Η Ελένη Σαμπάνη με την παιδική αθωότητα της ποίησης
Η ποίηση δεν είναι απλά ένα άθροισμα σημασιών από αυτόνομες λέξεις. Κάθε στοιχείο παίρνει τη σημασία του από τη θέση του μέσα σε ένα πλέγμα σχέσεων στα πλαίσια ενός συστήματος. Είναι η μεταγλώσσα του λόγου, καθώς χρησιμοποιεί την ίδια τη γλώσσα για να την προβάλλει. Η λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας συνδέεται ακριβώς με την αλληλεπίδραση του γλωσσικού υλικού και των προσδοκιών που έχουν οι αναγνώστες από το λογοτεχνικό κείμενο. Οι κώδικες του ποιητικού κειμένου δεν ταυτίζονται με τους γλωσσικούς κώδικες του συνταγματικού επιπέδου, με την καταδηλωτική σημασία και τη γνωστική λειτουργία. Το κείμενο με την αλογία και τις εικόνες ή τα σχήματα λόγου επιφέρουν ρήξη με τους καθιερωμένους ποιητικές κωδικούς κώδικες αναδεικνύοντας την πολυσημία.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Ελένης Σαμπάνη («η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας», Κέδρος, 2018), αξιοποιεί την ανοικείωση για να επιμηκύνει την αισθητική πρόσληψη της στιχουργικής της μέσα σε ένα πλούσιο σε λογοτεχνικά σχήματα και μετωνυμίες στίχο. Η ποιήτρια στοχάζεται πάνω στον έρωτα αξιοποιώντας τη φιλοσοφία (μαθηματικές καμπούρες, χρόνια τώρα). Συνδέει την ποιητική αυτοαναφορικότητα με τον έρωτα (το πάνω μέρος των χειλιών σου) και με εικόνες που διακρίνονται από τη ζωντάνια που εμποτίζει την εμπειρία του αναγνώστη/ακροατή (μεγαλώνοντας δεν βρίσκω τίποτα, είσαι, υπήρχε μία γωνία) επιστρατεύοντας το κοινό βίωμα προκειμένου να μιλήσει για το καθημερινό.
Το κοινωνικό σχόλιο, την ίδια στιγμή, δείχνει και την αγωνία της ποιήτριας για τον κοινό χώρο αποφεύγοντας τον ποιητικό εγωκεντρισμό (η συνέχεια, θα φύγω και δεν θα σε έχω αποκαταστήσει, έχοντας πλέον κουραστεί, σημειώσεις για ένα καλοκαίρι ΙΙΙ). Παρωδεί καταστάσεις κοινωνικές, μολονότι δεν φτάνει σε κάποιο κοινωνικό προβληματισμό (χρόνια τώρα, Μαλβίνα, το σώμα μας δεν έχει φτιαχτεί για να διαβάζει, μα γιατί να γράφω έτσι λυπητερά για σένα). Η νεανική φρεσκάδα, η αισιοδοξία που αποτυπώνεται μέσα από την απουσία ζοφερών σκηνών ή έντονης μοναξιάς, δεν αφήνει την ωμή πραγματικότητα να αλλοιώσει αθωότητα της αισιόδοξης οπτικής της ζωής (σημειώσεις για ένα καλοκαίρι Ι & ΙΙΙ).
Στη ρητορική της ξεχωρίζει η οπτική με την οποία προσεγγίζει το ερωτικό στοιχείο. Αναλογίες με εικόνες συνηθισμένες μέσα σε σχήματα λόγου ελκύουν την προσοχή του κοινού (μαθηματικές καμπούρες, μεγαλώνοντας δεν βρίσκω τίποτα, σημειώσεις για ένα καλοκαίρι Ι, η γλώσσα είναι ένας έρημος τόπος, σκέψεις για το ρεμπέτικο και όχι μόνο ΙΙ) εκθέτοντας μία παιδική αθωότητα για το ποιητικό υποκείμενο συντηρώντας την υπόθεση του ρομαντικού, του άσπιλου, έρωτα (το πάνω μέρος των χειλιών σου, είσαι). Το ά-λογο στοιχείο εισαγόμενο αβίαστα (τρία πρωινά ΙΙ) δημιουργεί μία δισημία που πλουτίζει τον ποιητικό προβληματισμό (τελευταία στη ζωή μου, τρία πρωινά Ι, πάνω απ’ το χώμα κάτι σαπίζει, μία μέρα παιδί ακόμα, ο θάνατος είναι μία άδεια καρέκλα). Με τη χρήση της αλογίας απελευθερώνει τη δυναμική της γλώσσας και τη μετατρέπει -κατά τη διαπίστωση του M. Blanchot- από όργανο σε υποκείμενο. Μέσα από αυτή την προβληματική βγαίνει ο ορισμός της ποιητικής λειτουργίας από τον Jakobson που συνοψίζεται στην αυτοαναφορικότητα της ποιητικής μορφής.