Scroll Top

Στέργιος Ντέρτσας – «Cantus Firmus – 44 μελωδικά διηγήματα»

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΝΤΕΡΤΣΑΣ
Cantus Firmus – 44 μελωδικά διηγήματα
Εκδόσεις Μετρονόμος/2021

Το Cantus Firmus είναι ένας μουσικός όρος που αναφέρεται στην προϋπάρχουσα μελωδία γύρω από την οποία περιστρέφεται η σύνθεση. Εδώ σύνθεση είναι η κάθε ιστορία που έχει ως κεντρικό του άξονα ένα τραγούδι, γνωστό ή λιγότερο γνωστό, ή μια μουσική σύνθεση, που δίνουν κάθε φορά τον τίτλο τους στο εκάστοτε διήγημα.

Σαράντα τέσσερις ιστορίες που συναντιούνται με σαράντα τέσσερα τραγούδια/μουσικές που είτε αποτελούν την καρδιά της ιστορίας είτε δίνουν σε αυτές καινούργιες διαστάσεις αναδιαμορφώνοντας το σύμπαν τους. Σαράντα τέσσερις ιστορίες για τον έρωτα, την αγάπη, τον θάνατο, τη φιλία, τα όνειρα, τα πάθη, την παιδική ηλικία, το μυστήριο, τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις, την ποίηση της και τη φρίκη της, δοσμένες με ποικίλους τρόπους και ενταγμένες στη βιοποικιλότητα ενός αγαπημένου και απαιτητικού λογοτεχνικού είδους: του διηγήματος, παλιού και σύγχρονου. Μέσα από το οποίο αποθεώνεται και επιβεβαιώνεται η καθημερινή μας σχέση με την μουσική και τα τραγούδια, είτε ως έμπνευση, είτε ως πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε, συνειδητά ή ασυνείδητα, είτε ως ξαφνική ανακάλυψη που αλλάζει την οπτική μας στα πράγματα προσφέροντας νέες διαστάσεις στην καθημερινότητα, στο παρόν μας, στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον μας.

Μουσική και λογοτεχνία σε ένα βαλς άλλοτε κωμικό, άλλοτε τραγικό,
γήινο και μεταφυσικό ταυτόχρονα, με βήματα πότε σταθερά
και πότε αβέβαια πάνω στην πίστα του Αγνώστου.

§

IT’S A MAN’S WORLD

   Ήταν βουβοί, μισοκοιμισμένοι, κάτω απ’ τις λεύκες του πάρκου, τύφλα απ’ το πολύ πιόμα, όταν ο Ακάκιος ξαφνικά άρχισε να λέει την γνωστή ιστορία:

   «Μαλάκες, ήμουν μέσα, τα είδα όλα με τα ίδια μου τα μάτια. Μα τον Χριστό και μα την Παναγία, σας μιλάω. Το μαγαζί ήταν πήχτρα, δεν έπεφτε καρφίτσα. Για να πας για κατούρημα, έτσι κι ήσουν στην άλλη άκρη, έπρεπε να δώσεις μάχη. Εγώ καθόμουν δίπλα στην πίστα. Τους άλλους τους είχα χάσει. Κυνηγού­σαν κάτι γκομενάκια και μ’ είχαν αφήσει μόνο, ως συνήθως. Και ξαφνικά ο αρχίδης ο ντι τζέι έβαλε τον ύμνο. Καργιόλη Τζέημς Μπράουν, τι φωνάρα έχεις, ρε πούστη μου! Τι φωνάρα έχεις, ρε γαμημένε! Έτσι κι έρθει Ελλάδα θα πάω με τα πόδια να τον δω και να τον προσκυνήσω τον καργιόλη.
   Τότε τραβήχτηκαν όλοι απ’ την πίστα κι ανέβηκε ο Λούτσος, το κτήνος. Στην κοσμάρα του, ως συνήθως. Φόραγε μια χοντρή αλυσίδα στον λαιμό, σαν μπουλ­ντόγκ ήταν το παλιόμουνο. Τα φώτα χυνότανε στην κοψιά που ‘χει στο μάγουλό του και στην παραφρο­σύνη που λαμπυρίζει στα μάτια του, κι ήταν σαν να ‘χε βγει μόλις από την κόλαση. Και ξαφνικά έσκασε μύτη από το πουθενά ο Πιτσιρικάς κι ανέβηκε στην πίστα. Πάγωσα, μαλάκες, μου κοπήκαν τα ήπατα. Γιατί ήμουν παρών και την άλλη φορά που είχε γίνει κάτι παρόμοιο, κι ο Λούτσος, δήθεν χορεύοντας, του ‘ριξε μια αγκωνιά στα μούτρα και κόντεψε να τον αφήσει στον τόπο. Ήξερα πως ψηνότανε μια παράξε­νη κατάσταση, μύριζες το κακό στην κάπνα και στα λασπωμένα αρώματα του μαγαζιού, αλλά αυτό που ακολούθησε δεν μπορούσα να το προβλέψω με τίποτα. Καταλάβαινα και δεν καταλάβαινα, ταυτόχρονα, κι ο Τζέημς Μπράουν τα έδινε όλα, όλα ο καργιόλης, είχε μετατρέψει το μαγαζί σε διαστημόπλοιο και μας πήγαινε ταξίδι στο σύμπαν.
   Τα μάτια του Λούτσου γυρίσανε ανάποδα. Ξαφνιά­στηκε και πρέπει να ψυλλιάστηκε αμέσως τη δουλειά, ήταν θέμα λίγων λεπτών να γίνει αρένα το μέρος, το ένιωθες κι ας μην ήσουν υποψιασμένος όπως εγώ. Αρένα, μαλάκες μου, αίμα κι άμμος κι ο καργιόλης ο Τζέημς Μπράουν, σαν να ‘χε φτιαχτεί άγρια, έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο τραγούδι, όλο και πιο βαθιά ο γαμημένος, και μ’ έκανε να νιώθω φόβο και ηδονή μαζί, σαν σαμπουάν δύο σε ένα.
   Και από παντού, όταν λέμε από παντού εννοούμε από παντού, σκάσανε στην πίστα κάτι λέσια, σκέτα κτήνη, καμιά δεκαριά, ίσως και παραπάνω, και άρχισαν να χορεύουν και βάλανε στη μέση τον Λούτσο, πρώτη φορά τον είδα τόσο φοβισμένο, τόσο χέστη, πω πω, ντράπηκα για λογαριασμό του, έπεσε το τσιγάρο από τα χέρια του, τρέμαν τα χείλη του, τι αποτρόπαιο θέαμα, είπα μέσα μου, αποτρόπαιο θέαμα σαν να είχε περάσει μια νταλίκα πάνω από το κεφάλι του, ήθελα να κλείσω τα μάτια μου για να μη βλέπω και ταυτόχρονα να τα κρατήσω ανοιχτά γιατί η ιστορία της πόλης, ένα από τα πιο βαρβάτα επεισόδια της νυχτερινής ζωής της εποχής μας, παιζότανε εκεί, κι εγώ ο κωλόφαρδος ήμουν στη καλύτερη θέση, πρώτο τραπέζι πίστα που λένε, κι άσε τους άλλους να κυνηγάνε γκομενάκια και να τρώνε τη μία χυλόπιτα πίσω από την άλλη.
   Άρχισαν να του την πέφτουν και να τον βαράνε παντού, παντού, παντού, ανελέητα, δεν έλεγε τίποτα αλλά τα μάτια του ικετεύανε για έλεος και η παρα­φροσύνη μέσα τους έλαμπε ακόμη περισσότερο, πα­ντού, μέχρι που τονε κάνανε τόπι και τονε πήρανε σηκωτό έξω για να συνεχίσουν τη δουλειά τους, δυο βδομάδες χαροπάλευε στο νοσοκομείο. Κι όταν συνήλ­θε δεν ξανάγινε ποτέ ίδιος, τριγυρνούσε σαν φυτό στην πόλη, με σπασμένα δόντια και διαλυμένα μούτρα. Αίμα και ξύλο αλύπητο, κι εσύ γαμημένε, καργιόλη, θεέ, ημίθεε και βασιλιά της σόουλ, έδινες μιαν άγρια ομορφιά, εδώ κολλάει αυτή η έκφραση μάγκες, άγρια ομορφιά, που πάνε και μου την κοτσάρουνε όπου να ‘ναι διάφοροι βλαμμένοι, μιαν άγρια ομορφιά, ναι, σε όλα αυτά, που μ’ έκανες να σκέφτομαι πως έτσι και έρθεις στην Ελλάδα θα έρθω πεσμένος στα γόνατα να σε ακούσω και να σε προσκυνήσω, ρε γαμημένε άντρα, άγγελε και δαίμονα Τζέημς Μπράουν Και ο Πιτσιρικάς απόμεινε στην πίστα ολομόναχος, βάτος καιόμενη, χόρευε ατάραχα χωρίς να του καίγε­ται καρφί ενώ όλοι, κι όταν λέμε όλοι εννοούμε όλοι, τον κοίταγαν με κομμένη την ανάσα. Μαζί τους κι εγώ, τον θαύμαζα όσο δεν πάει, υπάρχουν στιγμές που η μνήμη μου λέει πως τον χειροκρότησα καθόλου απίθανο να το έκανα.
   Μου φάνηκε ο τσόγλανος τόσο σατανικός και τόσο όμορφος, σαν μαυριτάνικο σπαθί και σαν κόμπρα, που χόρευε και κάπνιζε χόρτο έχοντας ρίξει το κεφάλι του πίσω, με το μακρύ ξανθό του μαλλί να χύνεται κάτω σαν καταρράκτης από χρυσάφι, και φυσώντας τον κα­πνό ψηλά λες και σημάδευε τον Θεό, που είπα μέσα μου, ξανά και ξανά, καργιόλη Τζέημς Μπράουν, μαύ­ρε που οι μοίρες σε βούτηξαν στο υγρό χρυσάφι, που όποτε η ψυχή μου μπαίνει στο μπλέντερ της φωνή σου γίνεται αλοιφή, κι εσύ ένας θεός είσαι ρε γαμη­μένε, ένας θεός που δεν μπορεί να σ’ αγγίξει κανένας και τίποτα, μια πουτάνα μάγισσα μοίρα σε πήρε και σε έχωσε μέσα σε μια λεκάνη με αθάνατο νερό και ορκίζομαι σε ό,τι έχω και δεν έχω πως άμα έρθεις στην Αθήνα θα πουλήσω ακόμη και το κορμί μου αν χρειαστεί για να πληρώσω τα εισιτήρια και να ‘ρθω να σε δω από κοντά, να σε προσκυνήσω, να φωνάξω πως είσαι θεός, θεός, θεός, θεός, και μετά ας πεθάνω, και μετά ας πάρουν όλα φωτιά, θα ‘χω ανακαλύψει το νόημα της ζωής μου και τίποτα άλλο δεν θα με νοιά­ζει, μετά από αυτό θα έχω περάσει σε μια παντοτινή νιρβάνα, στην αιώνια αταραξία…»

   Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, κάτι ψέλλισε, κι αμέ­σως το άφησε να πέσει κάτω. Ροχάλιζε. «Πόσο έχει πιει; Νομίζει πως είμαστε ακόμη στο ογδόντα» είπε ο Μαρίνος. «Και στα καλά του το ίδιο θέλει να νο­μίζει..» είπε ο Άκης. «Ακόμη μαζεύει λεφτά, μήπως και δει τον βασιλιά από κοντά. Μην πάτε να τον πείσετε πως πέθανε. θα τον γαμήσετε.»