Scroll Top

ΆΙ ΟΓΚΑΟΥΑ – ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΖΩΝΤΑΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ

                                           Άι Ογκάουα

          μια φωνή ζωντανή και προκλητική στην παγκόσμια ποίηση

                                                                  Η κόλαση απέχει όσο η επόμενη ανάσα σου

                                                                     και ο παράδεισος είναι αφάνταστα μακριά

Από τις εκδόσεις Βακχικόν στη σειρά «Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο» κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση ανθολόγηση από το σύνολο του έργου (οκτώ ποιητικές συλλογές) της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας Άι Ογκάουα,σε από κοινού μετάφραση από τους ποιητές Βαγγέλη Αλεξόπουλο και Διώνη Δημητριάδου.

Οι ήρωες των ποιημάτων της Άι Ογκάουα εντάσσονται ομαλά στο περιβάλλον που η ποιήτρια φροντίζει να φτιάξει γι’ αυτούς. Δεν είναι μετέωροι· πατούν σταθερά τα πόδια τους στο γήινο τοπίο. Η ζωή τους έχει ρεαλιστική δομή. Θα μπορούσαν να είναι επομένως καθημερινές, οικείες παρουσίες της διπλανής πόρτας; Ίσως όχι. Αν και ανήκουν σε έναν κόσμο ιδιαίτερο, δικό τους, αφήνουν μια γήινη γεύση. Κι όμως, όταν οι σκέψεις τους ξεδιπλώνονται μέσα στις γερές κατασκευές των ποιημάτων, δεν μοιάζουν πλέον κοντινοί και οικείοι. Μια ανησυχία, διαβρωτική των συνειδήσεων, ξεπηδά από μέσα τους. Οι προσωπικές σχέσεις κρύβουν πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών μια βαναυσότητα, έναν διεστραμμένο αυθορμητισμό που ξαφνιάζει. Από κει και πέρα οι χαρακτήρες εγκαταλείπουν τον πεζό τόνο, απογειώνονται θαρρείς σε ένα υπερρεαλιστικό τοπίο, όπου όλα θα μπορούσαν να συμβούν και όλα να θεωρηθούν εκδοχές μιας ζωής παράξενης όσο και υπαρκτής. Περιθωριακοί, φτωχοί, κακοποιημένοι άνθρωποι, θύτες και θύματα βρίσκουν την αληθινή τους φωνή στα ποιήματα της Ογκάουα και νιώθουν σαν να ήρθαν στο σπίτι τους. Και κάθε που η ποιήτρια φεύγει έξω από τα καθιερωμένα, κάθε που απροσχημάτιστα δίνει διέξοδο στην άλλη όχθη της ζωής, τα πρόσωπα των ποιημάτων ξεχειλίζουν από ενέργεια.Ταυτόχρονα όμως στα ποιήματά της, εκτός από τους διάφορους «φτωχοδιάβολους», παρελαύνουν και «επιτυχημένοι αστέρες» ηθοποιοί, μουσικοί, πολιτικοί αλλά και ιστορικά πρόσωπα, όπως ο James Dean, η Marilyn Monroe, ο Elvis Presley, Francisco Pizarro, ο Chet Baker, ο John Kennedy, Jr. και τόσοι άλλοι. (από την Εισαγωγή του βιβλίου)

Η Άι Ογκάουα (Ai Ogawa), ή απλώς Άι, γεννήθηκε το 1947 στο Albany του Texas από πατέρα ιαπωνικής καταγωγής και μητέρα αφρικανικής και πέθανε το 2010 στο Stillwater της Oklahoma. Σπούδασε ιαπωνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, ενώ ασχολήθηκε και με τη μελέτη του Βουδισμού. Ήταν Επισκέπτρια Καθηγήτρια στο Binghamton University και στο State University of New York (1973 – 1974). Μετά την απονομή του Εθνικού Βραβείου (National Book Award for Poetry) το 1999 για την ποιητική της συλλογή «Vice», έγινε τακτική Καθηγήτρια στο Τμήμα Αυτοχθόνων Αμερικανών.

Τρία ποιήματα από τη συλλογή

Επίσκεψη

«Ουρανός και γη.
Τι άλλο υπάρχει;»
Είπε ο Walt Whitman στο όνειρό σου,
μετά σου χαμογέλασε
και εξαφανίστηκε,
αλλά εσύ ήθελες να γυρίσει πίσω.
Ήθελες να του πεις ότι υπήρχαν περισσότερα.
Υπήρχε η επιμονή
μ’ αυτήν να οπλιστείς για να μένεις ζωντανός
θετικός στον ιό HIV εδώ και πέντε χρόνια
και μετρώντας αντίστροφα μέχρι την ημέρα
που η άλλη σου ζωή απογυμνώθηκε
από τα φύλλα της
τότε που άρχισε να πολεμά η αρρώστια
το σώμα.
Δεν έχεις AIDS,
ακόμα, αλλά ξέρεις ότι φτάνει
όπως ένα τρένο που το σφύριγμά του
μπορείς να το ακούσεις πριν το δεις.
Όταν νιώθεις τις δονήσεις
του εσωτερικού σεισμού,
θα φερθείς σαν ντίβα;
Θα πάρεις εσύ RudolfNureyev τον δρόμο προς τη σκηνή,
τόσο ταλαιπωρημένος και σαστισμένος
που να μην ξέρεις ποιος είσαι,
ή θα διαπράξεις τη δημόσια αυτοκτονία σου ιδιωτικά,
με τα παράθυρα διάπλατα
στην άλλη πλευρά,
εκεί που ο πατέρας σου, ο Walt περιμένει
να σε πάρει στην αγκαλιά του
σαν ένα μωρό που επιστρέφει εκεί περπατώντας,
δίπλα στο καλάθι του πικνίκ
στο παχύ γρασίδι,
εκεί που οι εύθρυπτες σελίδες ενός βιβλίου
φθάνουν στο τέλος.

(από τη συλλογή Ανηθικότητα, 1999)

Συνουσία

                     για τον John Kennedy, Jr.

Το νερό είναι μια παγωμένη φωτιά που καταπίνω,
σκέφτομαι τη γεύση του σαν αίμα,
καθώς αναδύομαι στην επιφάνεια.
Έχω σωθεί, σκέφτομαι, καθώς το κεφάλι μου
ξεπροβάλλει από τα κύματα,
έπειτα όλα εξαφανίζονται σε μια γκρίζα ομίχλη
που μυρίζει καπνό και τσουρουφλισμένη σάρκα.
Πνίγομαι, φτύνω κομμάτια κόκκαλο.
Με έκπληξη βλέπω μια γοργόνα
να κάθεται σε μια λεία, μαύρη πέτρα.
Έχω χαθεί της λέω
και μου πετάει ένα σχοινί από μακριά, ξανθά μαλλιά,
μα όταν το αρπάζω,
με σκουντάει με μια τρίαινα
και ξαναπέφτω στην απόλυτη απελπισία.
Παρασύρομαι έτσι για πολύ,
ώσπου βρίσκομαι στην κρεβατοκάμαρά σου.
Εισπνέω το άρωμα του ύπνου σου,
ένα συνδυασμό παιδικής πούδρας και αμυγδαλέλαιου,
προσπαθώντας να μη σε ξυπνήσω καθώς ανασαίνω βαθιά,
μα ανοίγεις τα μάτια σου
και με κυριεύει η ανάγκη να ομολογήσω
όλα αυτά που έχω κρατήσει μυστικά,
μα δεν μπορώ να θυμηθώ ποια είναι,
έτσι ξεκινώ ανούσια κουβέντα.
Τελειοποίησα, σου λέω, την τέχνη να φαίνομαι κανονικός,
μα εσύ δεν αποκρίνεσαι.
Είναι που δεν με αναγνωρίζεις, συνεχίζω,
ικανοποιημένος με τον ήχο της ίδιας μου της φωνής,
κι ας είναι γεμάτη ανησυχία
και μια ψυχρή οικειότητα,
που μοιάζει να αυξάνει
με κάθε ανάσα μου.
«Αναστήθηκα μόνο για σένα», λέω τελικά
κι αυτό δείχνει να σε συγκινεί,
καθώς ένα δάκρυ γλιστρά στο μάγουλό σου
και ψάχνει καταφύγιο κάτω απ’ το σεντόνι,
που είναι τραβηγμένο ως το σαγόνι σου,
σαν να μπορεί να με εμποδίσει να πλησιάσω πιο πολύ.
Δεν έκλαψες για μένα με πράσινο τσάι και κέικ παπαρουνόσπορου;
Δεν πήγες για προσκύνημα στους βοτανικούς κήπους
και κάθισες και διαλογίστηκες για τη μοίρα μου,
σαν να μπορούσες να βγάλεις νόημα για τη δική σου ζωή
καλώντας τη δική μου, ή μήπως κάνω λάθος;
Αγάπησα το πώς κοίταζες τις φωτογραφίες μου, λέω,
και τα αμέτρητα πλάνα μου σε φιλμ
καθώς ζούσα μια ζωή σε δημόσια θέα,
σαν να μην ήξερα ότι με έβλεπαν.
Αγαπημένη μου, θα κάνω τα πάντα, ψιθυρίζω,
καθώς παίρνω το χέρι σου
και το πιέζω πάνω στη στύση μου.
Επιτέλους, δείχνεις να ξυπνάς
απ’ τον μαγεμένο σου ύπνο,
τραβάς με βία το χέρι σου απ’ το δικό μου,
και ρωτάς, «Πώς ντύνεσαι έτσι;»
Είναι τρόπος αυτός να μιλάς στον πρίγκιπά σου;
Το παραδέχομαι πως δεν φορώ Αρμάνι,
μα τι νόημα έχει αυτό τώρα;
Με ρωτάς αν μπορώ να αποδείξω ότι είμαι αυτός που λέω.
Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι θα εμφανιζόμουν σε σένα
φορώντας λευκό παντελόνι, λευκό ξεκούμπωτο πουκάμισο
με τα μανίκια σηκωμένα,
τα πόδια μου γυμνά, τα νύχια μου βαμμένα βαθυκόκκινα.
Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι.
Δες. Ο θάνατος μονάχα βελτίωσε την ομορφιά μου.
Είμαι ακόμα ο John.
Εξακολουθώ να ζω στα όνειρά σου,
το ίδιο καυλωμένος και συνηθισμένος σαν τον καθένα στο πρώτο ραντεβού,
που τίποτα σωστό ούτε να πει ούτε να κάνει μπορεί,
αλλά νιώθει ότι πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί.
Δεν το βρίσκεις διασκεδαστικό.
Νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα
κι εγώ βυθίζομαι σε μια λακκούβα με αλμυρό νερό,
καθώς επιτέλους ενδίδεις και λες το όνομά μου.
Είναι πολύ αργά. Ήρθα κι έφυγα
την ίδια τη στιγμή που συνειδητοποίησες
πως θα κατακτούσες το έπαθλο μόνο για να τον χάσεις
καθώς αυτός γλίστρησε ανάμεσα στους μηρούς σου,
δεν μπόρεσε να εισχωρήσει στο σφραγισμένο τοπίο,
εκεί που η διασημότητα κατασκευάζει μια εναλλακτική πραγματικότητα.
Εκεί η πραγματικότητα και η μυθοπλασία ξαπλώνουν
η μία πάνω στην άλλη και γαμιούνται μανιασμένα,
όταν η μία παραδίδεται άνευ όρων,
η άλλη πεθαίνει.

(από τη συλλογή Τρόμος, 2003)

Η εξομολόγηση του ιερέα

(απόσπασμα)


Τραβώ το χοντρό σχοινί
από τη δοκό της σκεπής
και το τυλίγω.

Σκέφτηκα πως θα το χρησιμοποιούσα σήμερα,
ότι θα πετούσα κλωτσώντας το κεντημένο σκαμνάκι
και θα αιωρούμουν πάνω από το προαύλιο της εκκλησίας
σαν να ήταν η μπλε και κουρασμένη Γη
ότι καθώς θα πετούσα στο διάστημα
θα έχανα το δέρμα, τα οστά μου
στον ήχο μιας καμπάνας
που θα χτυπούσε στον άδειο ουρανό.

Η φωνή σου, Κύριε.
Αντί γι’ αυτό, ακούω το γέλιο της Rosamund,
κάποιες φορές τις κραυγές της,
και πίσω από αυτές, το όνομά μου,
να με καλεί από τις ρίζες των δέντρων,
των λουλουδιών, των φυτών,
από τον αφαλό του Εωσφόρου
από όπου όλα τα ζωντανά
αναπτύσσονται και ανεβαίνουν προς εσένα
ένα ταξίδι όχι προς το σπίτι,
όχι πίσω στην πηγή των πραγμάτων,
αλλά μακριά από αυτήν,
προς ένα σκληρό, φως καθαρμού
που δεν κρατά τίποτα ακέραιο –
καθώς τα γλυκά και σκοτεινά μου Κύριε ελέησον
έγιναν κρασί από νερό
και σε ήπια.
Σε νυμφεύτηκα
όχι με το ατελές σώμα μου
αλλά με την τέλεια ψυχή μου.
Κι όμως, ξέρω πως θα σκαρφάλωνα
μέχρι τους εφτά ουρανούς
και θα τους έβρισκα όλους αδειανούς.
Σκύβω από το καμπαναριό.
Είναι σούρουπο·
η καταχνιά αρχίζει να κάνει σταχτί τον ουρανό.
Η Rosamund έχει πάει μέσα
να με περιμένει.
Έχει λύσει τα μαλλιά της
και ξεκούμπωσε την μπλούζα της
έτσι όπως μου αρέσει,
ετοίμασε το τραπέζι,
και προσευχήθηκε,
όπως εγώ –
μία νύχτα ακόμη.
Βραστό αρνί, βούτυρο αλατισμένο.
Είμαι το σκληρό, μαύρο ψωμί, πάνω στο νερό.
Κύριε, έλα να περπατήσεις μαζί μου.
(από τη συλλογή Αμαρτία, 1986)

Άι Ογκάουα, Τα Αιρετικά Παραμύθια, μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις Βακχικόν, Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο, 2020