ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ
«Ἡ συμμιγή»
Εκδόσεις Ρώμη/2022
«ΗΤΑΝ ΩΡΑΙΑ ΣΑΝ ΓΙΟΡΤΗ», εἶπε τὸ ἀγρίμι
Ἦταν ὡραῖα, εἶπες, κάτι σὰν γιορτὴ
ποὺ στήνουν τὰ κοτσύφια στὴν αὐλή μου.
Τιτιβίζουν ἀσταμάτητα, γεύονται καρποὺς
κι ὕστερα σφαίρες χάνονται στοὺς φράχτες.
Τὰ μεσημέρια ἡσυχάζουν
λὲς ὑποτροπίασε ἡ σιωπὴ
στὸ δόλο τοῦ ἀνέμου.
Εἶναι ἡ εὐκολία του νὰ προλαβαίνει τὰ πουλιὰ
νὰ τὰ κρυώνει καὶ τότε
μιὰ ζήλεια ἀκατανόητη τὰ κυριεύει:
γιατί αὐτὸς καὶ ὄχι ἐμεῖς.
Τί νὰ ἀπαντήσεις στὴ σοφία τῆς ψυχῆς
στοῦ αἰσθήματος τὴ δεδηλωμένη
πῶς νὰ μιλήσεις γιὰ ὅ,τι σὲ κατέχει;
-Ποιός κρατὰ τὸ μήλο Sali;*
Το ἀπόβραδο
ἐπιμένει ἀπειλεῖ
ὑγρὴ ἡ πόλη μυρίζει καταιγίδα
καὶ τὸ γαλάζιο σπαράζει
στὰ δανεισμένα σύννεφα.
Ἡ θάλασσα χορταίνεται
στὸν ἔρωτα ποὺ ἀναπλάθει τις πληγές.
Σ’ ὅ,τι παράφορο
διεκδικεῖ τὸ ἀπρόσμενο
με τις ριπές τοῦ ἀνέμου
καὶ τὶς ἐλλείψεις τῶν πτηνῶν ποὺ κρώζουν.
Τὸ μαγικὸ βουνό πώς να μοιράσεις
στη διάρκεια;
Καθὼς ὁ ποταμός φουσκώνει
ἀναζητᾶς τίς ἐκδοχὲς τῆς ἱστορίας
καὶ τότε,
ἀνάμεσα στοὺς γηγενείς
κρατά τό μῆλο.