ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΑΚΙΣ
” Ο κόσμος των πραγμάτων “
Εκδόσεις Καστανιώτη / 2019
Κρεμασμένος στην άκρη του σύννεφου
Αρνήθηκα την κολυμπήθρα
Μακραίνοντας απ’ το χωριό
Παιδί σύννεφα κυνηγούσα
Πήρα μαζί μου φεύγοντας ένα ποτάμι
Όπως τράφους ο πατέρας έχτιζε
Σπασμένο ένα πήλινο σταμνί
Έχεις βρει
Τότε που τον κόσμο μάθαινα
Σε τεντωμένο ορίζοντα
Με χαρά ο τρελός του χωριού
Τρελό τον λέγαν
Η υγρασία ζωγραφίζει
Ζαλισμένο από το νυχτερινό
Με τον καιρό αφομοιώθηκες στο μαύρο
Κοιμήθηκε λένε
Όλα του οίκου
Φέρνω εντός μου της πόλης τον θυμό
Στου μετά-χρόνου τη σκέψη βαδίζω
Ήλιος Διόνυσος τον ελαιόκαμπο μεθούσε
Οι πεθαμένοι έπαιζαν
Σταφύλι στο μπόι τ’ αγοριού
Κορίτσι με την αλισάχνη της θάλασσας
Να περπατάς σε δρόμους άγνωστους
Σκοντάφτω στις λέξεις
Όταν τα πρώτα χιόνια στο βουνό
Στη σχισμή της πέτρας πάνω στον τοίχο τον παλαιό
Ψιθυριστά πέφτει η βροχή
Μια μέρα θα πάρω αγκαλιά ένα δέντρο
Τη μυγδαλιά αγαπώ
Ο Ρεμπώ παιδί ακόμα φεύγοντας
Λένε πως ο Βαν Γκονγκ
Μ’ αρέσουνε οι μοναχικοί
Σκληρές οι λέξεις άκαμπτες
Αχόρταγα τη θάλασσα θωρώ
Παλεύει ο νους με την καρδιά
Τις σκιές των φύλλων
Έτσι όπως έφευγες
Σε διαδρόμους νοσοκομείων
“Μην αγαπάς το σκοτάδι” έλεγες
Τον χειμώνα γκρίζο διαβάζει
Αναρωτιέμαι
Θα κρατηθώ στο χνούδι του σύννεφου
Έβγαλε δόντια ο ουρανός
Με σαν από γυαλί φροντίδα αποθήκευε
Πολύ πριν οι λέξεις ενδύσουν
Χέρια έχοντας γεμάτα
“Βρες ψάξε τη λέξη” μου λες
Στα βράχια αρέσει των ψυχών
Ανέτοιμος καθώς ήμουν
Χέρια – σημαίες υψωμένα
Τα νεράντζια γεμάτα ζωή
Εκείνο το απροσδιόριστο
Στον κάδο σε είδα σκουπιδιών
Δες τον δυόσμο το χώμα
Με τρομάζει το άσπρο πανί
Όμορφη μέρα σήμερα
Είναι στιγμές
Τι ωραία που είσαι
Του άρεσε να χάνεται στις διαδρομές του νου
Τη λέξη του νου η λήθη παρέσυρε
Βαθύς ο πόνος
Ο Διογένης έφτυσε καταπρόσωπο
Σκιά κοιτώ
Στα πιο πιθανά σημεία έψαξα
Όταν από το ποίημα δραπετεύω
Αναθεματίζοντας περιμένεις σε ουρές
Ταπετσαρία των πόλεων οι τοίχοιΌπως δέντρο αποδιώχνει
Μακραίνοντας απ’ το χωριό
Παιδί σύννεφα κυνηγούσα
Πήρα μαζί μου φεύγοντας ένα ποτάμι
Όπως τράφους ο πατέρας έχτιζε
Σπασμένο ένα πήλινο σταμνί
Έχεις βρει
Τότε που τον κόσμο μάθαινα
Σε τεντωμένο ορίζοντα
Με χαρά ο τρελός του χωριού
Τρελό τον λέγαν
Η υγρασία ζωγραφίζει
Ζαλισμένο από το νυχτερινό
Με τον καιρό αφομοιώθηκες στο μαύρο
Κοιμήθηκε λένε
Όλα του οίκου
Φέρνω εντός μου της πόλης τον θυμό
Στου μετά-χρόνου τη σκέψη βαδίζω
Ήλιος Διόνυσος τον ελαιόκαμπο μεθούσε
Οι πεθαμένοι έπαιζαν
Σταφύλι στο μπόι τ’ αγοριού
Κορίτσι με την αλισάχνη της θάλασσας
Να περπατάς σε δρόμους άγνωστους
Σκοντάφτω στις λέξεις
Όταν τα πρώτα χιόνια στο βουνό
Στη σχισμή της πέτρας πάνω στον τοίχο τον παλαιό
Ψιθυριστά πέφτει η βροχή
Μια μέρα θα πάρω αγκαλιά ένα δέντρο
Τη μυγδαλιά αγαπώ
Ο Ρεμπώ παιδί ακόμα φεύγοντας
Λένε πως ο Βαν Γκονγκ
Μ’ αρέσουνε οι μοναχικοί
Σκληρές οι λέξεις άκαμπτες
Αχόρταγα τη θάλασσα θωρώ
Παλεύει ο νους με την καρδιά
Τις σκιές των φύλλων
Έτσι όπως έφευγες
Σε διαδρόμους νοσοκομείων
“Μην αγαπάς το σκοτάδι” έλεγες
Τον χειμώνα γκρίζο διαβάζει
Αναρωτιέμαι
Θα κρατηθώ στο χνούδι του σύννεφου
Έβγαλε δόντια ο ουρανός
Με σαν από γυαλί φροντίδα αποθήκευε
Πολύ πριν οι λέξεις ενδύσουν
Χέρια έχοντας γεμάτα
“Βρες ψάξε τη λέξη” μου λες
Στα βράχια αρέσει των ψυχών
Ανέτοιμος καθώς ήμουν
Χέρια – σημαίες υψωμένα
Τα νεράντζια γεμάτα ζωή
Εκείνο το απροσδιόριστο
Στον κάδο σε είδα σκουπιδιών
Δες τον δυόσμο το χώμα
Με τρομάζει το άσπρο πανί
Όμορφη μέρα σήμερα
Είναι στιγμές
Τι ωραία που είσαι
Του άρεσε να χάνεται στις διαδρομές του νου
Τη λέξη του νου η λήθη παρέσυρε
Βαθύς ο πόνος
Ο Διογένης έφτυσε καταπρόσωπο
Σκιά κοιτώ
Στα πιο πιθανά σημεία έψαξα
Όταν από το ποίημα δραπετεύω
Αναθεματίζοντας περιμένεις σε ουρές
Ταπετσαρία των πόλεων οι τοίχοιΌπως δέντρο αποδιώχνει