Κώστας Τζίρας
«Της Ερημιάς και του Σκότους»
Eκδόσεις Στέγη/2023
Πρώτη φορά κοιτάξαμε τα μάτια του
τα μάτια του θανάτου
όχι όταν συνηθίσαμε
το βλέμμα του
στο βλέμμα μας
αλλά όταν τα σπλάχνα μας
έμαθαν να γίνονται
νερό
βροχή
ένα ποτάμι
για να βαπτίζεται
κάθε φορά που έβλεπε μέσα μας
για να μάθει να πιστεύει
σε εμάς.
—
Και είδαμε τα μάτια του
όλες τις άλλες μέρες
να μας κοιτάζουν
και να γίνονται κηδεία.
—
Και δεν κάναμε τίποτα.
Όχι γιατί δεν θέλαμε
να κάνουμε τίποτα
αλλά γιατί ξέραμε
ότι δεν μπορεί
ο θάνατος
να σταματήσει
Γιατί αν πεθαίναμε
θα ζούσε.
—
Κανείς μας δεν του πρόσφερε το σώμα
κανείς μας δεν του έδωσε το σώμα του
σαν ένα κομμάτι σώμα
τόσο κοντά στον θάνατο
στον θάνατο
που μας έκανε να ζούμε
και ήταν εκεί
σε έναν λαβύρινθο
που οδηγούσε στην ψυχή.
—
Κρύβαμε καιρό
το νόημα του κρυμμένου
κρύφτηκε
Έγινε αυτή η κηδεία
που είχαμε για μάτια
που δεν ήταν από θλίψη
αλλά γιατί
χάθηκε.
Όπως οι σταγόνες
ή τα δάκρυα
ή ο πάγος
που όταν λιώνουν
δεν είναι πια δάκρυα
σταγόνες
ή πάγος
αλλά αυτό που νιώθουν οι άνθρωποι
όταν η ζωή τους τελειώνει
και δεν κατάφεραν να την ζήσουν.
—
Όσο δεν τολμούσαμε τον θάνατο
στην ιδέα του θανάτου
τον σκορπάγαμε
στην θύμησή του
που τον ξεπερνούσε
και έκανε τους νεκρούς
ζωντανούς
έστω σαν αέρα.
Σε μια γέφυρα
που φτιάχναμε
και ένωνε
αυτό που λέμε ζωή
κι αυτό που λέμε θάνατο.
—-
Εκεί που οι ζωντανοί
έμοιαζαν με πεθαμένοι
κι οι πεθαμένοι
με ζωντανοί.
Κανείς δεν αντέχει τόση ασχήμια.
* Απόσπασμα από το τρίτο πολυσέλιδο ποίημα της συλλογής
«Το ημερολόγιο»