Το κρυφό πρόβατο
Στα σκουπίδια μέσα έπεσε τ’ όνομά μου
Θα λερωθώ για να το βρω
να μοιάζει πάλι με Μαρία
Έξη η γραφή
Έξι φορές μ’ αρνήθηκες
Όπως και να ‘ναι
Μοιρασμένος ο ήλιος
σε δύο κομμάτια
Ο ένας δεν θα πάρει
Ο ψεύτης δηλώνει ενάρετος
Μαραίνεται όσο βραδιάζει
Λέξη δεν βρίσκω να πιαστώ
Είναι ζεστοί οι δρόμοι
Κουδουνάκια αχνά
πλησιάζουν ακούγονται
σβήνουν
Λιγοστό φως αναδύεται
στο δωμάτιο φως
παραμυθιού φέγγει
Δειλή ταραχή ασεβεί στο
παραμύθι
Ήθελα κι άλλο να μείνω κοντά σου
στη χαρά και στη λύπη
Για μέρες κοιτάζω
ένα γαλήνιο ουρανό
Περιμένω να πέσει
Ακίνητη
Αμετακίνητη
Σε αναπηρική βαρκούλα
Με τις αγαπημένες μορφές των δέντρων
Ενώθηκαν από το εύθραυστο
χώμα συστάθηκαν με τρυφερές
αιτίες στον βρόντο μέσα σε
άχρηστες πέτρες εκκαλώ
ζεστά απογεύματα και
φιλύποπτες στάχτες
Σε χρονοφάγους καιρούς
Και ξαφνικά έγινε
Ένας άδοξος χορός
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένο
το μεδούλι μιας ποίησης
αδικαιολόγητα προφητικής
και εκ προοιμίου αξιόποινης
Για να ζητήσω συγγνώμη
Στα δύο πέπλα με καθαρό
μετάξι
Καθένα που έπεφτα απαλά
και χάνονταν μετά
στο βρώμικο στόμα του πατώματος
Σ’ αυτή τη σφαγή
με φιμωμένα τα χείλη
Συμφώνησα
Από τότε βαλσαμωμένη στη βιτρίνα
Τα Χριστούγεννα της βάζουν
λαμπάκια και το Πάσχα
ένα αυγό κατακέφαλα.
Έχει κουμπί που βγάζει
ήχο γέλιου. Της αλλάζουν
και μπαταρίες. Τα παιδάκια
γελάνε και οι μεγάλοι επίσης.
Ένας αδέσποτος σκύλος
Δεν γελάει
Όταν βαθαίνει η νύχτα δραπετεύει
Κλειδώνει επιμελώς το κλουβί
και φεύγει
Τι ξεχνάει αναρωτιέται
κλειδώνει και φεύγει
Μήπως το φως αναμμένο
την πόρτα ανοιχτή
την αυριανή μέρα
το κρυφό πρόβατο με το
χορτάρι του
όμως κλειδώνει και φεύγει
κάθε νύχτα κλειδώνει και
φεύγει
Αλάθητη μητέρα των λαθών η επανάληψη
Βρώμικες μύγες κάνουν φωλιά
στην έξοδο της πόρτας
Έχει ησυχία φθονερή
Η σκόνη στο κούτελο κόσμημα
Καμαρώνει καινούργιο καθαρό
Κοίταξέ με
Πλάνα αμοντάριστα
ανεξήγητης αξίας
Ο θησαυρός μου
Αδειάζω τα σκουπίδια όπου πάνε
Και την ευγένεια που τα κρατούσα
The hidden sheep
My name fell into the garbage
I will get dirty to find it
to look like Maria again
Six times the writing
Six times you denied me
Any way
The sun is divided
right in two
The one won’t have it
The liar calls himself righteous
It withers as the night falls
I can’t find a word to hang to
The roads are hot
Distant bells
Come closer ring
fade away
A dim light rises
into the room light
of a fable shines
A spineless turbulence disrespects
The fable
I wanted to stay longer by you
in sickness and in health
I have been watching for days
a calm sky
I want for it to fall
Still
Immovable
Inside a wheelchair boat
Along with the favorite shapes
of the trees
They become one with the fragile
dirt molded with tender
causes to the wind inside
useless stones I invoke
warm afternoons and
suspicious ashes
In time-eating times
And suddenly an inglorious ball
happened
The marrow of poetry
Extracted from the bones
inexplicably prophetic
and punishable from the start
To apologize
To the two veils with pure silk
Each one that was falling gently
and then was lost
into the dirty mouth of the floor
In that slaughter
with sealed lips
I agreed
Εmbalmed at the window since then
At Christmas they put
little lamps and at Easter
an egg on the top of her head.
She has a button that makes a
Laughing sound. They change
her batteries too. The children
laugh and the adults too.
A stray dog
does not.
When the night falls she escapes
She locks the cage carefully
and leaves
She wonders what she has forgotten
She locks away and leaves
Maybe the light is on
Maybe the door is open
Maybe the day after today
Maybe the hidden sheep with its grass
but she locks away and leaves
every night she locks away
and leaves
Repetition, infallible mother of mistakes
Dirty flies nest
On the exit of the door
There is an envious silence
The dust on the forehead like a jewel
Boasts new clean
look at me
Raw footage
of inexplicable value
My treasure
I empty the garbage wherever they may go
Along with the kindness that I was holding them with
Νυχτώνει παντού με δυσκολία
Κρυμμένη
πίσω από υπέρβαρη λέξη
Δεν έχει ησυχία τούτο το κελί
Σκόνη πηγαινοέρχεται, ένας αέρας
Παλιές φωνές γδαρσίματα κακοβαμμένα
Μάτια κατεβασμένα κρέμονται όνειρα
Συνωστισμός ομιλιών που φύγανε
Νομίζουν ότι λείπω
Everywhere night comes down hardly
Hidden
behind an overweight word
There is no silence in this cage
Dust roams, a wind
Old voices poorly painted scratches
Glances down dreams hang
Squash of talks that left
They think I am not there