Έξι μιλιές αμίλητες
Ανάγνωση του βιβλίου «Μηλιά μου αμίλητη: Ένα λόγος σε έξι φωνές»του Παντελή Μπουκάλα, Εκδόσεις Άγρα
“Οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα” (Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί) ή πιο απλά όπως συνηθίζεται να λέγεται για τα αρώματα, ότι τα ακριβότερα εξ αυτών μπαίνουν σε μικρό μπουκάλι. Μια πρόσφατη έκδοση επιβεβαιώνει την ισχύ των παραπάνω και στα βιβλία. Έχει μόνο 48 τυπογραφικές σελίδες , από τις οποίες ουσιαστικές είναι ο πεντασέλιδος πρόλογος του συγγραφέα και οι μόλις 28 που αφορούν στο κυρίως έργο. Εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2019 από τις εκδόσεις Άγρα, αφού πρώτα παρουσιάστηκε ως λιμπρέτο μουσικής παράστασης, στους Παξούς και στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή του Κέντρου Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, σε μουσική της Δήμητρας Τρυπάνη. Πρόκειται για την ποιητική σύνθεση «Μηλιά μου αμίλητη: Ένας λόγος σε έξι φωνές» του Παντελή Μπουκάλα.
Ο πρόλογος αποτελεί ένα μικρό δοκίμιο δημιουργικής γραφής όπου ο συγγραφέας ανοίγει ένα παραθυράκι στο εργαστήρι του και ομολογεί:«η ενασχόλησή μου με το δημοτικό τραγούδι, το οποίο αποτελεί ουσιώδη μάρτυρα νοοτροπίας και ήθους, προφανώς στάθηκε αρωγός μου». Πρόκειται για ένα μικρό ημερολόγιο συγγραφής του συγκεκριμένου έργου και συγγραφικών προθέσεων, τόσο καλογραμμένο και φωτεινό, που η ανάγνωσή του υψώνει τον πήχη της αναγνωστικής προσδοκίας. Συμβαίνει συχνά, σε όλες τις τέχνες, οι πρόλογοι, οι εισαγωγές, οι κριτικές, οι συστάσεις, να είναι παραπλανητικές για το ίδιο το έργο και όχι σπανίως, καλύτερες από αυτό. Η λαϊκή σοφία το περιόρισε σε μια παροιμιώδη φράση: «όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι». Το έξοχα διατυπωμένο καλωσόρισμα του συγγραφέα στην είσοδο του βιβλίου, έβαλε σε επιφυλακή τις αναγνωστικές μου κεραίες και δεν θα κρύψω ότι ξεκίνησα να διαβάζω την σύνθεση με κάποια καχυποψία, αν τελικά το ίδιο το έργο μπορεί να σταθεί στο ύψος του προλόγου και των προθέσεων του συγγραφέα.
Βασική έμπνευση της σύνθεσης αποτελεί μια αληθινή τραγική ιστορία,που «ανασυντάσσεται ποιητικά» όπως εξηγεί ο συγγραφέας, ένα ενδοοικογενειακό φονικό που συνέβη για λόγους τιμής τον 19ο αιώνα με ιδιαίτερα απεχθή τρόπο. Η κόρη αγάπησε έναν ξενομερίτη ενώ ήταν ταγμένη σ’ ένα ντόπιο κι αφού δεν βάφτηκε κόκκινο το νυφιάτικο κατωσέντονο η ποινή που της επιβλήθηκε από την ίδια της την οικογένεια ήταν να θαφτεί ζωντανή. Κάτι ανάλογο, ένα έγκλημα τιμής του 20ού αιώνα, πιθανότατα όχι μακριά από την ίδια περιοχή, τη Μάνη, είχε ως αποτέλεσμα ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια, Ο Γιάννης ο φονιάς σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν έχουμε ιδιαίτερες πληροφορίες για το επεισόδιο του τραγουδιού αφού όπως ξεκαθαρίζει ο στίχος «για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα». Αμίλητο κι αυτό πέρασε στην ιστορία. Εδώ όμως, ο συγγραφέας δίνει φωνή σε όλους τους πρωταγωνιστές του δράματος, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» μέσα τους.
Έξι καθηλωτικές φωνές είναι αρκετές τελικά για να συνθέσουν με τις ανατροπές τους, στον τόσο μικρό και τόσο μεγάλο ταυτόχρονα διαθέσιμο ποιητικό χρόνο, μια δυνατή συγκίνηση με βαθιά ελληνικές ρίζες. Ακούς να ψιθυρίζεται ένα μακρόσυρτο, σπαρακτικό, ανείπωτο μοιρολόι ζωντανών και νεκρών, ενόχων κι αθώων ταυτοχρόνως, κατά τον κώδικα του δράματος, με ρυθμό, ακόμα κι όταν δεν ακολουθεί αυστηρά κάποιο ποιητικό μέτρο, σαν δημοτικό τραγούδι που αποκαλύφθηκε καθυστερημένα και σαν μια μικρή τραγωδία τσέπης. Θαρρείς και πρόκειται για μια επιτομή των καλύτερων συστατικών της ελληνικής γραμματείας και με το τελευταίο ρήμα του σε χρόνο παρατατικό, σε αφήνει αμίλητο κι εσένα ως αναγνώστη. Ένα ρήμα, τρεις τελείες και μια παύλα, προσπαθούν να μιλήσουν για το οριστικά τετελεσμένο του γεγονότος, μετά από έξι μιλιές αμίλητες.
Η ποιητική σύνθεση «Μηλιά μου αμίλητη» είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό έργο όλης της εκδοτικής δραστηριότητας του πολυγραφότατου συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφου Παντελή Μπουκάλα που έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2010 («Ρήματα», ΑΓΡΑ, 2009) και με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 2017 («Όταν το ρήμα γίνεται όνομα: Η “Αγαπώ” και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών», ΑΓΡΑ, 2016).