ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ
«Ο ΛΥΚΟΣ ΠΟΥ ΓΕΡΑΣΕ»
Εκδόσεις Bibliotheque / 2019
ΕΛΑ ΚΑΙ ΚΑΘΙΣΕ Σ΄ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Έλα κάθισε εδώ, σ΄ αυτή την ευθεία
σ΄ αυτή τη γωνία
της γραμματοσειράς και ηρέμησε.
Άναψε ένα τσιγάρο από το πακέτο
που γράφει «το κάπνισμα σκοτώνει»
πάρε μια βαθιά ρουφηξιά
και σκέψου εικόνες στη σειρά
τα μανεκέν της Victoria΄ s secret…
τις άνεργες καθαρίστριες
τον λαγό στιφάδο
τους λύκους στην Πίνδο
τον πατέρα σου να βγάζει τη ζώνη του
και που τώρα διαμένει
σ΄ ένα κουτί μπερδεμένα κόκκαλα.
Τη μητέρα σου που φορούσε
ένα γκρι ταγιέρ πηγαίνοντας Κυριακές στην εκκλησία.
Τράβα μια βαθιά ρουφηξιά
και σκέψου πόσο τυχερός είσαι
που δεν είσαι Σομαλός στη Σομαλία
Σύριος στη Συρία
που πήγες για πρωτοχρονιά στο Λονδίνο
που είδες το όνομα σου κάτω από ένα κείμενο
σε μεγάλη εφημερίδα, σ΄ ένα βιβλίο.
Βγάλε τον καημό σου στο τσιγάρο.
Βγάλε το σκασμό που μπορείς ν΄ ακούς casta diva.
Μη γίνεσαι μίζερος
έλα και κάθισε μέσα σ΄ αυτό το ποίημα
ήρεμος κι ας σε διαπερνάει ένας αέρας
που λίγο σ΄ ανατριχιάζει
αλλά που μπορείς να πεις «κι αυτό θα περάσει»
μέχρι να σβήσεις το τσιγάρο σου
μέσα σ΄ αυτό το ποίημα που κάθισες.
* * *
ΤΟ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑ
Είναι το κελαρυστό γέλιο μιας μικρούλας
μες στο αστικό σε ώρα αιχμής
και τα παγωμένα δάκτυλα του κυρ-Αλέκου
απ΄ το Σιδεροχωρι Πίνδου ξημερώματα
μοιράζοντας στο στάβλο ζωοτροφές.
Είναι η προσπάθεια για περισσότερο δωρεάν χρόνο
στο κινητό κι η αλλαγή της βάρδιας στην Εντατική,
το εβιάν μιας κυρίας στο λόμπι του «Εξέλσιορ»
και το στόμα ενός εφήβου κολλημένο
σε τσιγγάνικη βρύση κατακαλόκαιρα.
Είναι το «δυστυχώς είχαμε μια μετάσταση» του γιατρού
και το «να σας ζήσει ο μικρός» της νοσοκόμας
στην ακριβώς απέναντι πτέρυγα.
Είναι το γενικώς αποτύχαμε
κι ηλίθιες θυμοσοφίες του τύπου
«η Πατρίς ευγνωμονούσα».
Είναι το «κάτω το Κράτος» του νεαρού
και το «έχει η ζωή γυρίσματα» του μεγάλου
είναι το σπυράκι-γαμώτο-που σπάει ο μικρός στον καθρέπτη
κι ένα κιλοτάκι που κατρακυλάει σε όμορφα πόδια…
είσαι εσύ που κάποτε μ΄ αγαπούσες
και τώρα δεν θυμάσαι γιατί
κι εγώ που δήθεν το σκέφτομαι
αλλά από πείσμα δεν το λέω
είναι που εμείς είμαστε οι «άλλοι»
και άλλοι που κρύβονται στο «εμείς».
Κάπως έτσι μοιράζεται θαρρώ
το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εισόδημα.