Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
“Η Αφηρημένη Τέχνη του ΄Εψιλον”
Εκδόσεις Μανδραγόρας/2020
ΕΓΚΟΠH
Πολύ μεγάλη καρδιά για να χωρέσει στη μικροψυχία του κόσμου. Στριμώχνεται, ασφυκτιά,
πεθαίνει κάθε μέρα από στενότητα αγάπης. Καθισμένη σε ένα παγκάκι της πλατείας, την
ώρα που τα φεγγάρια κυνηγούν τα σύννεφα κι οι μετανάστες εύχονται να μη γυρίσουν ποτέ
σε δύσκολη έννοια πατρίδας. Ό,τι πεθαίνει από έλλειψη καιρού του ανασταίνεται σε σκέψη
ακαθόριστη ώρες που δεν το περιμένεις, γι’ αυτό και σε τρομάζει η επιστροφή λειψάνων.
Δίχως σάρκα όλα χωράνε στην αποστεωμένη εποχή. Ταυτίζονται, συνηγορούν. Και δίχως
αίμα, τι εύκολα κι ανώδυνα που δεν αισθάνεσαι την ήττα.
* * *
ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΤΗΤΑ Όταν καταδύεσαι στον πειρασμό της αναζήτησης χωρίς επίγνωση της ποσότητας οξυγόνου
που σου αναλογεί. Όταν πνίγεσαι από αναθυμιάσεις ακατάλληλης στιγμής και ζητάς
απεγνωσμένα ένα ποτήρι με τον αγαπημένο σου λόγο να πιεις μέχρι τον πάτο και να
κρατήσεις πάλι τον ρυθμό εισπνοή-εκπνοή, εκπνοή-εισπνοή.
Στέκεις στη γωνία με τη μουσική σου. Η καρδιά σου παίζει όλους τους αγαπημένους
σκοπούς. Και ο ρυθμός πινακίδα διέλευσης για ιπτάμενους περαστικούς. Κάποια στιγμή το
δειλινό μαζεύει τα λιγοστά κέρματα, τα ντύνει με χρυσόσκονη και τα αμολάει σαν μπάλες
στην επιβίωσή σου. Αναγκαστικά τρέχεις ξοπίσω, κατηφορίζεις, κατρακυλάς στις
εντυπώσεις.
Ξοδεύει η μέρα ώρες της νύχτας κι η νύχτα ξεπουλάει τα άστρα για να ζήσει.
Μια στάλα μόνο το νερό σου και το ‘ριξες σε πεθαμένο. Μα μόνο έτσι υπάρχεις.