ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
«Ο θυρωρός των ημερών»
Εκδόσεις Κέδρος/2022
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ
Μετρά ο ωρολογοποιός
με τη μεζούρα του ράφτη πια τον χρόνο.
Καιρό τώρα τα δευτερόλεπτα απιστούν
καταβροχθίζουν στα γρανάζια τους
πτηνά, πλεούμενα και δεσποινίδες εποχής
που αργοπορούν αφηρημένες
κι ας μειδιούν με νόημα στον θυρωρό των ημερών.
Δεν ξεγελιέται, γυρεύει φιλοδώρημα.
Βιάζεται η υδρόγειος
κι είναι κλειστό απόψε το μουσείο
– η σκόνη κι ο συναγερμός
φρουρούν τα αρχαία νομίσματα –, δεν προλαβαίνει.
Η μόνη οικονομία της λίγη χρυσή κλωστή
απ’ τη θητεία στον λαβύρινθο.
Είναι αρκετή να εξαγοράσει τη διάρκεια;
Και δείτε, κύριε, στο καντράν τους λεπτοδείχτες
– δέκα και δέκα ακριβώς –
η σταματημένη στιγμή της κοιμωμένης χώρας.
Όλα αρρωσταίνουν βήχοντας.
Τελειώνει ο χρόνος των μορφών.
Το χρέος δεν θα μου χαριστεί.
Εξάπαντος, λίγη λεβάντα.
* * *
ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ
Θέλω τ’ αψήλου ν’ ανεβώ ν’ ἀράξω θέλω, αητέ μου,
μέσ’ στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου.
Κώστας Κρυστάλλης, «Στό Σταυραητό»
Κι άκουσα μέσα στ’ όνειρο να με διαβεβαιώνεις:
Έσμιξαν, λέει, οριστικά όλες οι χαραμάδες
τα βάραθρα σκεπάστηκαν, οι συμπληγάδες κλείσαν
κι ό,τι αρχινά δεν σταματά ούτε καταλαγιάζει
μόνο βλασταίνει αναπνοές, φεγγοβολά τον όρθρο
στ’ απέραντα, στ’ ακλείδωτα, στα δίκαια μοιρασμένα.
Βυθοί, χαράδρες και γκρεμοί δεν μας διεκδικούνε
το μίσος ξεκληρίστηκε, στις φλέβες μένει το αίμα
και οι στιγμές που χάσαμε άξαφνα επιστρέφουν
μες στο πραιτόριο των ωρών δηλώνουν μεταμέλεια
γιατί έχει μνήμη ο στεναγμός, κρατά αρχεία ο πόνος
μπορεί να υποκρίνεται μα δεν αποξεχνιέται.
Στα φανερά, στα άδηλα, στα μισοφωτισμένα
γυρεύει ένα κατάλυμα για λίγο ν’ απαγκιάσει
δήθεν να παρηγορηθεί, κάπως να ευθυμήσει
μα της ψυχής η στέρηση ποτέ δεν ξεγελιέται
σηκώνεται αξημέρωτα και σαν παιδί φωνάζει
– λύκος που κλαίει στη σιωπή, σκυλί που αλυχτάει–
για να κυκλώσει η θάλασσα το άνυδρο τοπίο.
Και τότε μες στα κάτοπτρα ανθίζουν οι Σαχάρες
πίδακες και μικροί λυγμοί δανείζουν τα νερά τους
μικρές εκρήξεις θυμαριού, θαρρείς, συγγνώμη λένε
για την παράταση ερημιάς, το τραύλισμα στις νότες
για την ποινή που εξέτιαν οι ομοιοκαταληξίες.
Μα τώρα που λέων ωρυόμενος μας κυνηγά ο χρόνος
– εκείνος που διανύθηκε κι αυτός που απομένει–
«παρακαλῶ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δώσ’ μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου»
γιατί οι πάγοι έλιωσαν, οι Κυριακές στον γύψο
τα τάματα των ποιητών σκουριάζουν στα βιβλία
μαθαίνω ακροβατικά, πρόσεξε μη με ρίξεις.