Scroll Top

Απεβίωσε ο ποιητής Μιχάλης Πιερής

Ποιητής, μεταφραστής και πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο Μιχάλης Πιερής γεννήθηκε στην Κύπρο το 1952. Σπούδασε φιλολογία και θέατρο στη Θεσσαλονίκη και στο Σίδνεϋ και εργάστηκε ερευνητικά και διδακτικά σε πολλά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της Ελλάδας, της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας. Είχε δημοσιεύσει διηγήματα, πεζά κείμενα και θεατρικά έργα, καθώς και μεγάλο αριθμό μελετών στο χώρο της μεσαιωνικής, αναγεννησιακής και νεοελληνικής γραμματείας. Είχε εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές και έχει μεταφράσει ξένη ποίηση και αρχαίο ελληνικό δράμα.

Ιδρυτής του Greek Theatrical Workshop στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ (1979), μέλος της Θεατρικής Ομάδας Πανεπιστημίου Κρήτης (1987-1992) και ιδρυτής του Θεατρικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Κύπρου (1997), ασχολείται συστηματικά με το πανεπιστημιακό θέατρο έχοντας διασκευάσει και σκηνοθετήσει έργα της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής λογοτεχνίας, όπως το μεσαιωνικό Χρονικό της Κύπρου του Λεοντίου Mαχαιρά και τον αναγεννησιακό Eρωτόκριτο του Bιτσέντζου Κορνάρου.

Από το 1993 δίδασκε ποίηση και θέατρο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Συνιδρυτής του κυπριακού λογοτεχνικού περιοδικού Ύλαντρον, πρωτοστάτησε στην ίδρυση και τη λειτουργία της Φιλοσοφικής Σχολής και του Πολιτιστικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Είχε εκλεγεί αντεπιστέλλον μέλος του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών “Bruno Lavagnini” του Παλέρμου. Είναι επίσης μέλος του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, του Ελληνικού Λαογραφικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α), της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, καθώς και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.

Το 2002 έλαβε το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» για τη μετάφραση στα νέα ελληνικά του έργου Φοίνισσες του Ευριπίδη, ενώ τον Ιούλιο του 2009 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ποίησης «Lazio between Europe and the Mediterranean» της Regione Lazio της Ιταλίας. Τον Οκτώβριο του 2010 του απονεμήθηκε το Αριστείο Γραμμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη συνολική προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Τον Ιανουάριο του 2011 τιμήθηκε με το παράσημο του Commendatore του Τάγματος του Αστέρα της Ιταλικής Αλληλεγγύης της Ιταλικής Δημοκρατίας για τη συμβολή του στην προβολή του ιταλικού πολιτισμού στην Κύπρο και την ανάπτυξη των πολιτισμικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Πηγή: onassis.org

 

Το Δίπορτο
(Κεντρική Αγορά Αθηνών)

Καθόταν μόνος πίνοντας κρασί
στης αγοράς τη δίπορτη ταβέρνα
όπου χωνεύονται τα αισθήματα του απάνω κόσμου
παίρνοντας πραγματικήν υπόσταση
εκείνο που τους λείπει αποκτώντας
στη φθαρτή ζωή των υλικών πραγμάτων.

Δεν πρόσεξε πώς μπήκε
ποιαν κατέβηκε από τις δύο πόρτες
αυτός την έψαχνε στην αγορά
και στη βουή του κόσμου άκουε τη φωνή της
τώρα τη βλέπει ξαφνικά σαν φως
από παντού να κατεβαίνει
όπου κοιτάζει είναι τη δύναμή της ξέροντας
σαν ανεράδα λυγερή σαν αερούσα
μες στους απλούς ανθρώπους να κινείται
καμωματούσα κι άνετη
και μακρινή και ποθητή κι ανθούσα
να κάθεται στο διπλανό τραπέζι
η αναζητημένη των ονείρων
να τον κοιτά παράξενα να τον κοιτά
σαν ξένη, να γέρνει να ζαλίζεται να βγαίνει
απ’ το όνειρο και τ’ όνειρο να φεύγει.

***

Ανάδυση στο Nievski
Και πώς να μπεις που όταν μπήκες
έγινε ο σεισμός. Και πώς να μπεις
είκοσι χρόνια ύστερα σ’ αυτό το μπαρ
που όταν μπήκες έγινε η συντέλεια
άνοιξε χάσμα και κατέβηκες στον κάτω
κόσμο και γνώρισες τα έγκατα της πόλης,
μια χθόνια μουσική σε τύλιξε, με παιδωμή
περπάτησες σ’ ανήλιο χρόνο, μα όταν
αναδύθηκες ξανά μες το Nievski, ήταν εκεί
η θέισσα σε καρτερούσε και σού ‘δωσε φιλί
μαζί με το καλό κρασί του Σάρο.

Φιλί που αντιστάθμιζε τα χρόνια μοναξιάς
κι ερήμωσης. Τα χρόνια που περίμενες
ζώντας με ψεύτικα φιλιά του ψεύτη κόσμου,
όλα τα χρόνια που περίμενες να βρεις τέτοιο φιλί.

Φιλί που σταματά τον χρόνο.

***

Η Ζβελντίνα της Περούτζιας
Σ’ ένα κουτί κλεισμένη δύο επί τρία, όμως
τα μάτια της αντί να ξεθωριάζουν έλαμπαν
σαν τάφος πέτρινος το μαγαζί στον τοίχο
λαξευμένος σε κτίσμα των Ετρούσκων
στα χρόνια του μεσαίωνα, όμως τα μάτια της
αντί να ξεθωριάζουν έλαμπαν στο χρώμα
τ’ ουρανού και σίγουρα δεν είσαι απ’ εδώ
– όχι!, ήρθα απ’ τον μακρινό βορρά, κατέβηκα
σαν όπως κάποτε κατέβηκαν οι Βάρβαροι
στη Ρώμη, τη χώρα μου τη λένε Λετονία
(τι ιστορία θα είναι πίσω της σκεφτόμουν),
θα ήρθες είπα για σπουδές μένοντας
στο κοινότοπο, όχι μου είπε δίχως
δισταγμό με δίβουλη στο βλέμμα επιθυμία.

O Έρωτας μ’ έφερε, ο έρωτας ενός ωραίου
άντρα κι ύστερα με κράτησε η πόλη
και τα θέλγητρά της, ας μην είναι όπως
πριν η φλόγα που μας έκαψε, ας είναι
πια απόμακρος ο άντρας που με σκλάβωσε
κι εσύ ποιος είσαι που ρωτάς και θες να μάθεις;
(Ας πούμε την αλήθεια είπα μέσα μου
κι αν είναι να γελάσει δεν πειράζει, αυτή
είναι τόσο αληθινή, ας φύγουμε λοιπόν
απ’ τις υπεκφυγές). Εγώ, της είπα, είμαι
ποιητής και ήρθα για ποιήματα στην πόλη σου
απ’ την Κύπρο – είπα και ξαφνικά σκοτείνιασε.

Α, βέβαια, ο Έλληνας…, ψιθύρησε, και τώρα
θα μου πεις πως ήρθες απ’ την Ίμβρο,
ή πως κατάγεσαι απ’ τη Λήμνο ή και την Κύπρο
και έχεις δικαιώματα σ’ αυτή την πόλη
αξίζει να έχεις ειδική φιλοξενία εδώ
στην Ούμπρια καθώς οι τόποι σου
διεκδικούν να έχουν μερτικό στην ιστορία της
– όμως καλέ μου Έλληνα εμένα μ’ έφερε εδώ
ένας ωραίος Τυρρηνός κεραυνοσκόπος
που αγάπησα και θαύμασα το σώμα
και την τέχνη του κι ας μ’ έχτισε η μάνα του
σε τούτο εδώ τον θάλαμο, με χτίζει
κάθε μέρα σαν νά ‘μαι πεθαμένη, όμως
εγώ είμαι καλά, δεν με αφιέρωσε κανείς,
μονάχη μου στην πόλη αφιερώθηκα, έχω
τις αναμνήσεις μου και το χαμόγελό μου
που δεν άλλαξε, νομίζω συμφωνείς σ’ αυτό,
το είδα που σε μάγεψε και γύρισες σε μένα
αντί να κατεβείς στη Ρόκκα Παολίνα,
να δεις και να θαυμάσεις την υπόγεια
πόλη, ακούγοντας ίσως, αφού διατείνεσαι
πως είσαι ποιητής, το «Cantodell’amore»
του Carducci, αντί να κατεβείς τις σκάλες
να φτάσεις μες στα σπλάχνα αυτής της πόλης
προτίμησες να ‘ρθείς εδώ, στην corsoPietro
Vanucci να σταθείς ξανά μπροστά στον τάφο μου
να ξαναδείς το βλέμμα που σε σκλάβωσε,

– κι όμως θα φύγεις τώρα λες, θα πακετάρεις
ό,τι σου έδωσε η πόλη, εικόνες, το ίδωμά της
και τις γεύσεις, τις μυρωδιές της και τη γνώση,
θα πακετάρεις και θα φύγεις κι εγώ θα μείνω εδώ,
για πάντα ριζωμένη, εδώ που είναι η περούσια μου,
εδώ θα μείνω, ωραία κτισμένη, ενταφιασμένη
στη σκληρή μα και γλυκιά Περούτζια μου…

***

Από το βιβλίο του Μιχάλη Πιερή «Νέκυιες, αποδημίες, επιφάνειες», Λευκωσία, Ύλαντρον 2018.

 

Πηγή:https://exitirion.wordpress.com/2018/08/24/%CE%BC%CE%B9%CF%87%CE%AC%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%AE%CF%82-3-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/