ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ
«ΘΑ ΜΑΣ ΞΕΠΛΥΝΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ»
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 2018-2020
Εκδόσεις GUTENBERG/2020
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΖΟΝΤΑΙ
Εἶναι ἕνα παιχνίδι ἀφορισμῶν κάπως δήμο-
σιογραφικό
καὶ πολὺ αὐτάρεσκο
καὶ λαϊφσταϊλίστικο ὅσο νὰ πεῖς
ὅπου ἐσύ (περιγράφοντας προφανῶς τὸν ἑαυ-
τό σου)
λὲς πὼς οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται
σὲ αὐτοὺς τοὺς λίγους ποὺ ἔχουνε κάνει κάτι
ἰδιαίτερο
(ἢ ἔχουν δεῖ, ἢ ἔχουν ἀκούσει, ἢ ἔχουν γευτεῖ)
καὶ στοὺς —προφανῶς ξενέρωτους— ὑπολοί-
πους.
Ὅλο και περισσότερο διαβάζεις τέτοια ἄρθρα
ἢ καὶ βιβλία
ἢ βλέπεις βίντεο στὸ Διαδίκτυο
πού – λόγου χάριν – λένε
πὼς οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σὲ αὐτοὺς ποὺ
ἔχουνε δεῖ
τὸ ἡλιοβασίλεμα στὸν βράχο τοῦ Σουνίου
καὶ στοὺς ὑπολοίπους
σὲ αὐτοὺς ποὺ ἤπιανε Chianti Classico τοῦ
ἔτους 1976
καὶ στοὺς ὑπολοίπους˙
σὲ αὐτοὺς ποὺ εἴδανε ἀπὸ κοντὰ τὴν Προσκύ-
νηση τῶν Μάγων τοῦ Λεονάρντο
καὶ στοὺς ὑπολοίπους
σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀκούσει τουλάχιστον μιὰ
φορά
το «Erharme Dich» ἀπὸ τὰ Κατὰ Ματθαῖον
Πάθη τοῦ Μπὰχ
καὶ στοὺς ὑπολοίπους.
Κι εἶναι ἡ ἀλήθεια πὼς ὁ κατάλογος αὐτὸς μπο-
ρεῖ νὰ μακρύνει πολύ
κι ὁ καθένας θὰ λέει ἕναν ἀφορισμὸ ποὺ θὰ
στρέχει
καθὼς θὰ κουβαλάει τὴν ἀλήθεια του.
Ἂς ποῦμε:
Οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σὲ αὐτοὺς ποὺ εἴδα-
νε τὸν Λιονέλ Μέσι
να κάνει κατεβασιὰ στὸ Κάμπ Νοὺ
καὶ στοὺς ὑπολοίπους
σὲ αὐτοὺς ποὺ φιλήθηκαν ἕνα καλοκαιρινὸ βρά-
δυ
κάτω ἀπὸ τὶς σκάλες τῆς ὄχθης τοῦ Σηκουάνα
καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ δέν.
Σὲ αὐτοὺς ποὺ διάβασαν παιδιὰ τοὺς ᾿Αθλίους
καὶ βάλανε τὰ κλάματα ὅταν πέθαινε ἡ Φα-
ντίνα,
ποὺ περπάτησαν ἐρωτευμένοι τοὺς Κήπους τῆς
Χενεραλίφε,
ποὺ εἴδανε τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου μήνα Ιούνιο
στην Ύδρα
ἢ καὶ στὴ θάλασσα τῆς Μακραφού
(ἢ καὶ σὲ ὅποια ἄλλη θάλασσα τοῦ Ἰουνίου)
καὶ στοὺς ἄλλους
ποὺ συνέχισαν τὸ διάβασμα ἀδάκρυτοι,
ποὺ δὲν πήγανε ζευγάρι στὴν ᾿Αλάμπρα,
ποὺ στὴν Ὕδρα κοιμήθηκαν λίγο πριν ξημε-
ρώσει.
Καὶ καθὼς μποροῦμε νὰ τὸ συνεχίζουμε ἐπά-
πειρον
νὰ συμπληρώσω κι ἐγὼ
πὼς ἴσως οἱ ἄνθρωποι νὰ χωρίζονται καὶ σὲ
αὐτοὺς
ποὺ στοὺς δρόμους τῆς ᾿Αντὶς Αμπέμπα
ἡ ρόδα τοῦ αὐτοκινήτου τους περνοῦσε ξυστὰ
ἀπὸ κεφάλια και πόδια καὶ χέρια καὶ σώματα
παιδιῶν
(γιατὶ ἔτσι κείτονται τὰ παιδιὰ στοὺς δρό-
μους ἐκεῖ πέρα)
κι αὐτοὶ κρατοῦσαν βέβαια τὴν ἀνάσα τους
μὰ σὰν περνοῦσαν δὲν γυρνοῦσαν πίσω τὸ κε-
φάλι τους νὰ δοῦν
ἂν ἡ ρόδα ἔφαγε κάποιο ἀνθρώπινο μέλος
καὶ κατόπιν πήγαιναν σὲ ᾿Ορφανοτροφεῖα
καὶ βλέπανε μὲ τὰ μάτια τους νεογέννητα μωρά
νὰ βρίσκονται σὲ κουτιὰ παπουτσιῶν
κι ἔπειτα φεύγανε σοκαρισμένοι μέν,
μὲ δεκάδες πυρωμένα μάτια νὰ εἶναι καρφω-
μένα στην πλάτη τους,
νιώθοντας ὡστόσο πὼς μποροῦν νὰ ζήσουν στὴ
συνέχεια ἐκλογικεύοντας
(νὰ συλλογιστοῦν, νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν,
ἀκόμη καὶ νὰ γράψουν ένα ή -γιατί ὄχι πε-
ρισσότερα αἰσθαντικά ποιήματα),
ἴσως, λοιπόν, ἀγαπημένε φίλε μου,
οἱ άνθρωποι νὰ χωρίζονται καὶ σὲ αὐτοὺς
ποὺ ἔχουνε γυρίσει ἀπὸ τὴν ᾿Αντὶς Αμπέμπα
του 2017
καὶ στοὺς ὑπολοίπους.
* * *
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ
Ξέρω,
θὰ ἔρθουν δύσκολοι καιροί,
μέρες ὅπου οἱ ἠθικὲς ἀξίες μας θὰ ξεχαστούν,
καὶ τὰ παιδιά μας –ἢ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι –
θὰ πατᾶμε κουμπιὰ ποὺ θὰ σημαίνουν τὴν θα-
νατο τῶν ἄλλων.
Καὶ τὰ βιβλία μας θὰ σαρωθούν,
καὶ τὰ ποιήματα καὶ ὁ πολιτισμός
– ποιός πολιτισμὸς ὅταν σκοτώνουμε τους πει-
νασμένους;
Ὡστόσο ἡ κυρία που μένει μόνη της στὸν ἡμιῶ-
ροφο
κάθε βράδυ, γύρω στις 11,
βγαίνει καὶ ἀφήνει φαγητὸ γιὰ τὶς γάτες τῆς
γειτονιᾶς.
Καὶ προχθές, μὲ τὸ πολὺ κρύο,
γύρισα νύχτα καὶ βρῆκα τὴν πόρτα τῆς εἰσό-
δου ἀνοιχτή,
στερεωμένη μὲ τὸ πατάκι.
Λογικά θὰ ἦταν αὐτή –
γιὰ νὰ μποῦνε μέσα τὰ ζῶα ποὺ κρυώνουν,
ἢ καὶ κάποιος ἄνθρωπος.
Ἐφόσον θέλουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ μέλλον,
πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὴν κυρία τοῦ ἡμιωρό-
φου,
πρέπει νὰ φανταστοῦμε κάποιον ποὺ θὰ κρα-
τήσει
τὴν πόρτα της εἰσόδου ἀνοιχτή.