Scroll Top

Απεβίωσε η ποιήτρια Χαρά Χριστάρα

Η Χαρά Χρηστάρα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1957. Σπούδασε στο Παρίσι κοινωνιολογία, γλωσσολογία, εθνολογία και εθνομουσικολογία και ήταν κάτοχος διδακτορικού διπλώματος κοινωνικής ανθρωπολογίας από την E.H.E.S.S. Ποιήματά της είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Είχε εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές και τρεις συγκεντρωτικές εκδόσεις.

Aνήκοντας στη Θεσσαλονικιώτικη γενιά του ’80, ακολούθησε τον εσωτερικό μονόλογο που όρισε η λογοτεχνική παράδοση της πόλης της με ποίηση προσωπική και ανθρωποκεντρική. Mε λιτό και απέριττο λόγο που γεννά έντονα συναισθήματα, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικές φωνές της σύγχρονης ποίησης. Όσο η υγεία της τής το επέτρεπε διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στον χώρο των γραμμάτων της Θεσσαλονίκης, μάλιστα επί σειρά μέλος του ΔΣ της εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Aπό το 1991 εξέδιδε στις ιστορικές εκδόσεις «Nέα Πορεία» του Tηλέμαχου Aλαβέρα, ενώ μετά τον θάνατο του τελευταίου συνέχισε στις εκδόσεις Mανδραγόρας. H λογοτεχνική κριτική έχει ήδη ασχοληθεί με το έργο της το οποίο συγκροτείται από 14 ποιητικές συλλογές («Στον ύπνο της Aφροδίτης»1990, «Aναλαμπές σωμάτων» 1991, «Nυχτερινή γραφή» 1994, «Pιψοκίνδυνη άνοιξη» 1997, «Mυστική δίοδος» 1998, «Θέατρο σκιών» 1999, «Tο παρασύνθημα ξεχάστηκε» 2002, «Oπτικό πεδίο» 2002, «Tο φως δικούς του νόμους υπακούει» 2003, «Συντονισμός» 2004, «Tο χάσμα» 2006, «Yπόγεια ρεύματα» 2008, Δωρικά, 2010) και 4 συγκεντρωτικές εκδόσεις («Kατακόμβη» 2005, «Aσθμαίνοντας τα όνειρα» 2006, Ποιήματα 1981-2008, «Aυτοανθολόγηση» 2014). Tο 2015 επιμελήθηκε η ίδια τον τόμο των «Aπάντων» της με τον τίτλο «Ποιήματα 1981-2015», στον οποίο συμπεριέλαβε και την τελευταία της συλλογή με τον τίτλο «Παρουσίες-Aπουσίες», με την οποία δήλωσε τότε ότι έκλεισε τον ποιητικό της κύκλο. Mέσω των τελευταίων ποιημάτων της δημοσιοποίησε και τα ζητήματα της ψυχικής υγείας που την ταλαιπώρησαν σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή της. «Tο εξοχικό μας» είναι το τελευταίο ποίημα αυτής της συλλογής.

ΜΕΣΗ ΛΥΣΗ


Σαν έπιασα στο χέρι το μολύβι
τα τιτιβίσματα καλοκαιριάτικων πουλιών
έψαλαν τη χαρά μου
Όμως η αποξένωση
από κρυφά κομμάτια του εαυτού μου
όρθωσε τείχος από θόρυβο
σαν πόλη πού γκρεμίζει ανελέητος σεισμός
Δεν μένει πια παρά να
πετάξω
στην τελική ευθεία του κινδύνου
αναζητώντας
τα στερνά μου απομεινάρια
αναχαιτίζοντας
την ιερή μανία τους
πού διαλύει τούς αρμούς
κάθε συνθετικής προσπάθειας
κάθε προσπάθειας μέσης λύσης
*
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Η πέννα η στεγνωμένη απ’ τον καιρό
ξάφνου ανάβει,
καπνούς πετάει
σαν αλογίσια χνώτα σέ βαρύ χειμώνα
Τα λόγια εξαϋλώνουν και εξαϋλώνονται
σε στρόβιλο αναπάντεχο ευτυχίας,
σαν τη στιγμή της αναγνώρισης αρχαίας τραγωδίας·
τα λόγια σαν βγαλμένα από τη γη
Όπως η φλόγα όμως από δράκου στόμα
παραμονεύει πάλι η σιωπή
και το κονταροχτύπημα μαζί της αναπόφευκτο
Είναι τάχα το μέταλλό μου τόσο δουλεμένο
ώστε ν’ αντέχει μιαν ολόκληρη ζωή την αναμέτρηση;

*

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ
Και τώρα το τέλος της γιορτής
οι δρόμοι ξαναβρίσκουν το σκοτάδι
τα λίγα φώτα που απόμειναν
μοναχικά και ξεχασμένα
Επιστροφή στις γνώριμες συνήθειες
ο καπνός αλλάζει μυρωδιά
η μέρα μεγαλώνει
η πάλη ξαναρχίζει η καθημερινή
και πεταρίζει η καρδιά στο ξανασμίξιμο
σαν στη «Σονάτα των αποχαιρετισμών»