Σήμερα, είναι σαφές ότι η παρακμή μιας γλώσσας δεν μπορεί, εντέλει, παρά να έχει πολιτικά και κοινωνικά αίτια˙ δεν είναι απλώς απόρροια της αρνητικής επίδρασης του ενός ή του άλλου συγγραφέα. Ωστόσο, ένα αποτέλεσμα μπορεί να μετατρέπεται σε αίτιο, ενισχύοντας έτσι την αρχική αιτία και παράγοντας αντίστοιχα αποτελέσματα, και μάλιστα με εντονότερη μορφή. Μπορεί κάποιος να πίνει γιατί θεωρεί ότι είναι αποτυχημένος, και, επειδή ακριβώς πίνει, να βυθίζεται όλο και περισσότερο στο τέλμα της αποτυχίας.
[..]
Λέξεις με απροσδιόριστο ή ελαστικό νόημα.
Σε αρκετές περιπτώσεις, και κυρίως σε κείμενα καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής κριτικής,
συχνά συναντά κανείς μακροσκελείς φράσεις που δεν έχουν σχεδόν κανένα νόημα, ή λέξεις που χρησιμοποιούνται χωρίς να υποδηλώνουν κάτι συγκεκριμένο και χωρίς να προσδοκάται καν να καταλάβει κάτι από αυτές ο αναγνώστης. Έτσι, συχνά οι τεχνοκρίτες χρησιμοποιούν λέξεις όπως ρομαντικός, αξίες, πλαστικότητα, ζωτικότητα κ.ά. Όταν ένας κριτικός γράφει: «το κατεξοχήν γνώρισμα του έργου του κυρίου Χ είναι ότι συνιστά δοχείο ζωής», ενώ ένας άλλος κριτικός γράφει ότι «το κατεξοχήν γνώρισμά του είναι ότι αποπνέει θάνατο», ο αναγνώστης θεωρεί πως πρόκειται για διάσταση απόψεων. Αν, όμως, αντί για τις λέξεις ζωή και θάνατος είχαν χρησιμοποιηθεί αντίστοιχα οι λέξεις μαύρο και λευκό, θα αντιλαμβανόταν ίσως αμέσως ότι πρόκειται απλώς για άστοχη χρήση τους. Ανάλογη κατάχρηση παρατηρείται και στη χρήση αρκετών πολιτικών ορών. Έτσι, οι λέξεις φασισμός
και φασίστας έχουν καταλήξει με τον καιρό να χρησιμοποιούνται για οτιδήποτε και οποιονδήποτε, αντίστοιχα, απλώς μας απαρέσκει. Οι λέξεις δημοκρατία, σοσιαλισμός, ελευθερία, πατριωτικό, δικαιοσύνη έχουν χρησιμοποιηθεί από διαφορετικούς ανθρώπους και με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη λέξη δημοκρατία, όχι μόνον δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός της, αλλά και κάθε απόπειρα να δοθεί ένας τέτοιος ορισμός συναντά αντιδράσεις από όλες τις πλευρές. Γίνεται σχεδόν καθολικά δεκτό ότι, όταν αποκαλούμε μια χώρα δημοκρατική, πρόκειται για θετικό χαρακτηρισμό˙ κατά συνέπεια, κάθε λογής καθεστώτα και οι υποστηρικτές τους διεκδικούν τον τίτλο δημοκρατία για τη χώρα όπου έχουν επικρατήσει˙ παράλληλα, φοβούνται πως, αν ποτέ ο όρος αποκτούσε σαφές και αυστηρά καθορισμένο περιεχόμενο, δε θα μπορούσαν πια να τον χρησιμοποιήσουν. Τέτοιου είδους όροι είναι, επίσης, συνήθες φαινόμενο να χρησιμοποιούνται με συνειδητά δόλιο τρόπο. Με άλλα λόγια, έστω και εάν αυτός που χρησιμοποιεί τον όρο δημοκρατία τού προσδίδει ένα εντελώς ιδιαίτερο περιεχόμενο, μπορεί με αυτόν τον τρόπο να παραπλανήσει, κάνοντας τον ακροατή να νομίζει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι ο ομιλητής έχει πράγματι κατά νου.
[…]
…τα σημερινά κείμενα στη χειρότερη εκδοχή τους δε βασίζονται σε λέξεις που έχουν επιλεγεί με βάση το ακριβές νόημά τους ούτε περιλαμβάνουν εικόνες που κάνουν σαφέστερο το νόημα των λέξεων. Αντ’ αυτών, παραθέτουν ακολουθίες και συνδυασμούς λέξεων που έχουν ήδη επιλεγεί και καθιερωθεί από άλλους, με το συμπέρασμα στο οποίο θέλουν να καταλήξουν να είναι συχνά προϊόν απλής αλχημείας λέξεων και εκφράσεων. Κύριο «προσόν» αυτού του τρόπου γραψίματος είναι η ευκολία. Όσο και αν φαίνεται
περίεργο, είναι πιο εύκολο – ακόμα και πιο γρήγορο, από τη στιγμή που η στερεότυπη έκφραση, το κλισέ, υπάρχει στο μυαλό σου – να πεις ή να γράψεις «έχω την αίσθηση» ή «αποτελεί εδραία πεποίθησή μου» απ’ ό,τι να βρεις κάθε φορά κατάλληλη και σωστή μονολεκτική διατύπωση. Στο μέτρο που κάποιος χρησιμοποιεί τυποποιημένες, «έτοιμες» εκφράσεις, δεν υπάρχει ανάγκη να αναζητήσει ή να βρει τη σωστή για την περίσταση λέξη˙
ούτε, όμως, και να προσπαθήσει να δώσει στην ομιλία του ή στο κείμενό του ρυθμό, αφού αυτές οι φράσεις-κλισέ έχουν επιλεγεί και έχουν καθιερωθεί, εκτός των άλλων, και για λόγους ευφωνίας. Όταν κάποιος υπαγορεύει βιαστικά ένα κείμενο ή μιλάει δημόσια, είναι πολύ συχνό, αλλά και πολύ βολικό, να χρησιμοποιεί τυποποιημένες εκφράσεις αλλά και τυποποιημένη σύνταξη (λ.χ., «το συμπέρασμα στο οποίο κάθε λογικός άνθρωπος θα κατέληγε αβίαστα», «μια παράμετρος που δε θα πρέπει να μας διαφεύγει» κ.λπ.), αποφεύγοντας έτσι – εκτός των άλλων – και τυχόν γκάφες ή άλλα ολισθήματα. Χρησιμοποιώντας κανείς κοινότοπες μεταφορές, παρομοιώσεις και ιδιωματισμούς, εξοικονομεί πνευματικό κόπο, έστω και αν αυτό έχει ως συνέπεια να παραμένει εν πολλοίς ασαφές το περιεχόμενο όσων λέει ή γράφει – όχι μόνον για τον ακροατή/αναγνώστη, αλλά και για τον ίδιο. Σκοπός μιας μεταφοράς είναι να ανακαλέσει μια εικόνα. Όταν γίνεται κατάχρηση, μεταφορών (λ.χ., στις φράσεις «η φασιστική ύαινα τραγουδά το κύκνειο άσμα της», «ψαρεύει σε θολά νερά αλείφοντας ταυτόχρονα με βούτυρο το ψωμί της αντίδρασης» κ.λπ.), μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο ρήτορας ή ο συντάκτης του κειμένου στην ουσία δε σκέφτεται όσα λέει ή γράφει˙ απλώς χρησιμοποιεί έτοιμες και βολικές εκφράσεις και διατυπώσεις.
[…]
Ένας ευσυνείδητος συγγραφέας, για κάθε φράση που γράφει, θέτει στον εαυτό του τουλάχιστον τέσσερα ερωτήματα: Τι θέλω να πω; Ποιες λέξεις μπορούν να το εκφράσουν; Ποια εικόνα, ποια μεταφορά ή ποιος ιδιωματισμός θα κάνει σαφέστερο αυτό που θέλω να πω; Είναι αυτή η εικόνααρκετά πρωτότυπη ώστε να επιτελεί τον ρόλο της; Πιθανότατα, σε αυτά τα ερωτήματα θα προσθέσει ακόμα δύο: Μήπως μπορώ να πω το ίδιο με λιγότερα λόγια; Μήπως στον τρόπο με τον οποίο έχω εκφραστεί υπάρχει κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο ή πετυχημένο και που μπορώ να το αποφύγω; Φυσικά, όταν γράφετε ένα κείμενο, δεν οφείλετε να υποβάλλετε στον εαυτό σας όλα αυτά τα ερωτήματα. Μπορείτε, βέβαια, να αποφύγετε αυτή τη διαδικασία έχοντας απλώς ανοιχτή την πόρτα στις κάθε είδους «έτοιμες» εκφράσεις που θα σας έρχονται στο μυαλό. Αυτές οι εκφράσεις θα αναλάβουν να συντάξουν τις προτάσεις σας – θα σκεφτούν, μάλιστα, έως έναν βαθμό για λογαριασμό σας – και, αν αυτό είναι αναγκαίο, θα σας προσφέρουν μία ακόμα πολύτιμη υπηρεσία: θα κρύψουν, εν μέρει ακόμα και από σας τους ίδιους, το πραγματικό περιεχόμενο του κειμένου σας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική και την υποβάθμιση της γλώσσας αρχίζει να γίνεται φανερή.
[…]
Το πομπώδες ύφος είναι από μόνο του ένα είδος ευφημισμού. Οι λατινογενείς λέξεις πέφτουν πάνω στο κείμενο σαν απαλές νιφάδες χιονιού, σβήνοντας τα περιγράμματα και καλύπτοντας όλες τις λεπτομέρειες. Ο μεγάλος εχθρός της σαφήνειας στη γλώσσα είναι η ανειλικρίνεια, η υποκρισία. Όταν ανάμεσα σε αυτό που έχει κάποιος κατά νου και σε αυτό που δηλώνει ή γράφει υπάρχει χάσμα, σχεδόν ενστικτωδώς ο ομιλητής ή ο συγγραφέας στρέφεται προς τις μεγαλοστομίες και τις επιτηδευμένες εκφράσεις, σαν τη σουπιά που αμολάει το μελάνι της. Στην εποχή μας θεωρείται αδιανόητο να λέει κάποιος «δε με ενδιαφέρει η πολιτική». Όλα τα ζητήματα τείνουν να αποκτήσουν πολιτική χροιά. Όμως, η πολιτική δεν είναι πλέον παρά ψέματα, υπεκφυγές, μωρία, μίσος, σχιζοφρένεια. Όταν το γενικό κλίμα είναι κακό, η γλώσσα δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη.
[…]
Σωστή χρήση της γλώσσας δε σημαίνει άψογη γνώση και του τελευταίου κανόνα της γραμματικής ή του συντακτικού, καθώς κύριος στόχος παραμένει πάντα το να μπορεί κανείς να εκφράζεται με σαφήνεια και με γλαφυρότητα.
[…]
Στον γραπτό λόγο, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί αναφορικά με τις λέξεις είναι να τις αφήνει κάποιος να τον παρασύρουν, ωθώντας τον στην λεξιλαγνεία. Πρώτα σκεπτόμαστε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και εν συνεχεία αναζητούμε τη σωστή λέξη για να το περιγράψουμε. Όταν, όμως, σκέπτεστε μια αφηρημένη έννοια, η λέξη είναι σχεδόν από την πρώτη στιγμή «παρούσα», έτοιμη να εκφράσει αυτό που έχετε κατά νου – εκτός και αν θελήσετε, συνειδητά, να την αποφύγετε, προκειμένου να επιλέξετε κάποια άλλη. Πιθανόν να είναι προτιμότερο να αποφεύγουμε, στο μέτρο του δυνατού, τη χρήση της λέξης που μας έρχεται αυτομάτως στον νου προκειμένου για μια αφηρημένη έννοια, προτιμώντας να ενεργοποιήσουμε πρώτα τις αισθήσεις μας. Εν συνεχεία, μπορούμε να διαλέξουμε – και όχι απλώς να δεχτούμε παθητικά – τις λέξεις και τις φράσεις που θα εκφράσουν καλύτερα ό, τι έχουμε κατά νου, και κατά δεύτερο λόγο να σκεφτούμε ποια θα είναι η εντύπωση και η αντίδραση των άλλων όταν θα διαβάζουν το κείμενό μας. Αυτή η εντέλει νοητική προσπάθεια θα εξοβελίσει κάθε τετριμμένη ή συγκεχυμένη εικόνα, κάθε προκατασκευασμένη φράση, κάθε περιττή επανάληψη, κάθε αοριστία και αερολογία.
Πηγή: ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΟΚΙΜΙΑ / Εκδ. Πατάκη