Scroll Top

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι – Έγκλημα και τιμωρία (β΄)

portrait.jpg-.jpg

 Δεν υπάρχει στον κόσμο δυσκολότερο πράγμα απ’ την ειλικρίνεια και δε υπάρχει ευκολότερο απ’ την κολακεία. Αν στην ειλικρίνεια βρίσκεται έστω κι ένα εκατοστό της νότας ψεύτικο, τότε γίνεται αμέσως παραφωνία και σαν άμεση συνέπεια επακολουθεί το σκάνδαλο˙ στην κολακεία όμως, αν τα πάντα, ακόμα κι ως την τελευταία νότα, είναι ψεύτικα, είναι και πάλι ευχάριστα και τα δέχεται κανείς μ’ ευχαρίστηση. Κι αυτό ισχύει για όλους τους ανθρώπους, όλων των κοινωνικών τάξεων. 

* * * 

[…] Έβλεπε στον άρρωστο ύπνο του πως τάχα όλος ο κόσμος είχε καταδικαστεί να πεθάνει εξαιτίας μιας τρομερής κι ανήκουστης αρρώστιας που ερχόταν απ’ τα βάθη της Ασίας και κατέκλυζε την Ευρώπη. Όλοι έπρεπε να χαθούν εκτός από μερικούς, πολύ λίγους, εκλεκτούς. Κάποιοι καινούργιοι μικροσκοπικοί βάκιλλοι προσβάλανε το σώμα του ανθρώπου. Οι βάκιλλοι όμως αυτοί ήτανε πνεύματα που είχαν λογικό και θέληση. Οι άνθρωποι που προσβάλλονταν απ’ αυτά τα μικρόβια, γίνονταν αμέσως δαιμονισμένοι και τρελοί. Ποτέ όμως, ποτέ, οι άνθρωποι δεν πίστευαν τόσο μυαλωμένο τον εαυτό τους, ποτέ δεν είχαν πιστέψει τόσο σταθερά πως είχαν βρει την αλήθεια, όσο αυτοί οι προσβλημένοι από την αλήθεια, όσο αυτοί οι προσβλημένοι απ’ την αρρώστια. Ποτέ δεν είχαν νομίσει πιο ατράνταχτα τα συμπεράσματά τους, τις επιστημονικές τους θεωρίες, τις ηθικές τους θεωρίες. Ολόκληροι συνοικισμοί, ολάκερες πολιτείες και λαοί μολύνονταν και τρελαίνονταν. Όλοι βρίσκονταν σε ταραχή και δεν καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον, ο καθένας τους νόμιζε πως μονάχα αυτός κατέχει την αλήθεια και υπόφερε κοιτάζοντας τους άλλους, χτυπούσε το στήθος του, έκλαιγε και σύστρεφε τα χέρια του. Δεν ξέρανε ποιον και πώς έπρεπε να κρίνουν, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι έπρεπε να θεωρούν καλό και τι κακό. Δεν ξέρανε ποιον να κατηγορήσουν και ποιον ν’ αθωώσουν. Οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους με κάποιο άσκοπο μίσος. Μαζεύονταν ολόκληρα στρατεύματα και ρίχνονταν στους άλλους, μα κι οι φαντάροι, στην πορεία τους ακόμα, άρχισαν ξαφνικά να χτυπιούνται και να πετσοκόβονται μεταξύ τους η παράταξη χαλούσε, λογχίζανε και σφάζανε, δαγκώνανε και τρώγανε ο ένας τον άλλον. Στις πολιτείες χτύπαγαν όλη μέρα οι καμπάνες˙ τους καλούσαν όλους, μα ποιος τους καλούσε και γιατί τους καλούσε, κανείς δεν το ΄ξερε κι ήταν όλοι τους ανήσυχοι. Είχαν παρατήσει τα κοινά επαγγέλματα, γιατί ο καθένας πρότεινε μετατροπές και βελτιώσεις και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν˙ είχε παραμεληθεί κι η γεωργία. Εδώ και κει οι άνθρωποι μαζεύονταν μπουλούκια-μπουλούκια, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι, ορκίζονταν να μη χωρίσουν ποτέ, αμέσως όμως άρχιζαν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που μόλις τώρα είχαν οι ίδιοι υπολογίσει, άρχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, έρχονταν στα χέρια και σφάζονταν. Άρχισαν οι πυρκαγιές, άρχισε η πείνα. Όλα χάθηκαν, το παν καταστράφηκε. Η αρρώστια όλο και προχωρούσε. Σ’ όλο τον κόσμο λίγοι μπορούσαν να σωθούν˙ ήταν οι αγνοί κι οι εκλεκτοί, προορισμένοι να θεμελιώσουν ένα νέο ανθρώπινο γένος και μια καινούργια ζωή, ν’ ανανεώσουν και να καθαρίσουν τη γη, όμως κανείς και πουθενά δεν έβλεπε αυτούς τους ανθρώπους, κανείς δεν είχε ακούσει τα λόγια τους και τη φωνή τους.

1866

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου