ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 2019 «JEAN MOREAS» – Του Παναγιώτη Νικολαΐδη
Εν μέσω κορύφωσης της πανδημίας, αλλά και μεγάλου κοινωνικού και ανθρώπινου πόνου, ετούτος ο αλλιώτικος Δεκέμβρης μού χτύπησε -βρόντηξε θα έλεγα- την πόρτα με μιαν ανέλπιστη χαρά. Η ποιητική μου συλλογή Η νύφη του Ιούλη (εκδόσεις Σμίλη 2019) επιλέχθηκε ως η καλύτερη ποιητική συλλογή του έτους 2019 και τιμήθηκε με το σημαντικό για τη χώρα βραβείο ποίησης “Jean Moreas“ˑ βραβείο το οποίο καταδεικνύει σε εξαιρετικά κρίσιμες για τον ελληνισμό ιστορικές συνθήκες ότι η Κύπρος «δεν κείται μακράν», αλλά βρίσκεται μέσα στην καρδιά της Ελλάδας. Είναι, λοιπόν, μια μεγάλη τιμή, για την οποία οφείλω να ευχαριστήσω θερμά και ολόψυχα το Γραφείον Ποιήσεως και την Επιτροπή Βράβευσης. Τους ευχαριστώ, επίσης, για την ευγενική πρόσκληση συμμετοχής στο 3o Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Πάτρας – Patras World Festival 2020, το οποίο παρά τις ποικίλες αντίξοες συνθήκες πραγματοποιήθηκε με επιτυχία από τις 10 μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2020.
Η σημαντική αυτή βράβευση, ωστόσο, δεν θεωρώ ότι αποτελεί προσωπική μόνον αναγνώριση και τιμή, αλλά αντανακλά αφενός την πανελλήνια αναγνώριση της ποιητικής μου γενιάς και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κυπριακής ποίησης, η οποία αποτελεί ανθισμένο κλαδί της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, με τις ιδιαιτερότητες, και τις ιδιομορφίες της ανθρωπογεωγραφίας, του τόπου και της διαλέκτου να λειτουργούν μόνον εμπλουτιστικά και επιβεβαιωτικά. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο το βραβευθέν συνθετικό ποίημα που αποτυπώνει ποιητικά το ανοικτό ακόμη σε μας τραύμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας μικρός συνδετικός κρίκος μιας αδιάσπαστης ποιητικής και δημιουργικής συνέχειας.
Η νύφη του Ιούλη, λοιπόν, είναι εμπνευσμένη από το μοναδικό μέχρι σήμερα οδοιπορικό μου στο κατεχόμενο, από τον τουρκικό στρατό, βόρειο μέρος της Κύπρουˑ οδοιπορικό που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2019 στο πλαίσιο της Μέρας Εκπαιδευτικού του σχολείου μου Γυμνασίου Αγλαντζιάς και το οποίο ήταν για μένα μια αποκαλυπτική και συγκλονιστική εμπειρία. Για πρώτη φορά στην ηλικία των σαράντα πέντε ετών, έστω ως επισκέπτης, είδα την πατρίδα μου ολόκληρη. Έτσι οι αφηγήσεις και οι περιγραφές της μάνας μου και του πατέρα μου, που κατάγονται από την κατεχόμενη Ακανθού και την Αμμόχωστο αντίστοιχα, έγιναν ζωντανή εικόνα, βίωμα και αίσθημα. Ένιωσα πραγματικά ότι ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου βρέθηκε, λες και μια τρύπα που είχα μέσα μου έκλεισε και γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου.
Από την άλλη, ο τίτλος της συλλογής Η νύφη του Ιούλη, αλλά και το ομώνυμο ποίημα της συλλογής είναι εμπνευσμένα από το έργο «Το νυφικό που δεν φορέθηκε» [εικαστικοί δημιουργοί: Μαριάννα Κωνσταντή, Ανδριάνα Νικολαΐδου, ράψιμο: Νικολέτα Δημητρίου], το οποίο προβλήθηκε στην έκθεση «Νύφες» στο Λεβέντειο Μουσείο Λευκωσίας· και ειδικότερα από την τραγική ιστορία της Αργυρώς Χριστοφόρου που επρόκειτο να παντρευτεί την Κυριακή 21 Ιουλίου 1974, την επομένη της Εισβολής. Το νυφικό της έμεινε κρεμασμένο στο σπίτι της, αφού το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό της Περιστερωνοπηγή της επαρχίας Αμμοχώστου.
Το γεγονός, πάντως, ότι το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε και εκδόθηκε πριν την εξαγγελία του παράνομου εποικισμού και της προκλητικής πραγματοποίησης πικνίκ στην Αμμόχωστο έχει μια ιδιαίτερη σημασία, γιατί συνοψίζει αφενός την εμπειρία του δόλου και της άπατης των συμμάχων (όπως εύγλωττα είχε επισημάνει ο Σεφέρης), αλλά και αφετέρου την παρατεινόμενη ύβρη των Τούρκων κατακτητών που τον Ιούλιο του 1974 κατέλαβαν με τη βία το βόρειο τμήμα του νησιού και έκτοτε προωθούν συστηματικά τον αφελληνισμό και τον εθνικό στραγγαλισμό των Ελληνοκυπρίων. Κι ίσως γι’ αυτό σήμερα η διατήρηση της μνήμης, ιδιαίτερα μάλιστα στους νέους, αποτελεί φλέγον ζήτημα για την επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου. Πιστεύω, λοιπόν, ότι τα νέα παιδιά του λυκείου πρέπει να επισκέπτονται στοχευμένα και με συνοδό τα κατεχόμενα, να βλέπουν αυτά που τους στερούν οι κατακτητές, να μετατρέπουν σε βιωμένη μνήμη και αγωνιστική διεκδίκηση τον πόνο της κατοχής, στοιχεία που μέσα στο ουδέτερο σύστημα παιδείας μας παραμένουν παγιωμένα και απρόσωπα στις αδρανείς σελίδες των βιβλίων.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι σε ότι σε αυτές τις πρωτόγνωρες για την ανθρωπότητα συνθήκες που έχει επιβάλει η τρέχουσα πανδημία, η ποίηση αλλά και οι θεσμοί που προάγουν τη λογοτεχνία γενικότερα, όπως το Φεστιβάλ Πάτρας, παραμένουν ένα βαθύ ανθρώπινο στήριγμα. H ποίηση, λοιπόν, σε δύσκολους καιρούς επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι υπάρχει για να μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι κι ότι οι ποιητές γράφουν όχι μόνο για να κατανοούν τους άλλους, αλλά κυρίως για να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Και τούτο δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, απόδραση από το ιστορικοκοινωνικό παρόν, αλλά ακριβώς το αντίθετοˑ είναι ένας τρόπος να σταθούμε απέναντί του με τις δικές μας εσωτερικές δυνάμεις και να το αποτιμήσουμε αλλιώς, όχι με τον τρόπο που αυτό τρομοκρατικά προσπαθεί να μας επιβάλει. Ιδιαίτερα σήμερα στον τεχνολογικό κόσμο του άμεσα ευανάγνωστου όπου τίποτα δεν μένει αρκετά, ώστε να αφήσει βαθιά ίχνη στη μνήμη, από τα οποία εξαρτάται η γνήσια εμπειρία και συνεπώς κινδυνεύουμε σοβαρά να απωλέσουμε την πρωταρχική εμπειρία της γλώσσας, η ποίηση και η λογοτεχνία γενικότερα αποτελούν ένα σημαντικό αντίδοτο. Κι αυτό γιατί αν αυτός ο ολοένα αυξανόμενος τεχνολογικός πυρετός, ο άκρατος καπιταλισμός και η κοινωνική αδικία δεν εξισορροπηθούν από ανθρωπισμό, από την ποίηση και τον ανθρώπινο πόνο, το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου θα χαθεί οριστικά. Η λογοτεχνία του μέλλοντος θα κριθεί από «τον επανανθρωπισμό του απάνθρωπου».
Σας ευχαριστώ ξανά γι’ αυτή την πολύ μεγάλη τιμή.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
§
Ένα άλμα επί κοντώ πάνω στη χρεωκοπία της ποίησης – Της Στέλλας Βοσκαρίδου
Η Νύφη του Ιούλη, Παναγιώτη Νικολαΐδη
Το σημαντικότερο ερώτημα που εγείρεται με την έκδοση μιας νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο που αναφέρεται στην εισβολή του 1974, είναι το πώς μπορεί να γράψει κανείς ποίηση για το θέμα αυτό, σήμερα, σαρανταέξι χρόνια μετά από τα γεγονότα. Τι έχει να προσθέσει στην τόσο πλούσια ομολογουμένως βιβλιογραφία που έχουν δώσει τόσοι άλλοι Κύπριοι λογοτέχνες, άλλοτε καταθέτοντας έργα συγκλονιστικά, κι άλλοτε πέφτοντας στην παγίδα κατάχρησης του τραύματος αφήνοντας έργα μέτριας λογοτεχνικής δύναμης (συνυπολογίζοντας τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες αναφορές στην πληγείσα αυτή περιοχή της ιστορίας της Κύπρου, ο αριθμός των ποιητών που έχουν γράψει ποίηση για το θέμα είναι εντυπωσιακός – αναφέρω ενδεικτικά τον Κώστα Μόντη, Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τον Κώστα Βασιλείου, τον Παντελή Μηχανικό, τον Γιώργο Χαριτωνίδη, τον Γιώργο Χριστοδουλίδη, τη Μόνα Σαββίδου, τη Νάσα Παταπίου, τη Μαρία Περατικού, την Κλαίρη Αγγελίδου, τον Γιώργο Καλοζώη, τον Μιχάλη Παπαδόπουλο, τον Μάριο Αγαθοκλέους). Με ποια φωνή μπορεί, και με ποια φωνή αξίζει να συνομιλήσει κανείς με αυτό το κομμάτι της ιστορίας; Με ποια φωνή που να μην έχει κουραστεί; Με ποιες λέξεις που να μην έχουν φθαρεί; Με ποιους φθόγγους, έτσι που να παραμείνει επιδραστικός, που να κατορθώνει ακόμα να αποτυπώνει το τραύμα – το ίδιο τραύμα που και τόσοι άλλοι επιχείρησαν εδώ και τόσα χρόνια να αποτυπώσουν, να μεταφέρουν, να επουλώσουν, το ίδιο τραύμα που είναι ακόμα ανοιχτό, κι άλλοι το νιώθουν ακόμα μέσα τους και να καίει, άλλοι από απόσταση το παρακολουθούν να ξηραίνεται, άλλοι υποψιάζονται τη δυσοσμία του, τη σήψη, κι άλλοι εύχονται και σχεδόν τα καταφέρνουν να το έχουν ξεχάσει.
Αυτό, λοιπόν, είναι το στοίχημα που φαίνεται να βάζει κι ο ποιητής Παναγιώτης Νικολαΐδης, με την τελευταία του συλλογή, Η νύφη του Ιούλη: να διαχειριστεί την πολύ ιδιαίτερη αυτή συνθήκη της λογοτεχνίας του τραύματος, κι ενώ ως μαθητής θα έχει προλάβει δεκάδες από τα ποιήματα των προαναφερθέντων ποιητών να περιφέρονται ήσυχα, κουρασμένα και τσακισμένα στις σχολικές ανθολογίες, ως καθηγητής φιλολογίας θα έχει διδάξει σίγουρα κάποια από αυτά, ανάμεσα σε βαριεστημένες φιγούρες μαθητών, που άλλοτε ψάχνουν τη ρίμα, άλλοτε προσπαθούν να εντοπίσουν την κεντρική ιδέα του ποιήματος και τις μεταφορές για να πάρουν ένα καλό βαθμό, να γράψουν στο διαγώνισμα και να πάνε καλά στις εξετάσεις, κι άλλοτε πάλι αδιαφορούν παντελώς, κι ας έχουν, αρκετοί από αυτούς ένα παππού, ένα θείο, ένα γείτονα που σκοτώθηκε στην εισβολή, κι ας έχουν τους γονείς πρόσφυγες, τον αδερφό της γιαγιάς αγνοούμενο. Σε πολλά σχολεία εντοπίζει ακόμα κανείς φωτογραφίες των απαγχονισθέντων ηρώων του απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959: οι περισσότεροι μαθητές δεν τους αναγνωρίζουν, κι ακόμα, δεν ενδιαφέρονται να μάθουν ποιοι είναι. Η παρουσία τους έχει κατά κάποιο τρόπο φυσικοποιηθεί μέσα στον χώρο, όπως οι ειδήσεις για τις προοπτικές επίλυσης του κυπριακού μέσα απ´ τον νέο γύρο συνομιλιών, όπως κι οι λέξεις, τα ποιήματα για την εισβολή έχουν φυσικοποιηθεί μέσα στις σχολικές εκδηλώσεις, τα τετράδια, και τα βιβλία. Μπαινοβγαίνουν στην ύλη, αναλύονται, μελοποιούνται, μεταβολίζονται αργά μέσα στον πεπτικό σωλήνα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, και όχι μόνο: «είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας». Χιλιάδες φορές ο ίδιος σκοπός, με μια αίσθηση ίσως νοσταλγίας. Χωρίς να διερωτάται κανείς για τον τρόπο με τον οποίο το ρήμα «έφερε» χωρίζει τον στίχο στα δύο. Χωρίς να διερωτάται κανείς, ποιος τελικά μας τους έφερε. Χωρίς η καθημερινότητα, ο ρυθμός, η επανάληψη, να αφήνουν το περιθώριο για να σταματήσει κανείς να μυρίσει, έστω και για λίγο τη θάλασσα της Κερύνειας. «Η θάλασσα της Κερύνειας», που κάνει τον Μόντη τόσο δύσπιστο: «είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η πολυαγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας».
Αισθάνομαι κιόλας πως πρέπει να απολογηθώ για μια μακροσκελή, όσο και φαινομενικά άσχετη με το βιβλίο εισαγωγή, όμως ζητάω μία ακόμη ευκαιρία για να προσπεράσω αυτή την απολογία. Σύμφωνα με τον ποιητή, Παναγιώτη Νικολαΐδη, αφορμή για τη συγγραφή της Νύφης του Ιούλη, υπήρξε μια επίσκεψή του στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Η πληγή αναζωπυρώνεται, ο πόνος θεριεύει: πού να βρει όμως κανείς τις λέξεις να μιλήσει για αυτό, τώρα που ο πόνος φτώχυνε μέσα στη λέξη «πόνος», τώρα που η πληγή σάπισε μέσα στη λέξη «πληγή», τώρα που το θηρίο ετοιμάζεται να μας κάνει μια χαψιά μέσα στη λέξη «θηρίο»; Η Νύφη του Ιούλη, είναι πρωταρχικά μια αναμέτρηση με το τετριμμένο και το φθαρμένο. Μια αναμέτρηση με τους κουρασμένους τρόπους του λόγου, ένα άλμα επί κοντώ πάνω στη χρεωκοπία της ποίησης. Από το ένα ποίημα στο άλλο, σε μια σειρά από δεκαοχτώ ποιήματα, μισής εώς μίας σελίδας, ο ποιητής αγωνίζεται να δημιουργήσει μια ρωγμή στον λόγο, στις εικόνες, μια ρωγμή στην πραγματικότητα: μια ρωγμή που θα μας επιτρέψει να ξανα-νιώσουμε ζωντανοί, να τεστάρουμε τις αισθήσεις μας, να τσιμπήσουμε την ψυχή μας, έτσι όπως τσιμπάμε τη μύτη μας, για να δούμε μήπως κοιμόμαστε. Αγωνίζεται να δημιουργήσει τη ρωγμή εκείνη, που θα μας επιτρέψει να γίνουμε οι άνθρωποι του καιρού μας, να αρθρώσουμε λόγο σε χρόνο ενεστώτα, να αρθρώσουμε λόγο πέρα από την κεκτημένη ταχύτητα και την αδράνεια, να κινηθούμε προς την αλήθεια με όλα τα μέλη του σώματός μας ζωντανά. Να υπάρξουμε.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο ποιητής στη νύφη του Ιούλη, οι μηχανισμοί της γλώσσας όσο και ο συνολικός ρυθμός του βιβλίου, μαρτυρούν πως ο Νικολαΐδης αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη να αναλογιστούμε σε όλο του το βάθος, όχι μόνο τον τρόπο που αρθρώνουμε σήμερα λόγο για το κυπριακό πρόβλημα, αλλά και το ίδιο το χρώμα του πόνου. Τις ιδιαίτερές του συντεταγμένες και τις δυνάμεις που τον κάνουν να συνομιλεί με όλη τη σύγχρονη ζωή – άρα, και με όλη τη σύγχρονη τέχνη – αξιοποιώντας τη γλώσσα και την εμπειρία που διαμορφώνουν το τι νιώθουμε και το πώς το εκφράζουμε.
Η πληθωρικότητα του λόγου, όπως τεκμηριώνεται μέσα από την περιστασιακή χρήση της διαλέκτου, τις υπερρεαλίζουσες αφηγήσεις, τη διακειμενικότητα, αλλά και τις παλλόμενες εικόνες που ίπτανται πάνω απ᾽ τα γνωστά άγνωστα τοπία των κατεχόμενων χωριών, αντανακλά την ομιλούσα υπόσταση του ποιητή, που αν και με αξιοθαύμαστη οικονομία παρουσιάζεται στην καλύτερή της μέχρι σήμερα φόρμα θα έλεγα, καταθέτοντας ένα ποιητικό έργο που χαρακτηρίζεται από ποιητική πανσπερμία. Εκτός από τις αναφορές στη σύγχρονη επίσκεψη του ποιητή στα κατεχόμενα, η αφήγηση περιλαμβάνει στιγμιότυπα της παιδικής ηλικίας, ή καλύτερα αποτυπώματα της παιδικής εμπειρίας.
«Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.»
Αυτό το μπρος πίσω, η αντιπαραβολή των δύο υποκειμένων ή καλύτερα των δύο χρονικών στιγμών του ποιητικού υποκειμένου, δεν μπορεί παρά να διαβάζεται ως μια απόπειρα να διασχίσει ο γράφων το χαώδες αίσθημα εκκρεμότητας που προκάλεσε η εισβολή, το ιστορικό μέσα μας κενό.Το αίσθημα ακριβώς αυτό, αποτυπωμένο τόσο στον τίτλο όσο και στο εξώφυλλο ως νύφη και νυφικό ενός ματαιωμένου γάμου, αποτελεί την κυρίαρχη θεματική του βιβλίου και εντοπίζεται σε πολλούς στίχους. Παραθέτω μερικούς:
«Κάτι αφήνει μια γεύση ατέλειωτου / ακόμη /και στο επέκεινα»
«Μες στη ροή των φωτονίων ενωμένοι / σε λειτουργία λανθάνουσας ύπαρξης / ανθίζουμε / εμείς. »
«Προσηλωμένος σήμερα / σε τούτο το λεπτό διάκενο σιωπής»
Αυτό όμως που έχει σημασία ως προς την ποιητική, δεν είναι μόνο η απόπειρα αυτή καθαυτή με την οποία διαρρηγνύεται ο χρόνος, αλλά ο τρόπος της απόπειρας αυτής. Σε ένα πρώτο επίπεδο η Νύφη του Ιούλη, τροφοδοτεί τον αναγνώστη με πληθώρα στοιχείων που διεγείρουν το αίσθημα της νοσταλγίας, αγγίζοντας ρίζες βαθιές των μέσα και έξω τοπίων μας: η εικόνα της αροδάφνης, η λέξη δαντέλα στη φράση «δαντέλα του φωτός», η φιγούρα του παιδιού που κάθεται μόνο σ᾽ ένα κλαδί, «ψουμίν χωρκάτικον, χαλλούμιν τζαι ελιές», «λαλλέδες και κυκλάμινα», τα φλιτζάνια τα γυμνά στα τραπέζια, αλλά και μόνες οι φράσεις «μες στ᾽ αγκάλια της» και «ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν», είναι στοιχεία επαρκή για να πυροδοτήσουν τη συνομιλία με ένα κόσμο που κρύβεται πίσω απ᾽ τη σκιά του χρόνου. Παρ᾽ όλα αυτά, ο ποιητής δε μένει στη νοσταλγία αυτού που έσβησε, ούτε αφήνει τον λυρισμό που εκπέμπουν πολλές από τις εικόνες του να καταπιεί τον λόγο του. Αντίθετα, έχει επίγνωση πως η εποχή μας είναι η εποχή που «θάνατος σερβίρεται με μουσική», που «μπορείς μονάχα μ᾽ ένα κλικ / να δεις ένα κομμένο κεφάλι / να κυλιέται στο χαλί σου». Έτσι, παρουσιάζεται μάχιμος, έτοιμος να συνομιλήσει με τους συγκαιρινούς του, συντάσσοντας μια προσευχή που δεν ξεχνά, όσο και να προσπαθεί την κτηνωδία που πέρασε μπροστά από τα μάτια του, υιοθετώντας ενίοτε το λεξιλόγιό της: «Θεέ μου, / κάμε να σπάσει το δόντι του χρόνου», και συμπεριλαμβάνοντας στη φωνή του τους τρόπους εκείνους των εικόνων και των λέξεων με τους οποίους συγκλονιστήκαμε ή αισθητικοποιήσαμε τον σπαραγμό του αιώνα μας. Κι αλλού, ως κληρονόμος της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, εμφανίζεται κινούμενος κάθετα, όπου χρειάζεται μέσα στις λέξεις, αφήνοντας την υπόσταση του κειμένου να είναι από μόνη της ένα θέμα, ένα πρόβλημα που περιμένει να λυθεί. Γράφει:
«Αυτό το ποίημα
έχει μια θάλασσα μόνο
μοιρασμένη στα δυο»
Η υπερβατική αυτή διαχείριση του χρόνου, που περιλαμβάνει τρόπους της γλώσσας και της εμπειρίας από διαφορετικές εποχές, διαφορετικούς κόσμους, εξυπηρετείται επιτυχώς και από τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής κάνει χρήση της διακειμενικότητας: ο Μόντης επανέρχεται, λίγο πιο αιχμηρός, λίγο πιο διαπεραστικός όταν «η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας / χτυπά με δύναμη τον κερατοειδή / ζαρώνοντας όλες τις γωνιές των σελίδων». Ο ήλιος της δικαιοσύνης, πολλά υποσχόμενος εδώ και χρόνια για όσους μεγαλώσαμε με τους στίχους του Ελύτη και τις μουσικές του Θεοδωράκη, αναλαμβάνει επιτέλους δράση ρίχνοντας προκηρύξεις, και μάλιστα μέσα σε ένα έκπτωτο τοπίο, όπου τα πάντα, ακόμα κι ο ιερός χώρος μιας μονής, μετριούνται με την τιμή του εισιτηρίου:
Γράφει ο Νικολαΐδης:
«Στον πόλεμο το Μπελαπάις
έγινε πρόχειρο νοσοκομείο
τραυματισμένων στρατιωτών.
Σήμερα είναι σημαντικό αξιοθέατο
(με είσοδο παρακαλώ)
καθώς ο ήλιος ρίχνει στην πλατεία
προκηρύξεις.»
«Εδώ αγόρασε σπίτι / κι ο ποιητής των Bitter Lemons», πληροφορούμαστε λίγο πιο κάτω, κι είναι ίσως αυτή η αναφορά που δίνει το έναυσμα στον Αλέξανδρο Κορδά να γράψει:
«Δυο ποιήματα πιο κάτω μια λεμονιά ψιθυρίζει στον αφηγητή να παραμείνει στην μητρώα γη: «Μεν φύεις. Μείνε, λαλώ σου, τζι ειμ’ αθθισμένη». Τα δικά της λεμόνια δεν είναι τα Πικρολέμονα του Λώρενς Ντάρρελ (Lawrence Durrell), του Άγγλου συγγραφέα του οποίου το εν λόγω βιβλίο αποτελεί προπαγανδιστικό κείμενο της αγγλικής αποικιοκρατίας. Η αντίστιξη αυτή, με την αναφορά στον Ντάρρελ και στην ποιητική του συλλογή Bitter lemons από την μια και την λεμονιά του δημοτικού τραγουδιού από την άλλη, γίνεται σκόπιμα από τον Νικολαΐδη προκειμένου να υπογραμμίσει την διαφορά ανάμεσα στην κυριαρχική γραφή και την ζώσα ελληνική Παράδοση».
Καθώς όμως ο Νικολαΐδης καταγράφει τα λόγια της λεμονιάς, σημαίνοντας μάλιστα τον καταληκτικό στίχο του αντίστοιχου ποιήματος, «Μεν φύεις. Μείνε, λαλώ σου, τζι ειμ’ αθθισμένη», ο ανοιξιάτικος αέρας που αναδύεται, ο αρωματικός, μαζί με το κάλεσμα, αλλά και την ανεκπλήρωτη επιθυμία να «μεν φύει, να μείνει» με ό,τι αυτό σημαίνει για τον τραγικό επισκέπτη, σιγοτραγουδούν από κάτω «η άνοιξη ακριβή, η άνοιξη ακριβή…». Ξαναπιάνω το ποίημα από την αρχή, διαβάζω τους πρώτους στίχους: «Άνοιξε δρόμο / ανάμεσα σ᾽ αγκάθια κι αγριόχορτα». Διαπιστώνω πως ναι, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή.
Πέρα όμως από τη συνομιλία που υποφώσκει μέσα στη Νύφη του Ιούλη, ανάμεσα στον ποιητή και παλιότερα ποιήματα, βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την προοπτική της συνανάγνωσης του έργου αυτού με σύγχρονα εικαστικά έργα, που φωτίζουν με εξ ίσου αποτελεσματικό τρόπο το γεγονός ότι ο Παναγιώτης Νικολαΐδης ενδιαφέρεται να μιλήσει ως ένας άνθρωπος του καιρού του, αξιοποιώντας όλη την εμπειρία που τροφοδότησε τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η σημερινή πραγματικότητα.
«Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά
στον αέραν.»
Δυσκολεύομαι ειλικρινά να αγνοήσω τη συνομιλία που διανοίγεται ανάμεσα στα «πουλιά που εσταματήσαν στον αέρα» με κάποιες εικόνες του Ρενέ Μαγκρίτ – εικόνες πουλιών με σώμα ουρανού, εικόνες τρύπιων πουλιών, τρύπιου ουρανού, κι έπειτα τρύπιων σωμάτων, καπέλων πάνω από ακέφαλα σώματα, μισοφέγγαρων πάνω από καπελωμένα κεφάλια.
Ο τρόπος με τον οποίο διαρρηγνύεται η εικόνα της πραγματικότητας στον Μαγκρίτ, δεν είναι άλλος από αυτόν με τον οποίο διαρρηγνύεται η πραγματικότητα στον Νικολαΐδη. Και τα δύο τοπία παλεύουν να αναλύσουν τον κόσμο στα πρωταρχικά του στοιχεία, διεκδικώντας τη δυνατότητα να τον ανασυνθέσουν – ποιος άλλωστε είναι ο τρόπος να πραγματωθεί το αίτημα ελευθερίας στην τέχνη; Τα πουλιά από ουρανό, τα μετατοπισμένα από τα σώματα κεφάλια, οι νύχτες μέσα στα σώματα του ζωγράφου αποκαλύπτονται σαν μια προέκταση της ποίησης του Νικολαΐδη που καταγράφει με ζηλευτή ελευθερία όσο και με αξιοθαύμαστη ακρίβεια «αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα / λυγίζ[οντας] την όραση τρεις φορές».
«Μακριά το φίδι
στην εξορία του πλίνθου ζεσταίνεται
κι αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα
λυγίζει την όραση τρεις φορές.»
Σε κάποιο άλλο σημείο γράφει:
«Ο χρόνος ήρθε από πίσω
αθερινόψυχος.
Σαν κόκορας που περπατά ακέφαλος
τινάζοντας παντού αίμα»
Και εδώ, θεωρώ άκρως ενδιαφέροντα τον τρόπο με τον οποίο ο ακέφαλος κόκορας πιτσιλίζει με αίμα το τοπίο της ανάγνωσης, ενεργοποιώντας όχι μόνο εικόνες του πρόσφατου ιστορικού μας παρελθόντος, αλλά και εικόνες από τα εικαστικά έργα του Φράνσις Μπέικον, φέρνοντας στην επιφάνεια μια αλυσίδα από εικόνες και εμπειρίες του εικοστού αιώνα. Όλες αιματηρές. Όλες ακέφαλες.
Πέρα όμως από όσα επεσήμανα μέχρι εδώ, αυτό που θεωρώ τη σημαντικότερη κατάκτηση του ποιητή στη Νύφη του Ιούλη, ή έστω το στοιχείο αυτό που αποτελεί τον καταλύτη στις χημικές ενώσεις των λέξεων, τον καταλύτη που καθιστά ταποιήματα αυτά επιδραστικά, είναι το στοιχείο της σωματικότητας. Χωρίς να καταλαβαίνω ακόμα γιατί, χωρίς να έχω ακόμα αξιώσεις ερμηνείας, κλείνοντας το βιβλίο μετά την πρώτη ανάγνωση, ένιωσα να κουβαλώ μαζί μου για μέρες τον στίχο:
«Τα παιδιά των νεκρών. Ένας πλανόδιος πεπτικός σωλήνας.»
Κι επειδή διατηρώ το συνήθειο να εμπιστεύομαι απόλυτα τους τυχαίους συνειρμούς, τις πηγαίες προτιμήσεις, συνέχισα όσο μπορούσα να περιφέρομαι, γύρω από αυτή την εικόνα. Συνέχισα να παρακολουθώ τον πλανόδιο πεπτικό σωλήνα όσο καιρό είχα μαζί μου το βιβλίο, σε κοντινά και σε μακρινά πλάνα, αναζητώντας την αλήθεια του.
Όσο τυχαία και να φάνηκε αρχικά, η επιλογή του στίχου δεν ήταν καθόλου τυχαία. Μια δεύτερη ανάγνωση μού αποκάλυψε πως στο βιβλίο αυτό έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση καθαρά σωματική, με ό,τι σημαίνει αυτό. Οι στίχοι που το μαρτυρούν δεν είναι καθόλου λίγοι:
«Είμαι μονάχα ένα σώμα
που γράφει με το χέρι το ανεπίδοτο»
«Άνθρωποι που μασούν
καθώς
ο οισοφάγος τους συστέλλεται
κατεβάζοντας σβώλους τροφής
στο στομάχι»
«Θεέ μου,
δίδαξέ με ν᾽ αποβάλω το δέρμα.»
«Θεέ μου,
κάμε να σπάσει το δόντι του χρόνου.»
«Αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα»
«το κίτρινο της λαψάνας ρυθμίζει
την κυκλοφορία του αίματος.»
«Μέσα στα χέρια του ήλιου
μολόχες τζόχοι αβρόσσιλλα»
«Στο μοναστήρι ο άνεμος στάθηκε όρθιος.
Εκεί φιλήσαμε στα χείλη τον Άγιο»
«Λες και γυρίζει ανάστροφα
κάποιος το κλειδί
στον αυχένα του χρόνου.»
Στη Νύφη του Ιούλη το σώμα είναι πανταχού παρόν: ένα σώμα που παλεύει για να κοιμηθεί, «εν εκλείαν τα μμάθκια του», τρώει για να χορτάσει, πονεί, δονείται από την κυκλοφορία του αίματος, αισθάνεται τα σπασμένα δάχτυλα, τρέμει στην ιδέα να σπάσει το δόντι, στέκεται όρθιο, πάλλεται, φιλά στα χείλη…
Θα κλείσω επιστρέφοντας στο σημείο από το οποίο ξεκίνησα. Σαράντα έξι χρόνια ποιήματα. Η γενιά της εισβολής μεγάλωσε. Όσοι έζησαν τον διωγμό, κι ήταν αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται έστω και αμυδρά τις στιγμές του είναι τώρα λίγο μεγαλύτεροι από πενήντα χρονών. Όσοι έζησαν την εισβολή ως ενήλικες, θα είναι τώρα γύρω στα εβδομήντα. Το τραύμα της εισβολής μεγάλωσε, κι ο ποιητής το συναισθάνεται. Δεν είναι πια μαυροφορεμένες μητέρες, συλλαλητήρια, φωτογραφίες έξω από τα οδοφράγματα, πένθος και μνημόσυνα. Το τραύμα της εισβολής πλανιέται τώρα σε ογκολογικά κέντρα, και φαρμακεία, το τραύμα έγινε καρκίνος, καρδιοπάθειες, μυοσκελετικοί πόνοι και ραδιενέργεια.
«Τα παιδιά των νεκρών. Ένας πλανόδιος πεπτικός σωλήνας.»
Δεν αρκεί να μοιραστούμε τις εντυπώσεις. Δεν αρκεί να μιλήσει η ποίηση για τον φόβο, για τις εικόνες που θυμάται κι αυτές που ετοιμάζονται να σβήσουν. Πρέπει να έχει στον νου της το σώμα. Το σώμα. Το σώμα μέσα στον χρόνο – μία σειρά κεράκια αναμμένα.
«Σε κάθε θάνατο μας είπαν,
πεθαίνει ένα άπειρος αριθμός
πραγμάτων και μορφών»
Ο ποιητής αγωνία. Η πολυαγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας παφλάζει. Εκεί στα βόρεια. Στις γιορτές των σχολείων. Στο ραδιόφωνο, στις τηλεοράσεις. Ένας άπειρος αριθμός πραγμάτων και μορφών.
Και στη μέση το σώμα. Το σώμα που σβήνει και το σώμα που έχει τη δυνατότητα να αισθάνεται. Να αντιστέκεται. Το σώμα που είτε το θέλουμε είτε όχι ζει σε ενεστώτα χρόνο και που έχει πολλές περισσότερες δυνατότητες από τη λειτουργία της πέψης.
«Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
το νυφφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά
στον αέραν.
Από τη πρώτη στιγμή που έμαθα για την έκδοση του βιβλίου, σκέφτηκα «τι σύμπτωση», κι οι γονείς μου προγραμμάτιζαν γάμο το καλοκαίρι του 1974. Χρειάστηκε κι αυτοί να τον αναβάλουν, όταν έγινε η εισβολή. Κι έπειτα ξανασκέφτηκα: κι όμως δεν υπάρχει καμιά σύμπτωση. Ή καλύτερα, κανένας δεν εξαιρείται από αυτή τη σύμπτωση. Γιατί όσοι δεν προγραμμάτιζαν γάμο προγραμμάτιζαν τρύγο, όσοι δεν προγραμμάτιζαν τρύγο προγραμμάτιζαν να χτίσουν ένα σπίτι, όσοι δεν προγραμμάτιζαν να χτίσουν σπίτι προγραμμάτιζαν να κάνουν ένα παιδί, κι όσοι δεν προγραμμάτιζαν να κάνουν παιδί, προγραμμάτιζαν να ζήσουν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα στη Λάπηθο, κοιτώντας την «πολυαγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας» από κάποιο περιβολάκι, που πρώτος μέσα τσάπισε ο παππούς τους, έπειτα ο πατέρας τους, και τώρα τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Τι σύμπτωση, τι απίστευτη σύμπτωση…
Η «λειτουργία λανθάνουσας ύπαρξης» γίνεται ανυπόφορα αισθητή αν βάλει κανείς κάτω όλα τα δεδομένα. Τρομάζω στην πιθανότητα λύσης της εξίσωσης. Κι είναι ακριβώς αυτός ο λόγος που αισθάνομαι ευγνώμων κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο ποίησης που επιχειρεί και ενίοτε το καταφέρνει να δημιουργήσει μια ρωγμή. Γιατί τη χρειαζόμαστε αυτή τη ρωγμή. Τη χρειαζόμαστε όσο ποτέ νομίζω αυτή τη ρωγμή.
Κλείνω, γι᾽ αυτό τον λόγο με ένα ποίημα από το βιβλίο:
«Κάπου υπάρχει μια ρωγμή
Ένα μικρό περιθώριο αβεβαιότητας.
Ό,τι ανασαίνει απ᾽ τη σκιά
Αχνίζει πιο πολύ από φως.
Σαν βρέφος
αέρας γεμίζει τα πνευμόνια του
και κλαίει.
Κάπου υπάρχει μια ρωγμή.
Απαρηγόρητοι νεκροί
σαν τρύπα σε τζάμι.
Από την τρύπα βλέπω ένα παιδί.
Κάθεται μόνο σ᾽ ένα κλαδί
κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του
πέρα δώθε
στο
χ ά ο ς.»
§
«ΣΑΝ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ» – Του Λεωνίδα Γαλάζη
Η νέα ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Νικολαΐδη, υπό τον τίτλο Η νύφη του Ιούλη, εντάσσεται, κατά την άποψή μας, στην ευδιάκριτη πρόσφατη τάση για επάνοδο της λογοτεχνίας μας στη θεματική του συλλογικού τραύματος του 1974, που, όπως έχει διαπιστωθεί από τον Π. Παπαπολυβίου, εντοπίζεται και στους τομείς της ιστοριογραφίας και στα συναφή είδη της μαρτυρίας, του χρονικού, του απομνημονεύματος, των μελετών για κατεχόμενες κοινότητες κ.ά., που «αποτελούν το καθένα», όπως σημειώνει ο μελετητής, «πέρα από τη σημασία τους για την καταγραφή της σύγχρονης ιστορίας του ημικατεχόμενου νησιού μας, πολύτιμη συμβολή για τη διάσωση της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Πάντοτε, μέσα από μια επώδυνη διαδικασία για τον αφηγητή / συγγραφέα: όσο οδυνηρή είναι η ανάξεση ενός ανοικτού τραύματος εδώ και 45 χρόνια».[1] Στην περίπτωση ενός λογοτεχνήματος, όπως είναι η Νύφη του Ιούλη, χωρίς να θεωρούμε αμελητέο τον διάλογο λογοτεχνίας και ιστορίας και τη σημασία του για τη συλλογική συνείδηση, επικεντρωνόμαστε στο κείμενο όχι ως ιστορική πηγή ή μαρτυρία για το συλλογικό τραύμα, αλλά ως ποιητική αποτύπωσή του.
Αυτή, λοιπόν, η πέμπτη ποιητική συλλογή του Π. Νικολαΐδη, παρά τη βιωματική της αφορμή και την επίκαιρη διαθεματική της αφόρμηση, δεν εγκλωβίζεται στα στεγανά της επικαιρικής ποίησης, που δύσκολα αρτιώνεται αισθητικά. Αντίθετα, και σε αυτό το βιβλίο εντοπίζονται τα οικεία στον αναγνώστη γνωρίσματα της ποίησης του Νικολαΐδη, όπως επισημάνθηκαν από την κριτική:[2] η λειτουργική αίσθηση της γλώσσας και η επίμονη γλωσσική επεξεργασία, η χρήση της κυπριακής διαλέκτου είτε σε ολόκληρα ποιήματα είτε σε μικρό ή μεγάλο μέρος τους, η συγκρατημένα αισιόδοξη ενατένιση της ζωής σε συνδυασμό με μια θυμοσοφική διάθεση, η ποιητική ενάργεια (σε αντίθεση με τη συνήθη στη νεωτερική ποίηση ερμητικότητα και σκοτεινότητα), η ειρωνεία, ως τεχνική αποστασιοποίησης από ό,τι ενοχλεί την ποιητική θεώρηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, και ο ερωτισμός σε ποικίλες εκφάνσεις. Η ποίηση του Νικολαΐδη μετεωρίζεται ανάμεσα στο βίωμα και στην αναζήτηση του νοήματος της τέχνης χωρίς να προδίδει κανένα από τα δύο.
Στις Σημειώσεις του βιβλίου Νύφη του Ιούλη παρατίθεται η πληροφορία ότι ο ποιητής επισκέφθηκε για πρώτη φορά τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, με προορισμό το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, τον Μάρτιο του 2019 και ότι η επίσκεψη αυτή ήταν για τον ίδιο «μια συγκλονιστική εμπειρία», καθώς «είδε για πρώτη φορά την πατρίδα του ολόκληρη» (σ.31). Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσμα των ποιημάτων της νέας του συλλογής. Είναι, επιπλέον, αξιοσημείωτη η διαθεματική διάσταση του τίτλου του βιβλίου, δεδομένου ότι ο ποιητής τον αντλεί από την εικαστική δημιουργία «Το νυφικό που δεν φορέθηκε» των Μαριάννας Κωνσταντή, Ανδριάνας Νικολαΐδου και Νικολέτας Δημητρίου, η οποία κοσμεί και το εξώφυλλο της έκδοσης. Το εικαστικό αυτό έργο, που αποτελεί πηγή έμπνευσης και για το ποίημα ιστ΄ της συλλογής, «αναφέρεται», όπως σημειώνει ο ποιητής, «στην τραγική ιστορία της Αργυρώς Χριστοφόρου, η οποία επρόκειτο να παντρευτεί στις 21.7.1974, την Κυριακή της εισβολής. Το νυφικό της έμεινε κρεμασμένο στο σπίτι της, στην Περιστερωνοπηγή Αμμοχώστου, όταν μαζί με τους συγχωριανούς της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό της». (σ. 34) Σε μια δεύτερη ανάγνωση του τίτλου, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει και τη συμβολική του διάσταση. Ας σημειωθεί ότι ο Νικολαΐδης σημειώνει, ειδικά για τον τίτλο του βιβλίου, σε ένα αδημοσίευτο αυτοσχόλιό του: «Η νύφη του Ιούλη είναι η Αργυρώ-άτομο, η Αμμόχωστος-πόλη, η Κύπρος-χώρα. Έτσι διαπερνά συμβολικά, κάθετα και οριζόντια όλα τα επίπεδα από το ατομικό στο συλλογικό και αντίστροφα».
Τα 18 αριθμημένα ποιήματα της συλλογής είναι άτιτλα, τακτική που υποδηλώνει τη συγγραφική πρόθεση για τη δημιουργία μιας ποιητικής σύνθεσης, όπως άλλωστε σημειώνεται ρητά στις Σημειώσεις του βιβλίου, όπου ο ποιητής χρησιμοποιεί για το νέο έργο του το συγγραφικό ειδολογικό όνομα «συνθετικό ποίημα». Λαμβάνοντας υπόψη τον κοινό σε όλα τα ποιήματα της συλλογής θεματικό άξονα, την τραυματική και ταυτόχρονα αποκαλυπτική διαδρομή στην κατεχόμενη γη, μπορούμε να θεωρήσουμε το βιβλίο ως ένα ενιαίο συνθετικό ποίημα. Ωστόσο, ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής υπάρχουν διαφοροποιητικά στοιχεία, ως προς το ύφος, τον τόνο, την ποιητική ατμόσφαιρα και τη ρητορική εκφορά, με βάση τα οποία μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι αρκετά από τα 18 ποιήματα διατηρούν την αυτοτέλειά τους και είναι δυνατόν να προσεγγισθούν ερμηνευτικά χωρίς αναλυτικούς συσχετισμούς με τα υπόλοιπα. Πάντως, ο κεντρικός κορμός της συλλογής (ποιήματα ζ΄-ιε΄), που περιλαμβάνει εννέα, δηλαδή το ήμισυ των ποιημάτων του βιβλίου, είναι όντως ένα συνεκτικό συνθετικό ποίημα, που διέπεται από ενότητα ρητορικής εκφοράς, ύφους και ποιητικής ατμόσφαιρας. Η σύνθεση αυτή πλαισιώνεται από τα υπόλοιπα εννέα ποιήματα (από τα οποία τα έξι προτάσσονται και τα τρία επιτάσσονται στην ποιητική σύνθεση). Η δόμηση, λοιπόν του βιβλίου είναι τριμερής: Α΄ (ποιήματα α΄-στ΄): Η βίωση του τραύματος της Κατοχής πριν από την επίσκεψη στα Κατεχόμενα, Β΄ (ποιήματα ζ΄-ιε΄): Η επίσκεψη στα Κατεχόμενα, ως μυητική διαδρομή που οδηγεί στην αυτογνωσία του ποιητικού υποκειμένου, Γ΄ (ποιήματα ιστ΄-ιη΄): Η τραγική επίγνωση των διαστάσεων του κυπριακού δράματος (ματαιωμένος γάμος, παγωμένος και ματωμένος χρόνος, η τυραννία των λέξεων).
Στο πρώτο μέρος της συλλογής δεσπόζουν, αφενός, οι επώδυνες μεταπολεμικές μνήμες της παιδικής ηλικίας (ποιήματα α΄, β΄ και γ΄) και, αφετέρου, η αποτύπωση της δυναμικής και τραγικής αντίθεσης ανάμεσα στην κοινωνία της αφθονίας και στην συνεχιζόμενη σκληρή πραγματικότητα της κατοχής (ας μην ξεχνάμε ότι στον Νικολαΐδη οφείλουμε τον όρο Γενιά της κατοχής και της αφθονίας για την ποιητική Γενιά του 1990,[3] που αξίζει να απασχολήσει την κριτική και σε συνάρτηση με τα άλλα λογοτεχνικά γένη της ίδιας περιόδου). Τα πρώτα δύο ποιήματα του βιβλίου αναδημοσιεύονται αυτούσια από την προηγούμενη συλλογή του ποιητή (Παραλογή, 2016).[4] Γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο, σε νεωτερική ποιητική φόρμα, είναι ξεχωριστά δείγματα των δυνατοτήτων της διαλέκτου να αρτιωθεί αισθητικά στην εποχή μας, όταν ο λογοτέχνης υπερβαίνει τον σκόπελο του άγονου μανιερισμού και της φολκλορικής ή και της παρωχημένης χρήσης της. Στο πρώτο ποίημα η τουρκική εισβολή του 1974 αποδίδεται με δύο εικόνες: της μητέρας μαζί με το βρέφος που τρέχει εκδιωγμένη από τον τόπο της και του πατέρα που, επιστρέφοντας αργότερα από τον πόλεμο, επιθυμεί να αγκαλιάσει το παιδί του, προκαλώντας ωστόσο τον φόβο σ’ εκείνο: «Άμαν τζι εγίνην το κακόν / τζι ο τόπος εμοιράστηκεν / εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου / τζι εγύρεψεν να με πιάσει. / Εν τον εκατάλαβα. / Εθώρουν λαλεί η μάνα μου, / μες στα μμάθκια του / τον φονιάν / τζι έκλαια». (σ. 11) Οι εικόνες αυτές «συνομιλούν» με την περίφημη ομηρική Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία (Ιλιάδα Ζ΄: 381-502), παρά τις προφανείς διαφοροποιήσεις.
Στην παιδική ψυχή συνυπάρχουν ο φόβος (ποίημα β΄, σ. 12) και η επιθυμία για την υπέρβασή του με την επιτέλεση ηρωικών πράξεων: «Μέχρι τα δέκα / ονειρευόμουν να κάνω κάτι ηρωικό. / Κι είχα πραγματικά μεγαλεπήβολα σχέδια. / Να περισώσω σπάνια είδη / δάση τροπικά / τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής, να λευτερώσω την πατρίδα μου». Η ενηλικίωση, ωστόσο, συνδέεται με μιαν τάση παραίτησης και παθητικότητας («Είκοσι χρόνια μετά / στον τοίχο ψηλά / έχω κρεμάσει / ένα πιστό αντίγραφο του ορίζοντα». Η τάση αυτή επιτείνεται από την επιζήτηση των ανέσεων, μιας θέσης στο δημόσιο και γενικά του ευδαιμονισμού. Αυτά, όμως, δεν είναι αρκετά για να απαλείψουν οριστικά τη λανθάνουσα μεν, αλλά επώδυνη, βίωση του συλλογικού τραύματος του 1974: «Όσο κι αν ονειρεύομαι όμως / πολυτελή αμάξια / μια στέπα στο δημόσιο / ή ένα γραφείο οβάλ / όλο νυχτώνει στο λευκό / και κάτι αφήνει μια γεύση ατέλειωτου / ακόμη / και στο επέκεινα». (ποίημα γ΄, σ. 13) Η τραγικά αντιφατική αυτή στάση, ως συλλογική νοοτροπία, υπόκειται και στο ποίημα δ΄, όπου δεσπόζει, μέσω του μεταφορικού λόγου και της υπαινικτικής γλώσσας, η δυναμική αντίθεση ανάμεσα στην ευζωία και στη σκληρή πραγματικότητα της Κατοχής (σ. 14), που ταλανίζει το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο, χωρίς ωστόσο να έχει τη δυνατότητα να την υπερβεί. Στο ποίημα ε΄ «η πληγή στο βουνό» (δηλαδή «η τεράστια σημαία του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους στον Πενταδάχτυλο» [σ. 31] και η μοιρασμένη πόλη (η Λευκωσία) είναι οι «πραγματικότητες», με τις οποίες καλείται ο λαός μας, από διάφορες δυνάμεις, να συμβιβαστεί: «Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης / σαν γάζα / σκέπασε την πληγή στο βουνό / κι ύστερα περιτύλιξε τρυφερά / τη μοιρασμένη πόλη. Πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε / και μ’ αυτό, λένε οι ειδικοί. / Έτσι κι αλλιώς είν’ ένας άλλος τρόπος / ν’ αγκιστρώνεσαι» (σ. 15). Με την ειρωνική φόρτιση των στίχων αυτών αποδίδεται το γεγονός ότι ακόμη και η μη αποδοχή των πραγματικοτήτων αυτών συνιστά μια μορφή αντίστασης, έστω και μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας, χωρίς ελπίδα και προοπτική για τις επερχόμενες γενιές (ποίημα στ΄): «Κάπου υπάρχει μια ρωγμή. / Απαρηγόρητοι νεκροί / σαν τρύπα σε τζάμι. / Από την τρύπα βλέπω ένα παιδί. / Κάθεται μόνο σ’ ένα κλαδί / κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του / πέρα δώθε / στο / χάος.». (σ. 16)
Τα ποιήματα του δεύτερου και εκτενέστερου μέρους της συλλογής (ζ΄-ιε΄), συναπαρτίζουν, όπως υποστηρίξαμε πιο πάνω, το καθαυτό συνεκτικό συνθετικό ποίημα του βιβλίου, με θέμα την επίσκεψη του ποιητικού υποκειμένου στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, η οποία λειτουργεί και ως μυητική διαδρομή,[5] δεδομένου ότι το συνταρακτικό αυτό βίωμα έχει ως αποτέλεσμα την αυτογνωσία, ως αναγνώριση με την αριστοτελική σημασία («ἀναγνώρισις δε, ὥσπερ καὶ τοὔνομα σημαίνει, ἐξ ἀγνοίας εἰς γνῶσιν μεταβολή, ἢ εἰς φιλίαν ἢ εἰς ἔχθραν, τῶν πρὸς εὐτυχίαν ἢ δυστυχίαν ὡρισμένων».[6] Γράφει, λοιπόν, στις Σημειώσεις ο Νικολαΐδης: «Ένιωσα πραγματικά ότι ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου βρέθηκε, λες και μια τρύπα που είχα μέσα μου έκλεισε και γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου». (σ. 31) Τα εννέα αυτά ποιήματα συναρθρώνονται σε ενιαία ποιητική αφήγηση με την εναλλαγή του ατομικού και του συλλογικού ποιητικού υποκειμένου. Με τη χρησιμοποίηση του δεύτερου παρουσιάζεται η πορεία από το οδόφραγμα μέχρι το Ριζοκάρπασο και τον Απόστολο Ανδρέα, ενώ με τη χρήση του πρώτου κυρίως προβάλλεται η επενέργεια της πορείας αυτής στον εσωτερικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου. Θα λέγαμε ότι η διαδρομή αυτή λειτουργεί για το ποιητικό υποκείμενο ως ένας «δρόμος της ψυχής», όπως αντίστοιχα η Ιερά Οδός στο ομώνυμο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, τηρούμενων βέβαια των αναλογιών και με προφανείς διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα διακείμενα που σχολιάζουμε.
Αυτό «τον δρόμο της ψυχής» το ποιητικό υποκείμενο (ατομικό και συλλογικό) τον διανύει με δέος και ευλάβεια. Κατά τη διαδικασία της αναγνώρισης του εαυτού, ανακαλύπτει διόδους προς τη γεωγραφία, την ιστορία και τη γλώσσα, τα ερείσματα δηλαδή της δικής του άμυνας απέναντι στο γεγονός της κατοχής και, εν τέλει, της αντίστασής του απέναντι στην απειλή της αλλοτρίωσης και του εφησυχασμού. Σταθμοί της διαδρομής του είναι η «άλλη πλευρά του Πενταδάχτυλου», το «φλογισμένο πράσινο και οι αροδάφνες» (ζ΄, σ. 17), η «τόσο άπιαστη και τόσο κοντινή Κερύνεια» (η΄, σ. 18), η μονή του Μπελαπάις (θ΄, σ. 19), τα χωριά της επαρχίας Κερύνειας (ι΄, σ. 20), η Ακανθού. Η αναχώρηση από το χωριό αυτό επισφραγίζεται με τη δραματική επίκληση της λεμονιάς προς το ποιητικό υποκείμενο, όταν απομακρύνεται από το πατρικό σπίτι της μητέρας του, που έντεχνα και κατ’ εξαίρεση παρουσιάζεται τριτοπρόσωπα, όχι ως αποκλειστική εμπειρία του ομιλητή, αλλά ως συλλογικό βίωμα (βλ. π.χ. το θέμα της επίσκεψης στο πατρικό σπίτι στα πεζογραφήματα Επιβάτες φορτηγών του Κ. Λυμπουρή, Κάθε Ιούλιο επιστρέφω του Γ. Μολέσκη και σε πολλά άλλα ομόθεμα λογοτεχνικά κείμενα): «Κι ύστερα λέξεις ξένες / αιχμηρές / μαύρο σπαθί, / κι η πόρτα κλείνει αδιάφορη / και παγωμένη. / Φεύγοντας του ψιθύρισε μια λεμονιά: / «Μεν φύεις. / Μείνε, λαλώ σου, τζι είμαι αθθισμένη». (σ. 21) Επόμενοι σταθμοί το Ριζοκάρπασο, όπου το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο σηκώνει «τις πιο μεγάλες πέτρες της ιστορίας» (ιβ΄, σ. 22) και ο Απόστολος Ανδρέας, «με μια θάλασσα μόνο / μοιρασμένη στα δυο». (σ. 23) Η επιστροφή με ενδιάμεσους σταθμούς το Μπογάζι και την Αμμόχωστο «με το στήθος των επισκεπτών γεμάτο πέτρες» και με την τραυματική αίσθηση της αναπόδραστης τραγωδίας και συμφοράς: «Αγαπημένη, / αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας / για τα σπασμένα μου / δάχτυλα» (ιε΄, σ. 25). Στο ποίημα ιε΄ η προσωποποιημένη ερωτική μορφή της Αμμοχώστου συνδέεται διακειμενικά με τα Κυπριακά Ερωτικά Ποιήματα, τις Ρίμες Αγάπης: «Κλαμόντα / βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο / να πάρω λίγη από την άμμο σου» (ό.π.) (πρβλ. η καρδιά μου πεθυμώντα / στα ψηλά θεν να πετάσει / και μην δύνοντα να φτάσει / στέκει χαμηλά κλαμόντα»).[7]
Επομένως, η ποιητικά μετουσιωμένη από τον Νικολαΐδη πορεία στην κατεχόμενη γη δεν έχει τον χαρακτήρα μιας τουριστικής περιδιάβασης ή έστω μιας ταξιδιωτικής περιήγησης, αλλά προσλαμβάνει τη διάσταση ενός προσκυνήματος στα σημεία του μαρτυρίου του σύγχρονου κυπριακού δράματος, καθώς και ευρύτερα ενός διαλόγου με την ιστορία. Ο διάλογος αυτός, μολονότι ελλειπτικός, υπαινικτικός και ενίοτε ειρωνικός, είναι φορτισμένος με δραματική ένταση και με συγκινησιακή δόνηση. Τα τείχη των Φράγκων στην Αμμόχωστο, «που τω καιρώ εκείνω / αλλάζανε χρώμα» (ιε΄, σ. 25), το αββαείο του Μπελαπάις και η μνεία του L. Durrell, που μας οδηγεί στα συναφή διακείμενα των Πικρολέμονων του βρετανού συγγραφέα, καθώς και του αφηγήματος Κλειστές πόρτες του Κ. Μόντη και του μυθιστορήματος Η χάλκινη εποχή του Ρ. Ρούφου, αλλά και η οργισμένη διαπίστωση για την ιστορική μοίρα της Κερύνειας, που «ο χρόνος» τη «χαστουκίζει απ’ όλες τις μεριές», καθώς και το «αγιασμένο νερό» από τον Απόστολο Ανδρέα, είναι οι κυριότερες ιστορικές μνείες ή συνδηλώσεις. Αυτές ενοφθαλμίζονται από τον Νικολαΐδη στην ποιητική γραφή με μαεστρία και κυρίως με λιτότητα, που το αισθητικό της αποτέλεσμα είναι η υποβολή, δηλαδή «η έντονη επίδραση στον ψυχικό και διανοητικό κόσμο» του αναγνώστη, με βάση την αξιοποίηση «κοινών συναισθηματικών δεδομένων», για να χρησιμοποιήσουμε τη γνωστή διατύπωση του Γιώργου Σεφέρη, στο δοκίμιό του «Μονόλογος πάνω στην ποίηση».[8]
Στα τρία ποιήματα του τρίτου και τελευταίου μέρους της συλλογής Η νύφη του Ιούλη (ποιήματα ιστ΄-ιη΄) που πλαισιώνει, μαζί με το πρώτο μέρος, το κεντρικό συνθετικό ποίημα του βιβλίου, δεν υπάρχει κοινός συνεκτικός θεματικός ιστός, εκτός βέβαια από τον ευρύτερο θεματικό άξονα της τραγωδίας του 1974. Πηγή του ποιήματος ιστ΄ είναι, όπως είδαμε, το εικαστικό έργο «Το νυφικό που δεν φορέθηκε» (ποίημα ιστ΄), ενώ στο ποίημα ιζ΄ δεσπόζει η ενδοσκόπηση και η αναγνώριση ως αποτέλεσμα της μυητικής διαδρομής του ομιλητή (στοιχείο που συνδέει το κείμενο αυτό με το κεντρικό ποιητικό σύνθεμα). Τέλος, το καταληκτικό ποίημα ιη΄ είναι εμπνευσμένο από το Γλωσσάριο για τη Δημοσιογραφία στην Κύπρο (Ιούλιος 2018).
Στο ποίημα ιστ΄ (σ. 26), γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο, η αφήγηση εκφέρεται από την Αργυρώ. Με λιτά εκφραστικά μέσα και με καθημερινό λεξιλόγιο, χωρίς εκζήτηση και χωρίς τη χρήση σπάνιων ιδιωματικών λέξεων, που παρατηρείται συχνά σε σύγχρονα διαλεκτικά λογοτεχνικά κείμενα, αποδίδεται το θέμα της ματαίωσης του γάμου της εξαιτίας της τουρκικής εισβολής. Και στο ποίημα αυτό ο Νικολαΐδης αξιοποιεί τις τεχνικές της δραματικής υποβολής και της συγκινησιακής φόρτισης της ποιητικής λέξης σε συνδυασμό με το εξωλογικό στοιχείο, αποφεύγοντας επιμελώς, ωστόσο, τις υπερβολές του συναισθηματισμού και της μελοδραματικότητας: «Το νυφικόν έμεινεν πίσω / κρεμασμένον / στην Περιστερωνοπηγήν. / Εικοσιμιάν του Ιούλη / Κυριακήν / εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά / στον αέραν.». (σ. 26)
Συγκρίνοντας το προηγούμενο ποίημα με το επόμενο (και προτελευταίο) της συλλογής (ιζ΄), εντοπίζουμε τη δεσπόζουσα και στα δύο λειτουργία της μνήμης, διαφοροποιημένη ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι στο πρώτο η μνήμη επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο συμβάν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974, ενώ στο δεύτερο εξακτινώνεται στις δεκαετίες που παρήλθαν από τότε, εν είδει ενός απολογισμού του μεγέθους, της διάρκειας και των προεκτάσεων της τραγωδίας στο βάθος του ιστορικού χρόνου, σε όλες του τις διαστάσεις: «Ο χρόνος ήρθε από πίσω / αθερινόψυχος. / Σαν κόκορας που περπατά ακέφαλος / τινάζοντας από παντού αίμα, / σαν νύχτα που σκεπάζει αχνίζοντας / τις ασταθείς μετόπες των στιγμών». (σ. 27) Ταυτόχρονα, στο ίδιο ποίημα συνοψίζεται η δραστική επενέργεια της πορείας του ποιητικού υποκειμένου στην κατεχόμενη γη, απότοκα της οποίας είναι όχι μόνο η πικρία, ο πόνος και η οδύνη, αλλά και η ανάπτυξη αντιστάσεων έναντι της κατοχής και των συνεπειών της.
Το θέμα αυτό εντοπίζεται στο τελευταίο ποίημα της συλλογής (ιη΄), που είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα του Ιουλίου 2018 και πιο συγκεκριμένα από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν μετά την παρουσίαση του Γλωσσαρίου για τη Δημοσιογραφία στην Κύπρο, που εκπονήθηκε υπό την εποπτεία του Γραφείου για την Ελευθερία του Τύπου του Ο.Α.Σ.Ε. Η τοποθέτηση του Νικολαΐδη έναντι του εντύπου αυτού διατυπώνεται ρητά στις Σημειώσεις (σ. 34), όπου γράφει ότι η υιοθέτηση και αποδοχή του θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας. Στο καταληκτικό, λοιπόν, ποίημα του βιβλίου προτάσσεται η επιγραφή «arbeit macht frei» (= «η εργασία απελευθερώνει»), η οποία δέσποζε στις κεντρικές πύλες των γερμανικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου. Με τη χρήση της προμετωπίδας αυτής, τα σημαινόμενα της οποίας είναι ακριβώς αντίθετα από τα σημαίνοντα (ελευθερία vs εγκλεισμός, εξόντωση) ο ποιητής παραπέμπει στον περιορισμό της ελευθερίας, καθώς και στην παραχάραξη της αλήθειας (ή ίσως και στον εθνικό αφανισμό), που είναι και ο θεματικός άξονας του ποιήματος, ο οποίος δεν περιορίζεται μόνο στην απόρριψη της διαστρέβλωσης της σημασίας των λέξεων (και ειδικά των ιστορικών εννοιών) αλλά προχωρεί και στην υπαινικτική αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε μορφή φανατισμού και εθνικισμού: «Ακόμα κι αν πούμε / την εισβολή σας φτερούγισμα / τους έποικους πρόσφυγες / την κατοχή ουρανό / […] το θέμα είναι πως / είμαστε όλοι μολυσμένοι με θάνατο / και πως το αίμα θα ‘ναι για πάντα / το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας». (σ. 28)
Λαμβάνοντας τώρα υπόψη όλα τα ποιήματα του βιβλίου, διαπιστώνουμε ότι ο ποιητής αξιοποιεί με σύνεση και ευλάβεια την κυπριακή διάλεκτο σε ορισμένα από αυτά. Τα ποιήματα α΄, β΄ και ιστ΄ είναι γραμμένα εξ ολοκλήρου στη διάλεκτό μας. Ίσως με τη χρήση της γλωσσικής αυτής στρατηγικής επιδιώχθηκε από τον Νικολαΐδη η απόδοση του συλλογικού τραύματος με δυνητικούς αποδέκτες όλους τους τύπους αναγνωστών και όχι μόνο τους επαρκείς ή μυημένους, αν και στα ίδια ποιήματα η διαλεκτική γλώσσα συνδυάζεται με επιτυχία με τη νεωτερική φόρμα του ελεύθερου στίχου. Σε άλλα ποιήματα της συλλογής, γραμμένα στη νεοελληνική κοινή, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει, στα σημεία που κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο, διαλεκτικές λέξεις ή και φράσεις, στο πλαίσιο πάλι της προσφιλούς στον ίδιο τεχνικής της υποβολής και της συγκινησιακής φόρτισης, όπως για παράδειγμα στα ποιήματα ιβ΄ και ιγ΄: «Σαν δέμα ματωμένο / φτάσαμε τελικά στο Ριζοκάρπασο. / Εκεί μας υποδέχτηκαν οι φίλοι μας / με γέλια και φωνές / ψουμίν χωρκάτικον, χαλλούμιν τζιαι ελιές / λαλλέδες και κυκλάμινα / μες στην αυλή του Γυμνασίου» (ιβ΄: σ. 22). «Μέσα στα χέρια του ήλιου / μολόχες τζόχοι και αβρόσσιλλα / αγρέλλια πάγκαλλοι λάχανα / στρουθκιά χωστές αναθρήκες». (ιγ΄: σ. 23)
Προφανώς η χρήση των διαλεκτικών αυτών λέξεων και φράσεων συνδέεται, στο επίπεδο βάθους, με τη λειτουργία της μνήμης, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της μυητικής διαδρομής του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή της σταδιακής αναγνώρισης του εαυτού, της αυτογνωσίας. Αυτή η «πορεία της ψυχής» είναι τόσο επώδυνη, ώστε ο ίδιος εύχεται να ήταν «φτιαγμένος από μέταλλο ή πλαστικό» (σ. 18), ώστε εύκολα να καθαρίσει από τα στίγματα του χρόνου και της μνήμης. Από την άλλη, το συλλογικό τραύμα, ανοιχτό για δεκαετίες προκαλεί τον προβληματισμό του ενδοκειμενικού ποιητή για τη χρησιμότητα της ίδιας της ποίησης: «Σε τι χρησιμεύει λοιπόν η ποίηση / όταν ο θάνατος σερβίρεται με μουσική / κι όταν μπορείς μονάχα μ’ ένα κλικ / να δεις ένα κομμένο κεφάλι / να κυλιέται στο χαλί σου;». (σ. 20)
Παράλληλα, το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο, συνομιλώντας διακειμενικά με τον Γ. Σεφέρη, διαπιστώνει: «Κι όμως, εμείς εδώ σηκώνουμε / τις πιο μεγάλες πέτρες / της ιστορίας» (σ. 22) (πρβλ. τους σεφερικούς στίχους, από το ποίημα «Μυκήνες»: «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα»).[9] Ενδεχομένως, με τη διακειμενική αυτή αναφορά στις «πέτρες της ιστορίας» να συνδηλώνεται όχι μόνο το άχθος της κατοχής και των συνεπειών της, αλλά παράλληλα και το μέγεθος της ευθύνης των ποιητών και γενικότερα των πνευματικών ανθρώπων, όπως και κάθε ενεργού πολίτη, για αντίσταση μπροστά στο ενδεχόμενο της οριστικής και αμετάκλητης εδραίωσης των δεδομένων της κατοχής και του αφανισμού μας. Όμως, η αξία του βιβλίου Η νύφη του Ιούλη δεν περιορίζεται μόνο στη θεματική της και στο αξιακό της περιεχόμενο. Πρόκειται για ένα αξιόλογο βιβλίο, με ποίηση υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Η ολιγοσέλιδη αυτή συλλογή είναι, κατά την άποψή μας, ένα επίτευγμα και μια «κατάκτηση» στο πλαίσιο της ώς τώρα ποιητικής παραγωγής του Νικολαΐδη. Παράλληλα, είναι, κατά την εκτίμησή μας, ένα από τα καλύτερα ποιητικά βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος.
* Το κείμενο εκφωνήθηκε κατα την παρουσίαση του βιβλίου στο Πολιτιστικό Κέντρο Στροβόλου (Αρχιεπισκόπου Κυπριανού 34) την Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον στις 06 Ιουνίου 2019.
[1] Βλ. Πέτρος Παπαπολυβίου, «Επιζήσαντες του 361 ΤΠ», Ο Φιλελεύθερος, 20 Ιουλ. 2019: https://papapolyviou.com/2019/07/20/epizisantes-tou-361-tp/ Πρόσβαση: 18 Αυγούστου 2019.
[2] Για την κριτική πρόσληψη της ποίησης του Παναγιώτη Νικολαΐδη, βλ. ενδεικτικά: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, «Λυρικά επιγράμματα. Παναγιώτης Νικολαΐδης, Σαν ίαμβος καθρέφτης», Ο Φιλελεύθερος, 4/11/2012, σ. 7 Λευτέρης Παπαλεοντίου, «Ποιήματα και ποιητικές δοκιμές», Άνευ 33 (Καλοκαίρι 2009) 63 Γιάννης Στρούμπας, «Φιλόξενη ξενιτιά», α΄ δημοσίευση: εφημ. Αντιφωνητής, αρ. φύλλου 367, 16/5/2013 Λ. Παπαλεοντίου, «Μια ματιά σε πρόσφατες εκδόσεις ποιημάτων», Άνευ 50 (Χειμώνας 2014) 104 Γιώργος Κ. Μύαρης, «Οι οίνον και ποίηση πίνοντες», Παρέμβαση 182 (Χειμώνας 2016) 84-91 Λευτέρης Παπαλεοντίου, «Ποιήματα στο κυπριακό ιδίωμα», Άνευ 51 (Άνοιξη 2014) 113 Γιάννης Στρούμπας, «Του καρπού και της λαλιάς», Τα ποιητικά 14 (Ιούνιος 2014) Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Τα παλαμάρια», Φρέαρ 8 (Ιούλιος-Αύγουστος 2014) Γιάννης Στρούμπας, «Το γλυκό γκρίζο της ποίησης», Θευθ 8 (Δεκέμβριος 2018) 156-160 Γιώργος Φράγκος, «Ποίηση με διαυγείς στοχεύσεις», Ο Φιλελεύθερος, 10 Οκτ. 2016, σ. 25 Γιάννης Δάλλας, «Μια νεότροπη ποιητική στα γράμματά μας (Το ποίημα συμβάν)», [αναφορά σε 5 νέους ποιητές: Θοδωρή Ρακόπουλο, Νίκη Χαλκιαδάκη, Πέτρο Γκολίτση, Γιάννη Στίγκα, Παναγιώτη Νικολαΐδη), Σημειώσεις 82 (Ιούνιος 2016) 3-29 Αφροδίτη Αθανασοπούλου, «Βιβλιοκρισία για την ποιητική συλλογή Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο, του Μιχάλη Παπαδόπουλου και Παναγιώτη Νικολαΐδη», Διόραμα 17 (Μάρτιος-Απρίλιος 2018) 38-43.
[3] Βλ. Παναγιώτης Νικολαΐδης, Η Γενιά της κατοχής και της αφθονίας, Λευκωσία, Διόραμα, 2018, passim. Για το βιβλίο αυτό, βλ. Λ. Γαλάζης, «Ο κριτικός λόγος του Παναγιώτη Νικολαΐδη», Ο Φιλελεύθερος, 23/11/2018 Κ. Ρεούσης, «Βιβλιοστάσεις», Το Πεζοδρόμιο 30 (Οκτ. 2018) 30.
[4] Βλ. Παναγιώτης Νικολαΐδης, Παραλογή, Αθήνα, Gutenberg, 2015, σσ. 17-18.
[5] Για τον όρο «μυητική διαδρομή», βλ. Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου, Αθήνα, Πολύτυπο, 1984, σ. 77.
[6] Αριστοτέλης, Ποιητική 1452b.
[7] Βλ. Η κυπριακή συλλογή πετραρχικών και άλλων αναγεννησιακών ποιημάτων (πρόλ. – γεν. επιμ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, εισαγ. Έλση Τορναρίτου-Μαθιοπούλου, συνοδ. κείμενα Giovanna Carbobaro, Ειρήνη Παπαδάκη), Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2018, σ. 61.
[8] Βλ. Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση»: Δοκιμές. Πρώτος τόμος (1936-1947), Αθήνα, Ίκαρος, 4 1981 (1944), σ. 146.
[9] Γιώργος Σεφέρης, «Μυκήνες»: Ποιήματα, Αθήνα, Ίκαρος, 131981 (1940), σσ. 77-78.
Παναγιώτης Νικολαΐδης – Δύο ανέκδοτα ποιήματα
OΤΑΝ Η ΓΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Όταν η γη θα γίνει για όλους στρογγυλή
τίποτα πια δεν θα είναι άκρως μυστικό
και απόρρητο.
Τότες η διαχρονική σύγκρουση του ανθρώπου
με κάθε τι μη ανθρώπινο
θα λάβει τέλος
κι όλοι θα περιστρέφονται αρμονικά
στον χρόνο μαζί με όλα
μπροστά σε όλες τις ανακυκλήσεις
του μάταιου.
Όταν η γη θα γίνει στρογγυλή για όλους
όλα τα πράγματα θα ζυγίζουν
για κάποιο συγκεκριμένο λόγο
κι έτσι δεν θα υπάρχουν παιδιά
σκορπισμένα σαν φύλλα
στον απέραντο κόσμο
ούτε η θάλασσα θα μεταφέρει
πια στον πάτο της
εκατομμύρια ζεστά πτώματα.
Όταν η γη θα γίνει στρογγυλή για όλους
μπουλντόζες δεν θα γκρεμίζουν πια
σπίτια και δέντρα
κι οι άνθρωποι δεν θα κόβουν
πια λαρύγγια άλλων ανθρώπων
με μια φτηνή επικάλυψη Χριστιανισμού
και αβρότητας.
Όταν η γη θα γίνει στρογγυλή για όλους
ο κύριος κύριος Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι,
ο κύριος κύριος Πάμπλο Νερούδα
κι ο κύριος κύριος Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
θα γράφουν πια χωρίς κανένα φόβο
για τις πατρίδες των δακρυσμένων παιδιών
χωρίς σκεπάσματα.
Τότες κι εγώ
δεν θα μιλώ πια με λάθος λέξεις
κι έτσι δεν θα χρειάζεται πια να λέω
ότι το ποίημα τούτο είναι
ένας Ιούλης γαζωμένος με σφαίρες
που κρύβει το τραύμα σε κοινή θέα
σαν εκπαιδευτική προσομοίωση.
Όταν η γη θα γίνει στρογγυλή για όλους
τότες δεν θα υπάρχουν παιδιά
σκορπισμένα σαν φύλλα
στον απέραντο κόσμο
και το κακό
δεν θα ‘ναι πια απρόσωπο
σαν κινούμενη μάσκα.
Θα είναι ωστόσο συνεχές
και αιώνιο.
*
ΠΩΣ Ν’ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Πώς ν’ αγαπήσεις ένα ποίημα
αφού το βαθύτερο νόημα της ποίησης
δεν είναι καθόλου χρήσιμο ή μαγικό
κι ούτε κανένα ποίημα
που γράφτηκε ποτέ
είναι στ’ αλήθεια απαραίτητο
σαν το νερό
για να το πιεις και να επιβιώσεις;
Πώς ν’ ακουμπήσεις με το χέρι
ένα βρέφος ποίημα
(εκεί όπου το σώμα
συναντά τον κόσμο
είσαι απόλυτα νεκρός)
αφού η κάθε λέξη λειτουργεί
σαν μυστικός τόπος ταφής
όπου νεκροί
και ζωντανοί συνομιλούν
σαν δύο τρένα που κινούνται αντίθετα
αλλά διασταυρώνονται
για μια στιγμή
καθώς τα γύρω δέντρα
στέκονται ακύμαντα.
Πώς να κοιτάξεις μες στα μάτια
ένα ποίημα παιδί
όταν τελειώνει τρομαγμένο
μες στον πόλεμο
ή σκοτεινιάζει εξαντλημένο
απ’ την πείνα σαν φτηνό χαρτί
καθώς τσιμπάς
μια παγωμένη μπίρα απ’ το ψυγείο
ή μια γυαλιστερή συσκευασία τσιπς
εγκλωβισμένος
μέσα στη ζεστή ροή
του ιδιωτικού σου χρόνου;
Πώς να μυρίσεις μες στον δρόμο
ένα μαύρο ποίημα ψωμί
όταν ο κάθε αστυΤσόβιν
συνθλίβει τον λαιμό του Φλόιντ
(ακριβώς μπροστά σου)
μ’ ένα γόνατο σφυρί
καθώς κινείσαι μες στο πλήθος
μόνος
κι οριζόντιος
σαν φυσαλίδα αδιάφορη
σ’ ένα κοινό αλφάδι;
Πώς να φιλήσεις
ένα ποίημα στα σσείλη
εν μέσω Covid-19
αν δεν ψεκάσεις πρώτα κάθε στίχο
με οινόπνευμα
(κάπου το έχω ξαναπεί αυτό)
κι αν δεν πεισθείς
ότι το στόμα κάθε ποιητή
δεν είναι μόνο τόπος χλοερός
αλλά και τόπος επικίνδυνος;
Πώς ν’ αγαπήσουμε στ’ αλήθεια
ένα ποίημα
όταν η πίεση του αέρα
που ενυπάρχει στο κεφάλι
δεν ομοιοκαταληκτεί
με τον αέρα που φυσάει
έξω απ’ αυτό
(στην ορατή επιδερμίδα της ζωής)
κι ίσως γι’ αυτό
είμαστε όλοι
στοργικοί με τους νεκρούς
καθώς
κοιτάζουμε τα πάντα
και το θηριώδες τίποτα.