Scroll Top

Κώστας Γουλιάμος – «Υγρό γυαλί»

Κώστας Γουλιάμος
«ΥΓΡΟ ΓΥΑΛΙ»
Εκδόσεις GUTENBERG/2020

ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ AUSCHWITZ

Τι έκαναν εκείνη τη νύχτα
και την άλλη μέρα
και την άλλη νύχτα
και κάθε νύχτα
πού κρύβεσαι Hannah
πώς έσβησε το φως σου Miriam
και το σώμα σου που δεν ακούω
και οι καρποί της σελήνης
που φύτεψαν τα μάτια σου
τ’ αδιόρατα μάτια σου
στο χάος της φωτιάς
πώς έσβησαν στη λάσπη του χιονιού
πώς χάθηκε το βλέμμα σου
στο σκοτεινό καθρέφτη των άστρων
τι έκαναν εκείνο το βράδυ
και κάθε βράδι
εκείνο το πρωινό
και κάθε πρωινό
βγήκαν στον ουρανό οι ψυχές
και τα μωρά ουρλιάζουν
στην απέραντη κοιλάδα
δεν υπάρχει ουρανός
μόνο κατασχεμένα δαχτυλίδια
και άγριο χιόνι
και τα μαλλιά σου
τα μαλλιά σου μπορούν και μιλάνε
έχουν φωνή τα μαλλιά σου
και φως και αέρα
και ο αέρας μιλά
πνίγεται λαχανιασμένος
στη φωτιά
ούτε πουλί πετά μήτε και τρένο φεύγει
γιατί λείπει ο Joachim
λείπει η Hedda
και ο Simon και η Marion λείπουν
δεν άντεξαν το «μαύρο γάλα της αυγής»
και ο Celan έρημος
στ’ απόκρημνα άστρα
εκεί που ταξιδεύουν οι νεκροί
και το αίμα βουίζει
ως τα τελευταία ορυχεία
μες στα γυμνά φουγάρα
σκελετοί και μίσχοι
κι απόξω μαύρη πέτρα
μαύρος ουρανός μαύρη μέρα
πώς γίνεται αυτό το φονικό
αυτή τη νύχτα
και την άλλη μέρα
και την άλλη νύχτα
και κάθε νύχτα

* * *

ΤΟ ΠΑΣΧΟΝ ΣΩΜΑ

Όταν τελειώσει αυτός ο δρόμος
θα ‘χουμε μάθει πώς να πεθάνουμε
σ’ έναν κόσμο που δεν γνωρίσαμε
με συντρόφους που αγαπήσαμε
οι πιο αληθινές λέξεις έρχονται από το μέλλον
που δεν το θυμάται κανείς
από κει έρχεται ο θάνατος
ποιος τον θυμάται;
ποιος θυμάται τις ιπποκίνητες μάχες
στα υπόστεγα της Βαυαρίας
τις φλόγες στην ολόλευκη Salar de Uyuni
τις επιδρομές των Πετσενέγων
των Ούγγρων στη Βυζαντινή Θράκη
την ωχρά κηλίδα της χηρείας
φλεγόμενων κορασίδων δίπλα στο τζάκι
ποιος θυμάται την πίκρα τ’ αλόγου
μεσοχείμωνο να γλιστρά
στους εμφύλιους
όπως στα παιδικά παραμύθια
οι γιαγιάδες γνώριζαν την αλήθεια
κι εμείς τις νύχτες
βρίσκαμε την αλήθεια
βρίσκαμε τον εφιάλτη
σε άλλες σελίδες
όταν είχε φύγει το φεγγάρι
(πάντα φεύγει το φεγγάρι
πιο γρήγορα κι από ΄να εφιάλτη)
ποιος νοιάζεται και ποιος θυμάται
την υπακοή της Ισμήνης
στο ταραγμένο πηγάδι
του Τυδέα
μ’ ένα ψέμα στο στόμα
έρωτες κι ενοχές
για μιαρές αφορμές
ώσπου μια νύχτα
γίνεται στάχτη το φεγγάρι
και το ταξίδι δεν είναι ο δρόμος
ούτε κι η ιστορία βιβλίο για κείνους
που κάψαν τη μνήμη τους
(γιατί ο θάνατος είναι μνήμη
κι ο έρωτας
η έσχατη μνήμη του θανάτου)

στην αρχαία θάλασσα του άλλου κόσμου
ένας ανάμεσα στους πολλούς
στην αποβάθρα
στη βάρκα ανάμεσα στις δύο θάλασσες
που αναποδογύρισε – όπως στη φωτογραφία –
η σύντομη κραυγή των ανωνύμων
οι σημειώσεις του Ernest
οι ειδήσεις οι αφηγήσεις
ποιος θυμάται
τη στράτα των ακρωτηριασμένων
τη γυναίκα κολλητά στο σώμα
τα νεογέννητα τούτης της μέρας
του γέροντα το ανήσυχο κρασί
τις γυναίκες στ’ άλογα
το σεντόνι κόκκινο
γιομάτο φλόγες
και γύρω ζώα πουλιά απόκοσμα
-– «τι βρομοδουλειά ο πόλεμος»
των νερών μαυροπούλια
ραγίζοντας τη μοναξιά τ’ ουρανού
της θάλασσας το αειθαλές αίνιγμα
«τι βρομοδουλειά ο πόλεμος»
φωνή νεκρών
που λιώνουν στη φωτιά
κι ετοιμάζονται
πάλι να επιστρέψουν
στην ύλη του θανάτου