Θρύλος
Σε παλιότερες εποχές οι ηλικιωμένοι ζούσαν ως σφεντάμια.
Τόποι λατρείας, κάτω από τα στέμματά τους απλωμένες κουβέρτες,
νέοι άνθρωποι έκαναν πικνίκ σε γιορτινή διασκέδαση,
ρουφούσαν με τη μύτη το άρωμα από τις φυλλωσιές που κυματίζουν, τα γυμνά κλαδιά το χειμώνα
συχνά σχεδιασμένα σε μπλοκ για σκίτσα, υμνημένα πολύ και με ευχαρίστηση,
τι χρυσός αιώνας –
μα κάποιος εφεύρε τη θερμαινόμενη κουβέρτα, το θερμαινόμενο μαξιλάρι, ο κόσμος άρχισε να ζει ολοένα και περισσότερο μέσα.
Οι ηλικιωμένοι έπρεπε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους,
όχι πλέον σφεντάμια, παρέμεναν στο σπίτι στο σκοτάδι, επιβίωναν πυρκαγιές στα δωμάτια,
πολλοί κουβαλήθηκαν στη στάση, στην οποία διασώθηκαν, σε γηροκομεία,
όπου μέχρι σήμερα ασάλευτοι κάθονται ανακούρκουδα.
Πάλι κάπως αργότερα –
Κάποιος εφεύρε το μανιτάρι θέρμανσης. Η τεχνολογία της θερμαινόμενης κουβέρτας,
μα μεγαλύτερη σε κλίμακα, εξυπηρετούσε τους νέους ανθρώπους το χειμώνα,
-δύσκολα μπορούσαν να ελέγξουν τις δυνάμεις τους σε κλειστούς χώρους – να πίνουν την μπίρα απευθείας έξω. Η ενέργεια μιας τέτοιας ομάδας ξεγλιστρούσε πλευρικά στο πλήθος ως σπωξιά,
ανοδικά προς τον Παράδεισο ως τραχύ τραγούδισμα, ριμίξ των τραγουδιών, που κάποτε τερέτιζαν προς δοξολογία του σφενταμιού,
ή διαφορετικά η ενέργεια έρεε μέσα από τα πόδια προς τα κάτω μέσα στο έδαφος,
και σύντομα
βρήκαν τους πρώτους νέους ανθρώπους σκληροπόδαρους, ξεροκέφαλους,
ριζωμένους στην άσφαλτο, ώμοι και κεφάλι να ταλαντεύονται
στη θύελλα του Νοέμβρη, ν’ αντιστέκονται στην πίεση του ανέμου,
και την άνοιξη, τότε
τα πρώτα σφενταμοδενδρίλλια περιέβαλαν λεπτόκορμα τις συνοικίες των μπαρ,
τα φύλλα τους έτρεμαν και θαυμάζονταν από παιδιά,
που τους άρεζε να σταματάνε εκεί, έριχναν μπάλες στα στέμματα.
Θα τα διηγηθώ σε εσάς, τους φίλους μου
Σαν τρόμος ή δάγκωμα φιδιού ή κλαδί, πάνω απ’ το οποίο πέφτω,
ενώ περπατώ στο δάσος μέσα, ο λογισμός του διαβόλου.
Ξαφνικό στοπ κι εκεί
μεταφέρουν κόσμο κατά μήκος του ποταμού
πάνω σε λαστιχένιες βάρκες, λάστιχα αυτοκινήτων, κορμούς δέντρων.
Τόσο συχνά τους κοίταζα,
με ανακάλυπτα, να κατεβαίνω το ποτάμι
πλέοντας, κοιμώμένη,
με άχυρα στην κοιλιά.
Συνομιλώντας με έναν από τους διαβόλους
Για να σου κάνω όμως μιαν άλλη ερώτηση, τι θα είχες κάνει, αν
κάποιος με ένα τέτοιο πιστόλι τσιρίζοντας κατέβαινε τρέχοντας
τις σκάλες
και οι άνθρωποι γύρω σας δεν προλαβαίνουν έγκαιρα να τραβήξουν
τα πιστόλια τους και τρέπονταν σε φυγή
Θα είχες δραπετεύσει με ή χωρίς την πεθερά σου μαζί με το
καροτσάκι
Χωρίς αυτή θα μπορούσες να είχες κρυφτεί στο Η&Μ ανάμεσα
στους ορθοστάτες με τα ρούχα
Θα είχα σταθεί ακίνητη, με το καροτσάκι, εντελώς έτσι, όπως
είμαι, με το κοκαλιάρικό μου πρόσωπο και τα μαλλιά μου σα
σχοινόπρασα
Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, που κουνάει ένα πιστόλι στον αέρα, την
τελευταία στιγμή, θα του ραγίσει την καρδιά, όταν θα στέκεται
απέναντί μου
αυτό πιστεύω πάντα
Όταν θα δει τα μάτια μου
Το κεφαλάκι μου που θα γέρνει επικλινές
Θα σκεφτεί τη μαμά του
Θα σκεφτεί το μοσχαράκι, που κάποτε κουβάλησε στην αγκαλιά του
πάνω από το λιβάδι
Ή το σκύλο του με το κίτρινο τρίχωμα, το πώς αυτός πάντα ξάπλωνε
το πηγούνι του στην τάβλα του τραπεζιού
Γέλα εσύ, ηλίθιε
Σημείωση: Τα ποιήματα ανθολογήθηκαν από την ποιητική συλλογή «Θα μπορούσε να γίνει και ωραίο» σε μετάφραση της Χριστίνας Παναγιώτας Γραμματικοπούλου (Εκδόσεις Βακχικόν, 2020) και οι αποδόσεις τους δημοσιεύονται με την άδεια του Έλληνα εκδότη.