Scroll Top

Μικρό αφιέρωμα μνήμης στον Αντώνη Ζέρβα | “Αντώνης Ζέρβας, Χαρούμενος, Απολαυτικός, Γενναίος | SUPERBUS ΚΑΙ ΣΟΥΠΕΡΒΟΣ, γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη και Χριστίνα Λιναρδάκη.

Την ποιητική «ύπαρξη» του  Αντώνη Ζέρβα την πληροφορήθηκα –παραδόξως– την ημέρα του θανάτου του, στις 3 Ιουνίου του 2022, πριν ακριβώς δύο χρόνια. Ομολογώ, πως δεν τον γνώριζα ή για να είμαι σαφέστερη τον ήξερα μόνο ως μεταφραστή και επιμελητή των Ονειρικών Τραγουδιών του John Berryman, από τις εκδόσεις Περισπωμένη. Έτσι άρχισα να ψάχνω…Και, φυσικά διαπίστωσα πως, εκτός από μεταφραστής,  υπήρξε ποιητής και δοκιμιογράφος άκρως ενδιαφέρων, με έργο μοντερνιστικό, δυσπρόσιτο αλλά όχι ερμητικό, εγγράμματος παλαιάς κοπής, ένας διανοούμενος υψηλής πνευματικής τάξης. Η χρονολογία της γέννησής του (το 1953) και η εμφάνισή του στα γράμματα το 1972, με οδήγησαν στη γενιά του’70 – για την οποία έχω κάποια σχετική γνώση. Απόρησα, για να μην πω ότι εξεπλάγην δυσάρεστα. Ανατρέχοντας στη βιβλιοθήκη μου διαπίστωσα πως   ο Αντώνης Ζέρβας δεν περιλαμβάνεται  στην ανθολογία του Αλέξη Ζήρα (Γενεαλογικά, 1989) για την ποιητική γενιά του ’70, ούτε σ’ αυτή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (Η γενιά του’70, 1989). Δεν περιλαμβάνεται  στην εκτενέστατη διατριβή της Μαρίας  Ψάχου (ποιητική γενιά του 70: ιδεολογική και αισθητική διερεύνηση, 2011) αλλά ούτε στο αφιέρωμα του έγκριτου έντυπου περιοδικού της Νέας Εστίας, το 2017 – ούτε μια μνεία μικρή. Αναρωτήθηκα, ως ήταν φυσικό, μήπως ο Αντώνης Ζέρβας εντασσόταν στη γενιά του ’80. Καμμιά αναφορά στην Ανθολογία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης του Ηλία Κεφάλα ή σε αυτήν του Ευριπίδη Γαραντούδη. Λες και ήταν αόρατος.  Στο διαδίκτυο, ευτυχώς, υπήρχαν κάποια κείμενα διαφωτιστικά για το έργο του.

Πριν από δυο-τρεις βδομάδες, σε μια επικοινωνία μου με τη Χριστίνα Λιναρδάκη, η κουβέντα στράφηκε γύρω από τον ποιητή. Η απόφαση για το αφιέρωμα στον Αντώνη Ζέρβα, ελήφθη άμεσα, αφενός εξαιτίας της μεγάλης εκτίμησης της Χριστίνας στο πρόσωπο και το έργο του – το οποίο γνωρίζει πολύ καλά–  αφετέρου από την επιθυμία μας να τιμήσουμε έναν σοβαρό άνθρωπο των γραμμάτων μας, που είτε λόγω αντισυμβατικού χαρακτήρα είτε λόγω συνθηκών ζωής και εργασίας (έζησε πολλά χρόνια στο Παρίσι και, κυρίως, στις Βρυξέλλες), δεν προβλήθηκε καθόλου. Γεγονός άξιον απορίας, δεδομένης της ένταξής του στην υπερ-προβεβλημένη –και κάποτε υπερτιμημένη– γενιά του’70.

Θέλω να ευχαριστήσω την Ανθούλα Δανιήλ για το εκτενέστατο και εμβριθές κείμενο που έγραψε τιμώντας τον Αντώνη Ζέρβα, τον Χρίστο   Δάλκο που μας εμπιστεύθηκε δυο ανέκδοτα ποιήματα του ποιητή, το ένα μελοποιημένο από τον ίδιο,  την Τζούλια Φορτούνη που μας παραχώρησε  φωτογραφικό υλικό και από την κοινή τους ζωή και, κυρίως, τη Χριστίνα Λιναρδάκη για την πειστική επιμονή της και τη λυσιτελή κινητοποίησή της. Χωρίς αυτήν, το μικρό αλλά αγαπητικό αυτό αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί.

Αγγελική  Πεχλιβάνη

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ

ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ, ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟΣ, ΓΕΝΝΑΙΟΣ

SUPERBUS ΚΑΙ ΣΟΥΠΕΡΒΟΣ

Ο παππούς Ζέρβας αποκαλούσε τονεγγονό του σούπερβο από το λατινικό  superbus. Αλλαζών, μεταφράζει ο Αντώνης και με όλους τους τρόπους όχι μόνο το υποστηρίζει αλλά και το απενοχοποιεί από το αρνητικό του φορτίο.

Δεν υπάρχει κάποιος που έχει διαβάσει τα βιβλία του Αντώνη Ζέρβα και δεν έχει τεντώσει αφτιά και νου και μάτια για να καταπιεί και την πιο μικρή σταγόνα λέξης του λόγου του και, αν έτυχε και να τον συναναστραφεί από κοντά, να μην αισθάνθηκε μια αποκάλυψη. Δεν έχει καμία σημασία ποιο ήταν το θέμα της συζήτησης. Κάθε θέμα μπορούσε να το αναπτύξει, να το  αναλύσει, να το ερμηνεύσει, να το διευρύνει, να το συγκρίνει, να το φέρει στα χρόνια «τα δικά μας τα σακάτικα», όπως θα έλεγε ο Νίκος Εγγονόπουλος, να το κάνει ελληνικό και σε ευρύτερο πλαίσιο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Τις οπτικές της σκέψης του ποτέ δεν υποψιαζόμαστε. Ήταν απρόβλεπτος.  Ήταν πειραχτήρι, ήταν ο οίστρος, ήταν η βουκέντρα με την οποία κέντριζε πρώτα τον εαυτό του κι έπειτα τον συνομιλητή του. Ήταν ατίθασος και ανυπότακτος σαν τον Μαύρο Εφέντη, το άλογό του, και  επιβλητικός σαν τον Αριστείδη Κουτζοθεόδωρο. τον αναβάτη του αλόγου του.  Ήταν ΑΥΤΟΣ ο ίδιος,  αυτός που γράφει και αυτός που περιγράφει, υποκείμενο και αντικείμενο ταυτοχρόνως. Ήταν μέσα στο πράγμα και απέξω παρατηρητής.

Εν αρχή, λοιπόν, η αυτοβιογραφία. Τα πάντα είναι βιογραφία, λέει, κι έτσι σε κάθε βιβλίο έχουμε και ένα πορτρέτο του κομψού κυρίου, του μορφωμένου, του αριστοκρατικού με όλη την αίγλη της τάξης του, του αστού με όλη την έννοια της λέξης, του διανοούμενου με όλο το βάθος του όρου, του απλού και φιλικού προς κάθε εκπρόσωπο κάθε κοινωνικής τάξης, όπως είναι οι αληθινοί άρχοντες. Τη ζωή του μεταποιημένη θα την βρούμε στα βιβλία του. Σε κάθε ένα κι ένα πορτρέτο σε άλλο κάδρο, αλλά πάντα αυτός ο ίδιος με το μάτι του το διαπεραστικό. Σε πέρναγε ακτίνες Χ, από έξω ευγενής και καταδεκτικός, από μέσα είχε στήσει στα σίγουρα όλο το μυθιστορηματικό πλαίσιο  που η αχαλίνωτη φαντασία του έπλαθε τριποδίζοντας στην αρχή καλπάζοντας μετά και τροχάζοντας στη συνέχεια. Στον αγώνα μπαίνει πάνοπλος. Οι ήρωες των έργων κυκλοφορούν γύρω του ή στα βιβλία που έχει μελετήσει. Κανένα βιβλίο δεν κλείνει οριστικά. Πίσω από τα μικρά μαύρα γράμματα ανακαλύπτει πολλά μυστικά που περιμένουν τον ερευνητή τους. Ο Ζέρβας είναι ο ερευνητής τους.

Στο σημείο που κοιτάζει, κάποια μεγάλη ανατροπή θα συμβεί ή ο ίδιος θα την προκαλέσει, και είναι αυτό το δείγμα του πόσο επιπόλαια μια πλειοψηφία αντιλαμβάνεται τα καθημερινά, και ευτυχώς γιατί αλλιώς ζωή με την τρέχουσα έννοια δεν θα υπήρχε, και πόσο γερές ρίζες έχουν, τα μωβ λουλουδάκια π.χ. της απλής μολόχας. Νομίζεις πως τα βλέμμα του ή η σκέψη του είναι αυτή που επιβάλλεται στη συμπεριφορά  ακόμα και των φυσικών φαινομένων. Θα μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε σθεναρά αυτό, ωστόσο, όχι, ας μείνουμε ένα βήμα πίσω από αυτό· ας μείνουμε στο επίπεδο της μοναδικής αποκάλυψης. Έτσι, με μάτι διερευνητικό, θα  αναποδογυρίσει στο τέλος την επιφάνεια για να μας δείξει το απομέσα. Είναι προφανές ότι δεν ανήκει σ’ αυτούς που διαβάζουν τον κόσμο με τα μάτια ή τον ακούνε με τα αφτιά, αλλά σ’ αυτούς που με το μυαλό τρυπάνε στο βάθος το σκοτεινό για να βρουν τη ρίζα.

Εν αρχή ο Πειραιάς. Εκεί γεννήθηκε το 1953 και κάπου εκεί ο Όθωνας είχε δώσει μεγάλες εκτάσεις στον προ προ προπάππο του.  Την περιοχή τίμησε με ένα βιβλίο με τον τίτλο Η ανάσταση της Κυρά Τσίνης.  Και να πώς η επιφάνεια θα παραμερίσει για να περάσει το μάτι στο βάθος, στην προκειμένη περίπτωση, όχι πολύ μακριά,  100 χρόνια βαθιά, πριν από την ώρα της γραφής, για να μας δείξει την αρχή. Η Κυρά Τσίνη αφορά το Κερατσίνι «μια μικρή κοινότητα της Αττικής, όπου είχε στήσει τα ταμπούρια του ο Καραϊσκάκης και όπου γεννήθηκαν οι φουστανελλάδες πρόγονοι της μητέρας μου, και προσπαθούσα να καταλάβω πώς μεταμορφώθηκε σε Δήμο Κερατσινίου», λέει. 

Είκοσι χρόνια μετά τον βρίσκουμε στο  Παρίσι, όπου φτάνει για περαιτέρω σπουδές γεμάτος λαχτάρα να ανακαλύψει ο ίδιος και να ζήσει την πόλη του φωτός από κοντά. Εκεί έζησε οχτώ χρόνια, αρκετά για να απομυθοποιήσει τον μύθο χωρίς ποτέ να παύσει να επηρεάζεται από αυτόν. Είναι και αυτή μια αντίφαση. Ήταν στο πεπρωμένο του να ριζώσει εκεί  και να δει τι έγινε στο Παρίσι στη Δύση– όπου «συρρέουν αναδεύονται και απορρέουν όλα τα ρεύματα του Ρωμανικού πνεύματος». Μια φράση, τόνοι λύματα από κάτω.

«Το γεγονός της πρώτης νεότητας που επηρέασε τη ζωή μου και διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο ζω  και τη σκέφτομαι, ήταν η αυτότατη (προσέχω την έμφαση στη λέξη) η οκταετής και έμπεδος θητεία μου στο Παρίσι». «Για τον νεαρό φοιτητή των αρχών της δεκαετίας του ’70, το Παρίσι ήταν το εργαστήριο του παρόντος μέσα από τη μελέτη του παρελθόντος  της Ανατολής και της Δύσεως».

Στις πρώτες περιηγήσεις του στα βιβλιοπωλεία έψαχνε και με «καλή τύχη και πολλή προσπάθεια»  εύρισκε σπάνια βιβλία με ποιήματα του Ρεμπώ και πρόλογο του Κλωντέλ ή του Κορμπιέρ ή του Λαφόργκ και άλλων, τα οποία αγόρασε πάλι και πάλι τόσο που εξαφανίστηκαν πια.  Η ανεύρεση ενός τέτοιου βιβλίου εθεωρείτο τόσο σημαντική ώστε ο ευρών ανέβαινε «ένα χαράκι» στην εκτίμηση των άλλων. Στις βιτρίνες απόμεινε μόνο μια πληθώρα κοινωνικών  εκδόσεων.  Τον Ζέρβα, συγκεκριμένα τον ενδιέφεραν οι διάλογοι που πλέχτηκαν γύρω από τα δεινά ερωτήματα του ανθρώπου «χωρίς τους οποίους διαλόγους η γνώση είναι δημοσιογραφία, οι ιδέες εγκυκλοπαίδεια και το φως συναισθηματικό φληνάφημα». Η ανάγνωση όμως είναι μια σοβαρή Τέχνη που δεν τη μαθαίνεις ποτέ ολόκληρη και Ανάγνωση σημαίνει ερμηνεία και η ερμηνεία πάει να δώσει απάντηση στο αρχικό ερώτημα που έχει τεθεί με το κείμενο.  Κάθε κείμενο, διαβασμένο σωστά οδηγεί κάπου. Για παράδειγμα η Χρονογραφία του Ψελλού και τα Mémoires του Σαιν Σιμόν. Ο δεύτερος οδηγεί στον Προυστ. Εκείνον τον καιρό προβάλλεται ο Προυστ, με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη γέννησή του. Επίσης γίνονται εκθέσεις ζωγραφικής· ο Φράνσις Μπέικον, ας πούμε, σαν με τσιγκέλι τον τραβά από την κόρη του ματιού ή μήπως από τη μύτ;. Γιατί; Είναι ένα τρίπτυχο με έναν γυμνό άντρα καθισμένο στην τουαλέτα, όπου το σώμα του έχει γίνει ένα με τη λεκάνη και είναι φανερός κι ένας χοντρός σωλήνας που οδηγεί έξω από το κάδρο· η απορροή…

Εδώ, θυμάμαι, Αντώνη,  τον παλινοστήσαντα Λουδοβίκο στον θρόνο, ο οποίος έλεγε: «Είμαι το στομάχι της Γαλλίας. Τα χωνεύω όλα». Και εφόσον τα χωνεύω, τα στέλνω και στην απορροή… 

Το παρόν δεν δίδεται δωρεάν…  είναι και αυτό ζήτημα μεγάλης οδοιπορίας  και πνευματικής ελλάμψεως. Ο άνθρωπος του διαβάσματος είναι ο άνθρωπος του κλειστού δωματίου. Ο άνθρωπος που διαβάζει μοιάζει με μοναχό· «αυστηρός, κατηφής, ξερός, σκαιός» είναι μερικά από τα επίθετά του.

Ο Φήστος (Ρωμαίος Διοικητής της Ιουδαίας)  έλεγε στον Απόστολο Παύλο: «Μαίνῃ, Παῦλε· τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει». Μας περιγράφει, άραγε, με αυτά τα παραδείγματα ο Ζέρβας τον εαυτό του; Και στα βυζαντινά μοναστήρια επισημαίνει τη μιζέρια, τη ματαιοδοξία και το πολύ φαρμάκι  χαρακτηριστικά των λογίων της εποχής.

Η αναφορά του στις ζωγραφιές του Μπέικον είναι μακρά και το καταστάλαγμά του συμβολικότατο. «Κοιτάζοντας τις ζωγραφιές του Μπέικον σου έρχεται η επιθυμία να φωνάξεις. Ναι!  Ο άνθρωπος έμεινε χωρίς θεό. Αυτή είναι η αλήθεια». «Είμαστε τυχεροί που έχουμε τον Άθω και έτσι δε λησμονιούνται τα ιερά γράμματα και ο ιερός βίος πρέπει όμως να λογιζόμαστε τυχερότεροι για το λόγο ότι όλα τούτα ένα μόνο διδάσκουν: κανείς δεν μπορεί να πει πούθε φυτρώνει η σωτηρία και ποιο είναι το θέλημά Του».  Δεν θα επεκταθώ στην ήδη εκτεταμένη ανάλυση του τρίπτυχου του Μπέικον  (ένα άνδρας στο αφοδευτήριο) αλλά θα πάω στην τελική φράση του κειμένου για να συναντήσω τον Ζέρβα: «Όταν … βρέθηκα σωματικώς μπροστά στο δεύτερο τρίπτυχο του Μπέικον, μόλις κρατήθηκα στον ενθουσιασμό μου … για να μη φωνάξω: Τζόις! Η αντίδρασή μου νομίζω δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη».

Ο αναγνώστης πάντως που ενδιαφέρεται να μπει στις λεπτομέρειες του τριπτύχου, μπορεί να ανατρέξει στις οικείες σελίδες του βιβλίου του Ζέρβα με τον τίτλο Εικόνος Απορροαί, εκδ. Νεφέλη 2015. Στο ίδιο βιβλίο θα βρει πολλά περί «σκατολογίας» σε κείμενα επιφανών, όπως: Οδυσσέα του Τζόις, που αναφέραμε, Βοκκακίου Δεκαήμερο, Σκαρρόν Κωμικό Μυθιστόρημα, Γρηγορίου Α΄ Πάπα της Ρώμης Μέγας Διάλογος, όπου μεταξύ άλλων ο ιερέας Στέφανος διατάζει τον διάκονό του: «Διάβολε, βιάσου να μου βγάλεις τα υποδήματα, κι αμέσως τα κορδόνια λύνονται μόνα τους με αστραπιαία ταχύτητα… Μόλις όμως (ο ιερέας) κατάλαβε ποιον είχε επικαλεστεί, τρομαγμένος φωνάζει: χάσου καταραμένε, χάσου!».   

Ο Ξενοφών στην Ανάβαση (Ε΄ δ, 30-34) περιγράφει τα ήθη των Μοσυνοίκων που οι Έλληνες θεωρούσαν «βαρβαρωτάτους» επειδή έκαναν μπροστά στους άλλους ανθρώπους αυτά που μόνο κατ’ ιδίαν επιτρέπονταν. Δηλαδή, έρωτα και αφόδευση. «Το χυδαίο», λέει ο Ζέρβας, «έχει και κάτι  κωμικό, καθότι ανάρμοστο με το κοινό ήθος». 

Ο Μιχαήλ Μπαχτίν επισημαίνει ότι στην ιστορία της Δύσης  οι λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού γίνονται στα χέρια του Ραμπελαί αυθύπαρκτοι ήρωες –πόσις, βρώσις, αφόδευσις, ζευγάρωμα–  και αποκτούν ίδια δικαιώματα.

Αλλά ήδη έχουμε προαναγγείλει τον Τζόις. Ο ήρωας του Τζόις εξωτερικεύεται ολόκληρος. Είναι το κράμα από στοιχεία οργανικά, πνευματικά, φαντασιακά. «Πρόκειται για ψηφιδωτή οικοδόμηση του χαρακτήρα». Κάπως έτσι αλλά πολύ απλούστερα, διακριτικότερα και χωρίς παραδείγματα, ο Γιώργος Σεφέρης έλεγε ότι «Το κορμί είναι ο άνθρωπος, και ο άνθρωπος είναι το πνεύμα,  άνθρωπος είναι και σώμα και πνεύμα, και το πνεύμα είναι ο άνθρωπος, και το κορμί είναι ο άνθρωπος και το πνεύμα» (Μέρες Β΄, 26 Μάη 1932). 

Πιο κάτω ο Ζέρβας  θα μιλήσει για το νερό. Ο Τζόις κατορθώνει να δείξει πως κάθε παρούσα κατάσταση προέρχεται από το παρελθόν. Μια βρύση ανοίγει και το νερό τρέχει. Τι πιο φυσικό και πιο απλό; Και όμως ο Ζέρβας διαβάζει, δηλαδή διερμηνεύει τη σκηνή και, φεύγοντας από την επιφάνεια, διερευνά την ευθύνη όποιου  ανοίγει τη βρύση και καταναλώνει κάτι που έρχεται από το παρελθόν, φέρει ευθύνη γι’ αυτό εν σχέση με το μέλλον. Από τα πιο αδιάψευστα τεκμήρια του γνήσιου συγγραφέα,  λέει ο Ζέρβας, είναι η δύναμή του να μεταμορφώνει σε θέμα αυτό  που προηγουμένως περνούσε απαρατήρητο… εν ολίγοις δεν πρόκειται απλώς για το νερό…

 Αυτή η ιδέα φαίνεται ότι πραγματώνεται (σαν μια λεπτομέρεια) στους στίχους από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη

Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω
ανοίξετε, αδελφοί
μια βρύση ανοίξετε
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!

Στο επόμενο βήμα στο στόχαστρο μπαίνει σαν αστραπή ο  Φλωμπέρ, για να χαθεί πίσω από τον Αχιλλέα Τάτιο,  ο οποίος αρχίζει το μυθιστόρημά του από μια τοιχογραφία που περιγράφει την αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία. Όπως παρατηρεί και ο Κοραής, οι περιγραφές εκείνων των ηρώων που ταξιδεύουν σε πόλεις και χώρες δεν είναι σίγουρο ότι οφείλονται σε αληθινά ταξίδια και όχι σε εικόνες, πίνακες, κάδρα. 

Η «έκφραση», δηλαδή η περιγραφή ενός έργου τέχνης μέσα σε ένα βιβλίο, ζωγραφίζει για την ακοή τόπους, χρόνους, πρόσωπα, πράγματα,. Όλα  αυτά στο έργο του Τατίου δεν είναι παρά ανάπλαση του μυθολογικού παρελθόντος της Ελλάδας που διακοσμεί τοίχους  των Αλεξανδρινών χρόνων. Η μυθολογική εικόνα γίνεται ο καθρέφτης της ανθρώπινης μοίρας.  Τα θέματα είναι ερωτικά και για πρώτη φορά στον αρχαίο κόσμο εξιδανικεύεται η ερωτική σχέση  ανδρός και γυναικός. Υπάρχει αγνεία,  διαφύλαξη της παρθενίας και θεία δίκη που κανονίζει τα ανθρώπινα. 

Τέλος πανηγυρικό και θαυμάσιο  με την κυριολεξία της λέξης. Επιστρέφουμε με άλλα λόγια στην βιογραφία. «Πρωτοφόρεσα γυαλιά στην πρώτη γυμνασίου. Παρά τις διαβεβαιώσεις των οφθαλμιάτρων η μυωπία μου αύξανε χρόνο με το χρόνο και εξακολουθεί να αυξάνει». Οδυνηρή περιγραφή με το τροχαίο του πατέρα και την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς: «Οι μέρες περνούσαν αργά και δύσκολα· ο πατέρας στην ίδια κατάσταση … φοβόμασταν μήπως δεν ξαναβρεί το φως του». Και οι συνέπειες σοβαρές: «Τέλος τα αυτοκίνητα, καμάρι της εποχής, τέλος τα μακροβούτια από τις εξέδρες του Ακταίον, τέλος οι κεφαλιές και οποιαδήποτε βίαιη άσκηση ή οι ξυλοδαρμοί, στους οποίους μαζί με τον αδελφό μου διαπρέπαμε. Αυτά τα απότομα τέλη θα ίσχυαν κυρίως για μένα, καθότι μύωψ είχα προδιάθεση και έπρεπε να φυλάγομαι περισσότερο». Στον ύπνο του έβλεπε πως τυφλωνόταν και τιναζόταν.

Ήθελε να περπατάει σαν τον παππού του και  όλοι να τον «χαιρετούν σεβαστικά και να του κάνουν τις περιποιήσεις που έκαναν στον πατέρα» του. «Από κατασκευής ήμασταν αθλητικοί τύποι», όμως τώρα έπρεπε να προσέχει τη λάμπα στο ταβάνι, τη λάμπα στο γραφείο, όχι διάβασμα σε ημίφως, όχι στην εξοχή. Την  άποψη ότι η υψηλή μυωπία συνδέεται με τη συγγραφική διάνοια «έπρεπε να την ξεχάσω για να μην παλαβώσει μέσα μου ο αναγνώστης που φιλοδοξούσε να γίνει συγγραφέας».

Το θέμα της όρασης ήταν μια από τις φοβίες του. Η άλλη ήταν πως όταν παντρευτεί θα κάνει παιδιά καθυστερημένα. Για να την στηρίξει βρήκε και την ανάλογη βιβλιογραφία. Ο Αρίσταρχος που έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου του Φιλομήτορος, έγραψε περί τα 800 βιβλία και γέννησε δύο παιδιά «και τα δύο βλαμμένα». 

Τέλος πάντων και η δική του όραση επιδεινωνόταν, σαν  να ήταν της μοίρας του, κάρφος στον οφθαλμό του τον σκανδαλισμένο·  καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν . αλλά ο Ζέρβας δεν τον «έξελε». Αντιθέτως, έβλεπε σε μια μικρή εικόνα της Παναγίας της γιαγιάς του,  λαϊκής τεχνοτροπίας, το πρόσωπο μιας τορνευτής ηθοποιού,  φίλης της μαμάς του, «με τα ψηλά μαύρα και γυαλιστερά τακούνια, τις λεπτές διάφανες και σκοτεινές κάλτσες, το στενό, ολόσωμο και εξώπλατο φόρεμα», που  ξαναμμένη, καθόταν αφρόντιστα… με φίλησε, με ευχαρίστησε και μου έδωσε χαιρετίσματα για τη μητέρα μου. Όταν το σωματικό σχήμα εξαφανιζόταν, ήταν αδύνατο να ξαναβρώ το σπασμένο πλακάκι στο πάτωμα».  Αυτά συμβαίνουν στο μεσοδιάστημα που το παιδί γίνεται έφηβος. … και τέλος «έπαιζα με τα στρατιωτάκια μου· ξαφνικά και εντελώς ανεξήγητα έβαλα δύο από αυτά  πρόσωπο με πρόσωπο να φιλιούνται»

Στα μετέπειτα πια χρόνια, στο Παρίσι, μπήκε  στην παρέα των λογοτεχνών. «Τους αγαπούσα πολύ,  γιατί ήμουν νεώτερος και γιατί επιβεβαίωναν την κρυφή μου πεποίθηση. Με θαύμαζαν· εγώ τους αγαπούσα και τους διακόνησα». Του πρώτου ετούτο, του άλλου εκείνο, του τρίτου «στάθηκα το αιχμηρό σπιρούνι  για να αλλάξει κατεύθυνση προς τα ελληνικά».

Και για να αφήσουμε κάτι για άλλη φορά, παραλείποντας πολλά, καλπάζοντας κι εγώ φτάνω στην αφίσα του Pierro della Francesca που έδειχνε ένα τεράστιο κεφάλι, με σγουρά ξανθά μαλλιά και αμυγδαλωτά έντονα μάτια που «ατένιζαν κάτι σαν άγιο θαύμα». Δεν μπορούσες να πεις  αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Εμείς το παίρναμε για κορίτσι, λέει ο Ζέρβας που εκείνον τον καιρό περίμενε κορίτσι να γεννήσει η έγκυος γυναίκα του.   Ο ειδικός έλεγε πως «η έκφραση του προσώπου δύσκολα αναλύεται και δύσκολα περιγράφεται με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα»…  Στον πίνακα δεν φαινόταν το χρυσό φωτοστέφανο και η έκσταση δεν ήταν απολύτως γαλήνια και ειρηνική. Μα ποιος /ποια ήταν; Ήταν ο Άγιος Ιουλιανός, «ο εν αγνοία του φονεύσας του γονείς του» και καταφυγών στη Ρώμη όπου ίδρυσε ξενώνα και υπηρετούσε τους ξένους, γι’ αυτό και ονομάστηκε Ιουλιανός ο Φιλόξενος. Και τότε ο Ζέρβας, που έψαχνε να βρει τις αθέατες παραμέτρους,  θυμήθηκε τον Φλωμπέρ «και τον έξοχο βίο του St Julien LHospitalier. Στην αφίσα τώρα ξεχώριζε ο αιματόβρεκτος κυνηγός που άκουσε το ελάφι να του λέει: Tu me sequeris, qui patris et matris tuae occisor eris?», δηλαδή «Τί με κυνηγάς εσύ που  στάθηκες φονέας του πατέρα και της μητέρας σου;». Τη ζωή του λοιπόν κοιτάζει το αρχοντόπουλο, σε όλη του τη ζωή, που σκότωσε άθελά του τους γονείς του και παρηγοριά και συγχώρεση δεν βρίσκει. Βλέποντας αυτό το πρόσωπο ο Φλωμπέρ έγραψε το μοναδικό του συναξάρι πόσο ανώτερος καλλιτέχνης ήταν o Pierro della Francesca. Αλλά «η απεικόνιση του προσώπου με την αμφίβολη έκφραση μόνο στην αγιογραφία ήταν δυνατή. Γιατί μόνο η ζωγραφική έχει τη δύναμη του νυν και αεί», επισημαίνει ο Ζέρβας στις Βρυξέλλες το 1995.

Τελικά, τι έμαθε στο Παρίσι; Αν για τους Ρωμαίους όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη για τους φιλόδοξους φιλότεχνους, φιλογράμματους του εικοστού αιώνα, και όχι μόνο,  οδηγούν στο Παρίσι. Εκεί απορρέουν όλα. Αυτό έμαθε. Και τα καλά και τα κακά, αναμιγνύονται  και συναποτελούν το λίπασμα για το μέλλον. Τρώγε την πρόοδο με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της είπε ο Ελύτης. Και εν κατακλείδι, τι πιστεύει αυτός ο άνθρωπος, ο Αντώνης Ζέρβας; Πιστεύει σε θεό, πιστεύει στα θαύματα  ή είναι «υπεράνω»; superbus; Χωρίς να θέλω να προκαταλάβω κανέναν, πιστεύω τον ίδιο: «μόνο η θρησκεία είχε προικίσει τον  άνθρωπο με την ιδιότητα του ξεχωριστού όντος μέσα στη δημιουργία». Αν δεν υπάρχει αυτή δεν υπάρχει ξεχωριστό ον. «Ο τόνος της φωνής δείχνει την αλήθεια του προσώπου» λέει ο Αντώνης Ζέρβας. Σε τι τόνο μιλάει για την αφίσα;

   

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη

Βιογραφικό Χριστίνα Λιναρδάκη