Scroll Top

Rainer Maria Rilke – Η διαθήκη [I]

[…] Μή νομίζεις, καλλιτέχνη, πώς ἡ δοκιμασία που βρίσκεται στὴν ἐργασία. Δέν εἶσαι αὐτό πού παρουσιάζεται ότι εἶσαι ἢ τέτοιος πού μπορεί να σέ ἐκλαμβάνει αυτός ή ἐκεῖνος, ἐπειδή δέν τό ξέρει καλύτερα, ὅσον καιρό ή ἐργασία δέν σοῦ ἔχει γίνει τόσο ὁλότελα φύση ώστε να μὴν μ π ο ρ ε ῖ ς τίποτε ἄλλο παρά να βγαίνεις ἄξιος ἀπό τῇ δοκιμασία ἐντός της. Ἔτσι ἔργαζόμενος, εἶσαι το αριστοτεχνικά ριπτόμενο ακόντιο: νόμοι σέ παραλαμβάνουν ἀπό τό χέρι τῆς ἀκοντίστριας καί πέφτουν μαζί σου μέσα από στόχο. Τι θα ήταν πιό ἀσφαλισμένο από τῇ φυγή σου;

Ας εἶναι ὅμως ἡ δοκιμασία σου τό ὅτι δὲν ρίπτεσαι πάντοτε. Ὅτι ἡ ἀκοντίστρια μοναξιά δέν σέ διαλέγει, γιὰ πολὺν καιρό δεν σέ διαλέγει, ὅτι σέ ξεχνά. Εἶναι τότε ὁ καιρὸς τῶν πειρασμών, όταν νιώθεις αχρησιμοποίητος, ἀνίκανος. (Σὰν νὰ μὴν ήταν αρκετή απασχό ληση τὸ νὰ εἶσαι ἕτοιμος!). Τότε, ενώ κείτεσαι όχι πολύ βαρύς, ἀσκοῦνται πάνω σου οἱ περισπασμοί και προσπαθούν να βροῦν πῶς ἀλλιῶς θά ἐπιθυμούσες νὰ εἶσαι χρησιμοποιήσιμος. Όπως το ραβδί ἑνὸς τυφλού, ὅπως μιὰ ἀπό τίς βέργες ἑνὸς κιγκλιδώματος, ἤ ὅπως το ισορροπητικό κοντάρι ενός σχοινοβάτη. Ή, είναι σε θέσει νὰ τὸ κάμουν καί σὲ ἐμφυτεύουν στο έδαφος τοῦ πεπρωμένου, ὥστε νά σοῦ συμβεῖ τὸ θαῦμα τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καὶ νὰ ἀναδώσεις ἴσως μικρά πράσινα φύλλα της επιτυχίας…

Ὦ τότε, σιδερένιε: ξάπλωσε βαρύς.
Νὰ εἶσαι ἀκόντιο. Να είσαι ἀκόντιο. Νὰ εἶσαι ἀκόντιο.

Το παιχνίδι αὐτό τῆς κατάνευσης καὶ τῆς ἄρνησης, στό οποίο πολλά έχει κανείς να χάσει και πολλὰ νὰ κερδίσει, ἀποτελεῖ γιά τους περισσότερους τον τρόπο με τον ὁποῖο «περνοῦν τὸν καιρὸ τοὺς» καὶ εισδέχεται τὰ ορμήματά τους.
Ο καλλιτέχνης ἀνήκει σ’ ἐκείνους που με μια μοναδική, αμετάκλητη συναίνεση έχει παραιτηθεί από κέρδοι καί ζημιές: γιατί και τα δύο δεν υπάρχουν πιά μέσα στο νόμο, στην περιοχή της καθαρῆς ὑπακοής.
Αὐτή ἡ ὁριστική, ἐλεύθερη κατάφαση ἀπέναντι στον κόσμο μετατοπίζει την καρδιά σ’ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο βιώματος. Ἡ ψήφος τῆς ἐκλογῆς τῆς δὲν ὀνομάζεται πιά ευτυχία και δυστυχία, οἱ πόλοι της δέν χαρακτηρίζονται ως ζωὴ καὶ θάνατος. Το μέτρο της δὲν εἶναι ἡ τεντωμένη μετρική παλάμη ἀνάμεσα στις αντιθέσεις.
Ποιός σκέφτεται ἀκόμη πώς ἡ τέχνη παρουσιάζει το ‘Ωραῖο που έχει ἕνα ἀντίθετο (τὸ «ὡραῖα» τοῦ καθημερινού λόγου προέρχεται ἀπό τήν ἔννοια τοῦ γούστου). Ἡ τέχνη εἶναι τὸ πάθος γιὰ τὸ ὅλο. Τό ἀποτέλεσμά της: ἠρεμία καί ἰσορροπία τοῦ ὁλοκληρωμένου.

[Ἂν δὲν ἀντιστάθηκα στην ερωτευμένη, ἦταν ἐπειδή ἀπ’ ὅλα τὰ εἴδη κυριαρχίας ἑνός ἀνθρώπου πάνω στον ἄλλον, ἡ δική της μόνο, ἡ ἀσυγκράτητη, μοῦ φάνηκε πῶς εἶναι δικαιωμένη. Ἐκτεθειμένος καθώς είμαι, ήθελα κι ἐγώ νὰ μὴν τήν ἀ π ο φ ύ γ ω ἀλλὰ λαχταροῦσα νὰ τή διαπεράσω! Γιά νά μοῦ εἶναι παράθυρο στον διευρυμένο ἐγκόσμιο χώρο τῆς ὕπαρξης… (όχι καθρέφτης.)]

[…] Ὁ ἀσκητισμός βέβαια δὲν ἀποτελεῖ διέξοδο εἶναι αἱσθησιασμός μέ ἀρνητικό σημείο μπροστά του. Στον ἀγιο δὲν ἀποκλείεται να τοῦ ἔρχεται ὠφέλιμος, σὰν ἕνα είδος βοηθητική κατασκευή από σημεῖο διατομῆς τῶν ἀπαρνήσεών του ἀτενίζει ἐκεῖνον τὸν Θεό τῆς ἀντίθεσης, τόν Θεό τοῦ ἀόρατοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἀκόμη δημιουργήσει.

Όποιος ὅμως εἶναι ταγμένος στις αισθήσεις, ὀφείλει δηλαδή πάνω στή γῆ να δέχεται το φαινόμενο για και καθαρό καί τη μορφή γιά ἀληθινή, πῶς θὰ ἐπιτρεπόταν ν’ ἀρχίσει μὲ τὴν ἀπάρνηση! Καί ἄν ἀκόμα τοῦ εἶχε ἀρχικα φανεί βοηθητική και χρήσιμη, ωστόσο αὐτὴ θά παρέμενε κοντά του ἀπάτη, πανουργία, υφαρπαγή-, καὶ στο τέλος θὰ ἐκδικοῦνταν κάπου μές στο περίγραμμα τοῦ ἔργου του, ὡς σκληρότητα, ὡς ξηρότητα, ὡς ἀδιαλλαξία, ὡς σήψη τοῦ καρπού.

Πηγή: Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε/Η διαθήκη – Εκδ. Άστρολάβος/Ευθύνη
Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημειώσεις: Ε.Ν. ΠΛΑΤΗ