Η Ποίηση σε περιόδους κρίσης λειτουργεί αφυπνιστικά, όπως και παρηγορητικά και εμψυχωτικά. Αναφέρω τις πολύ οικείες σε όλους μας ανάλογες κορυφαίες ποιητικές εκφάνσεις όπως είναι ο “Θούριος” του Ρήγα Βελεστινλή, ο “Εθνικός ύμνος” του Διονυσίου Σολωμού, η “Ρωμιοσύνη” του Γιάννη Ρίτσου.
* Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc), απόφοιτη Πανεπιστημίου Ουψάλας. Εργάστηκε σε δημόσιες μονάδες Εκπαίδευσης, Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας στη Σουηδία και Ελλάδα. Διετέλεσε προϊσταμένη του ΚΕΔΔΥ Σερρών, δίδαξε Λέκτορας επί συμβάσει ΤΕΦΑΑ Σερρών (ΑΠΘ). Συνεργάστηκε με Δημόσιους φορείς και ΚΕΚ συντονίζοντας ομάδες Συμβουλευτικής Γονέων κι Εκπαίδευσης Εκπαιδευτών Ενηλίκων. Μέλος των Sveriges Psykologförbund, Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) , The Uppsala University Alumni Network, Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ),Karin Boye Sällskapet. Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές κι ένα βιβλίο μετάφρασης σουηδικής ποίησης. Ποιήματα και διηγήματά της συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, σουηδικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά. Συνεργάζεται με έντυπα/ηλεκτρονικά περιοδικά.