Από την Λίθινη Eποχή
Πολύ καιρό πριν κάποιος με σμίλεψε να μοιάζω με Θεό.
Έχω ξεχάσει τώρα ποιον Θεό ήμουν προορισμένη να αναπαραστήσω.
Τώρα δεν έχω συνείδηση παρά από πέτρα, ηλιόφως και βροχή∙
Του ήλιου καθώς ψήνει το πέτρινό μου δέρμα, του ανέμου που μου αναδεύει τα μαλλιά∙
Το φως του ήλιου είναι ζεστό επάνω μου
Tο φως του φεγγαριού δροσερό,
Ρίχνοντας ένα σχέδιο με ασημένια δαντέλα από φως και σκοτάδι
Πάνω στα επίπεδα του κορμιού μου:
Οι σκέψεις μου τώρα είναι οι σκέψεις μίας πέτρας
Η ουσία μου τώρα είναι η ουσία της ίδιας της ζωής∙
Έχω βυθιστεί βαθιά μες στη ζωή όπως κάποιος βυθίζεται στον ύπνο∙
Η ζωή είναι από πάνω μου, από κάτω μου, ολόγυρά μου
Καθώς κινείται μέσα από τους πέτρινους πόρους μου—
Δεν έχει σημασία πόσο μικρός είναι ο χώρος μέσα στον οποίο στριμώχνεις τη ζωή,
Αυτός ο χώρος είναι τόσο αχανής όσο το σύμπαν—
Χώρος, ήχος, και ο υπαινιγμός του ήχου
Με διασχίζουν όπως χορδές της μουσικής,
Όπως η γεύση της ευτυχίας στον λαιμό,
Που φοβάσαι να χάσεις αν και μπορεί να σε πνίγει-
(Στις πόλεις αυτό δεν είναι γνωστό,
Γιατί εκεί ο χώρος είναι κενότητα,
Και ο χώρος μαρτύριο) . . . . .
Από τότε που έγινα μια πέτρα
Δεν έχω ανάγκη να θυμάμαι τίποτε—
Κάθε τι μνημονεύεται για μένα∙
Ζω και σκέφτομαι και ονειρεύομαι ως πέτρα,
Στο ζεστό φως του ήλιου, στη γκρίζα βροχή∙
Όλες μου οι επιφάνειες αγγίζονται με απαλότητα
Από τα ανάλαφρα δάχτυλα του ανέμου,
Το αργό στάξιμο της βροχής:
Το κορμί μου αχνά μόνον την εικόνα συγκρατεί
Που προορισμένο ήταν ν’ αναπαριστά,
Είμαι πιο όμορφη και λιγότερο άκαμπτη,
Είμαι ένα κομμάτι του χώρου,
Ο χρόνος εισχώρησε μέσα μου,
Η ζωή με διαπέρασε—
Τι σημασία έχει το όνομα του Θεού που ήμουν προορισμένη να αναπαριστώ;
From the Stone Age
Long ago some one carved me in the semblance of a god.
I have forgot now what god I was meant to represent.
I have no consciousness now but of stone, sunlight, and rain;
The sun baking my skin of stone, the wind lifting my hair;
The sun’s light is hot upon me,
The moon’s light is cool,
Casting a silver-laced pattern of light and dark
Over the planes of my body:
My thoughts now are the thoughts of a stone,
My substance now is the substance of life itself;
I have sunk deep into life as one sinks into sleep;
Life is above me, below me, around me,
Moving through my pores of stone—
It does not matter how small the space you pack life in,
That space is as big as the universe—
Space, volume, and the overtone of volume
Move through me like chords of music,
Like the taste of happiness in the throat,
Which you fear to lose, though it may choke you—
(In the cities this is not known,
For space there is emptiness,
And time is torment) . . . . .
Since I became a stone
I have no need to remember anything—
Everything is remembered for me;
I live and I think and I dream as a stone,
In the warm sunlight, in the grey rain;
All my surfaces are touched to softness
By the light fingers of the wind,
The slow dripping of rain:
My body retains only faintly the image
It was meant to represent,
I am more beautiful and less rigid,
I am a part of space,
Time has entered into me,
Life has passed through me—
What matter the name of the god I was meant to represent?
H Alice Corbin Henderson, γεννημένη το 1881, στο Σαιντ Λούις ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια, εκδότρια, ακτιβίστρια. Πέθανε το 1949.