Scroll Top

“Dave – Aποσιωπητικά” – Γιάννης Μίχας Νεονάκης

Γιάννης Μίχας Νεονάκης

Dave

Αποσιωπητικά 

Εκδόσεις Grotesque

 

*

 

Επιδημία

Αγκυλωμένα μέλη στο πανανθρώπινο Σώμα.

Λυγμοί και μοιρολόγια

πάνω από ταφόπλακες εκπτώσεων.

Μυαλά πολτοποιημένα

στιγμές στη συντήρηση.

Κούκλες βιτρινών

πιότερο ζωντανές μάς καλωσορίζουν.

Έξυπνες οθόνες

παράγουν ηλίθιους.

Ιεραπόστολοι της ηθικής

διδάσκουν ευθυνόφοβους θεούς.

Υπερφόρτωση προσευχών.

Γενικό black out.

Εκπέμπω σήμα κινδύνου.

Αν ακούει κανείς

μην πλησιάσει εδώ.

Είμαστε μολυσμένοι

από τον ιό της υπομονής.

* * *

Ουρλιαχτό

Την ώρα που ο έρωτας εκλιπαρούσε για λίγη αγάπη γλιστρώντας

πάνω σε πεταμένα σπέρματα, κυνηγημένος από αρρωστημένες

και αιχμηρές αγκαλιές.

Την ώρα που η σιωπή πάσχιζε να λυθεί και να ουρλιάξει
πάνω από τις ταράτσες και τα δώματα χιλιάδων μιασμάτων
που μοιάζανε με ανθρώπους.

Την ώρα εκείνη η δίνη ενός άδειου και χωρίς ουσία
πήγαιν՚- έλα μας έπνιγε ακόμα πιο πολύ.
Κι εμείς ανήμποροι βαφτίζαμε τον εαυτό μας
ξέχωρο κομμάτι αυτού του σάπιου κόσμου
μήπως και γλυτώσουμε το χρέωμα της διαιώνισής του.

Τα παιδικά μας όνειρα ξυπόλυτα κι ανέμελα περπάτησαν
πάνω στα χαλίκια και το χώμα.

Ξεκλείδωτα και φρέσκα πέρασαν ορμητικά
πάνω από τη λογική στάθηκαν στη μέση του πουθενά
και χωρίς σκέψη επέλεξαν να φτιάξουν δρόμους
για το σπουδαίο, το αληθινό κι αλλιώτικο.

Τώρα περνούν γερασμένα μπροστά από τους δέκτες μας παρατημένα
και μόνα στη γαλαρία ακίνδυνων διαδηλώσεων
αφημένα στο έλεος της σήψης, της παρακμής και της αδράνειας.

Το τέρας του μίσους κάρφωνε την πιο ελεύθερη καρδιά.
Ξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου αδύναμες ψυχές.

Μια απόγνωση κι ένα ουρλιαχτό βουβάθηκαν και σιώπησαν
στο κάτω πάτωμα.

Δύο παιδικά ματάκια κλείσανε απορημένα κάποιο παγερό ξημέρωμα,
σε έναν τόπο ξένο και μακρινό από μας.

Χέρια ανήμπορα βυθίζονταν αργά σε πελάγη που η απάθεια πότισε
με αίμα.

Την ίδια ώρα που εμείς μεθούσαμε κι αναλύαμε την κατάσταση
πίνοντας καθαρό οινόπνευμα με τα βρομερά μας χέρια.

Βάλαμε τα σώματα τα μόνα όπλα κι εργαλεία μας μπροστά.
Παίξαμε με τα κεφάλια μας στην αρένα του αγώνα.
Έσταξε το αίμα στη ζεματισμένη άσφαλτο μια Πρωτομαγιά μεσημέρι.
Ξεμείναμε πιο πίσω από οράματα μεγάλα, συντρόφους κι αδέρφια.
Κλάψαμε βουβά σε υγρά κρατητήρια και μουχλιασμένα υπόγεια.

Μουσάτοι αναρχοπατέρες, ψευτοεπαναστάτες, κοπρίτες ξερόλες, ιδιοκτήτες κόκκινων και μαύρων μικρομάγαζων περάσανε μπροστά μας
με έπαρση κι ανάστημα βγάζοντας λόγους, γράφοντας άρθρα με τσιτάτα,

εκδίδοντας μπροσούρες και αγωνιστικά fanzine.

Πήραμε μέρος κι εμείς στο καλά στημένο κι ατέλειωτο κουβεντολόι τους,

αντί να τους πάρουμε σβάρνα κι αμπάριζα,αυτούς, τους άλλους και όλους.

Τώρα πίνουμε μπίρες και χασκογελάμε στήνοντας κάθε τόσο μια επέτειο να γιορτάζουμε τις ήττες μας.

Φτιάξαμε μια αλήθεια δική μας να ՚χουμε στη καβάντζα.
Βρήκαμε εντυπωσιακές απαντήσεις να ՚μαστε έτοιμοι στο ενδεχόμενο
να ρωτηθούμε.
Επιλέξαμε συντρόφους και τους δώσαμε μια θέση λίγο πιο κάτω από το δίπλα.
Καυχηθήκαμε σπάνιοι και σπουδαίοι, ελευθεριακοί και ωραίοι.
Ανεβάσαμε φωτογραφίες, κατεβάσαμε σώβρακα.

Μιλήσαμε για δρόμο, για βροχές και κρύα, για ανατολές και δειλινά.
Ανάψαμε φωτιές σε δρόμους σιωπηλούς κατοικημένους από ρακένδυτους αλλά από μας πιο καθαρούς.

Γίναμε ρομαντικοί και ξεχωριστοί μέχρι να μας κάτσει κι έπειτα γαμούσαμε όλο το βράδυ σαν αφρισμένα, λυσσασμένα κτήνη,

χρησιμοποιώντας τον έρωτα ως εξουσιαστικό μέσο επιβολής, ξερνώντας

ό, τι πιο αρρωστημένο και καλά κρυμμένο από τον βόθρο που ονομάσαμε ψυχή.

Ψυχή…

Αυτή η κακομοίρα ταλαίπωρη που γράψαμε γι՚ αυτή, μιλήσαμε γι՚ αυτή, την χρησιμοποιήσαμε όταν κλαφτήκαμε ως ανυπεράσπιστα θύματα που κάτι άλλο έφταιγε πάντα.

Την τραγουδήσαμε, την γδύσαμε, την βιάσαμε, την θυμηθήκαμε, την φωνάξαμε, την λυπηθήκαμε, την ταΐσαμε, την ποτίσαμε, την πετάξαμε στα σκουπίδια, την πουλήσαμε φτηνά, την πουλήσαμε ακριβά, την χαρίσαμε, την πατήσαμε, την τσακίσαμε, την σκοτώσαμε έχοντας πάντα στο τέλος και το θράσος να μείνει κοντά μας αντί να βρούμε λίγα κότσια να πάμε στον διάολο.

Αντί να βρούμε λίγα κότσια να κοιτάξουμε στον καθρέφτη.

Να αρνηθούμε τη μαλακισμένη και θλιβερή ύπαρξή μας φωνάζοντας ότι τίποτα το σπουδαίο δεν ήμασταν ούτε θα ՚μαστε ποτέ.
Αντί να ουρλιάξουμε σπαρακτικά ότι εαυτός δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει…Δεν έγινε και τίποτα.

Άλλη μια μέρα ξημέρωσε.

Άλλη μια αναπνοή.

Κι ακόμα μία…

Εδώ στο τίποτα.

Μηδέν.