27.03.2020
Αυτό τον καιρό γράφεται στην ιστορία μια συλλογική ανάμνηση. Πρωτοφανής και φρικώδης για μας, αντικείμενο μελέτης για τους επόμενους.
Οι μελλοντικές γενιές, που ελπίζω να υπάρξουν, θα διαβάσουν την εποχή μας ως το ενθύμημα ενός τραγικού, ανυποψίαστου, ενιαίου και αδιαίρετου όλου, κάτι που δεν καταφέραμε εμείς να πράξουμε, εξαιτίας στρατηγικών και περιφερειακών συμφερόντων, υπολογισμών, εγωισμών, της ακόρεστης απληστίας του είδους μας, που αφήσαμε να επικρατήσουν, που αφήσαμε να μην μας επιτρέψουν. Ενός ενιαίου αδιαίρετου όλου εν προόδω αφανισμένου αδιακρίτως.
Θα πουν οι επίγονοι μας, ότι τότε, τον 21ο αιώνα έζησε μια γενιά που η κυρίαρχη της τάξη διοχέτευσε στα κανάλια της ανθρώπινης ζωής την άνευ όρων θεοποίηση της οικονομίας, αλλά ένας θανατηφόρος ιός της “υπενθύμισε” ότι το πρώτιστο αγαθό θα έπρεπε να ήταν ο άνθρωπος, η υγεία του ως μέσο διασφάλισης μιας στέρεης διόδου προς τους αιώνες.
Της το “υπενθύμισε” σκληρά, με μέθοδο ασυγκίνητη στις οιμωγές, ανατρέποντας όλες τις ευστάθειες και εξαλείφοντας, παππούδες, γιαγιάδες, πατεράδες, μανάδες, αλλά και χιλιάδες φερέλπιδες νέους της οι οποίοι έμοιαζαν άτρωτοι. Όσοι επέζησαν, δεν είχαν πια ρίζες και καταγωγές.
Θα αναβιώσουμε στη μνήμη των επόμενων γενεών ως ένα συλλογικό πέρασμα ανθρώπων όπως ποτέ εν ζωή δεν καταφέραμε να γίνουμε (συλλογικό): Όχι για να καταργήσουμε του καθενός την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία ή την ενίοτε εξαίσια ατομική χαρισματικότητα, αλλά για να αντιμετωπίσουμε ως ομόψυχη οικουμενική ομάδα, ολέθρους και απειλές με παγκόσμια εμβέλεια.
Με κάποια ίσως θλίψη εξωκοσμική, θα παρατηρήσουν πως «οι ανάσες τους έσπειραν τον θάνατο, ο ιδρώτας τους, τα φιλιά και οι εναγκαλισμοί τους, αποδείχτηκαν συνήθειες μοιραίες κι έτσι, όσα τους τηρούσαν ως ανθρώπους, καταλύθηκαν».
Θα υποθέσουν με βεβαιότητα, πως, «εκεί στον 21ο αιώνα, ήθελαν να επαναβεβαιώνουν την αγάπη, όμως διέσπειραν τον θάνατο, διέδωσαν τον τρόμο και παραιτήθηκαν, όταν τους ανάγκασαν να σταματήσουν να κάθονται ο ένας πλάι στον άλλον».
«Και κανείς τραυματιοφορέας δεν απέμεινε να μεταφέρει κάποιους για να τους περιθάλψουμε, τώρα που ξέρουμε».
Πίστευα και πιστεύω, ότι ο μόνος τρόπος να αφανιστεί ο κόσμος ήταν ο άνθρωπος για κάποιο λόγο να σταματήσει, είτε μη βαστώντας, είτε μη μπορώντας, είτε μη ξέροντας πια, να αγαπά. Και αυτή υποψιάζομαι είναι η δεύτερη μέγιστη καταδίκη, μετά τον φυσικό θάνατο, που μας “ανακοίνωσε” ο ιός covid 19:Ο συναισθηματικός θάνατος της απαγόρευσης να αποδίδουμε, να παραλαμβάνουμε, δηλαδή να διακινούμε και να πολλαπλασιάζουμε, το πιο συστατικό μας στοιχειό- την αγάπη, επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν μεταδοτικό.
ΥΣ. Ολα αυτά είναι ακόμα δυνατό να αναστραφούν.
*Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ποιητής και δημοσιογράφος
(Φωτογραφία: Ελευθερία Θάνογλου)