Ο συγγραφέας αποτελεί οργανικό μέρος της καθημερινότητας – και παρατηρώντας τη δική του καθημερινότητα, τη φιλτράρει μέσα από αλλεπάλληλα φίλτρα και κάποια στιγμή την προβάλλει και στην καθημερινότητα των άλλων. Έτσι, όμως, δεν προκύπτει και η σύνθεση της κοινωνίας σε οποιοδήποτε πεζογραφικό έργο; Αυτή δεν είναι η δουλειά του πεζογράφου σε όλα τα επίπεδα, είτε το διήγημα υπηρετεί είτε το μυθιστόρημα; Ακόμα και οι πιο εσωστρεφείς συγγραφείς, ακόμα κι εκείνοι που μοιάζουν πολύ απόμακροι και σε μεγάλη απόσταση από τα κοινωνικά τεκταινόμενα, είναι αδύνατο να αποδράσουν από τις εικόνες της εποχής και της ιστορικής τους μοίρας. Κι αυτό όχι γιατί πρέπει να εκφράσουν έναν υπέρτατο στόχο, επειδή οφείλουν να ανταποκριθούν σε μια μείζονα έκκληση, επειδή επιβάλλεται να στρατευτούν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σε έναν υπερκείμενο αγώνα, αλλά διότι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Η κοινωνία είναι στο κέντρο των ανησυχιών και των αναζητήσεων του συγγραφέα: από την πολιτική, την οικονομία, τον πολιτισμό και τον ιδιωτικό βίο μέχρι τις ιδέες και τις ιδεολογίες που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της. Και για να απεικονίσει ο συγγραφέας κάθε τέτοιο μέγεθος, δεν γίνεται παρά να στραφεί στην καθημερινότητα: μόνο μέσα στα αφανή και σύμμικτα υλικά της καθημερινότητας, μόνο μέσα σε στοιχεία που προκύπτουν από το χάος και τη ρευστότητα της καθημερινής ζωής είναι δυνατόν ο πεζογράφος –και γενικότερα ο καλλιτέχνης- να βρει (στην πραγματικότητα να επινοήσει) τις μορφές οι οποίες θα κυριαρχήσουν στην προβληματική του – όποια κι αν είναι αυτή, όπως κι αν διαμορφώνεται, σε όποιους κανόνες ή νόρμες κι αν βασίζεται.
Το εύκολο για το τι κάνει η τέχνη της πεζογραφίας σε κρίσιμες περιόδους, θα ήταν να πει κανείς πως είναι άγρυπνα παρούσα, πως ακονίζει τα όπλα της και πως θέτει τις δυνάμεις της σε πλήρη ετοιμότητα έτσι ώστε να μιλήσει κατάλληλα και με τους δέοντες τόνους. Αλλά δεν είμαι διόλου βέβαιος πως έχουν έτσι όντως τα πράγματα. Η οικονομική κρίση που ζήσαμε την προηγούμενη δεκαετία θα επιβεβαιώσει αμέσως του λόγου το αληθές: χρειάστηκε να απαλλαγούμε από το τεράστιο βάρος της, από τον όγκο της ασφυκτικής της πίεσης, για να γραφτούν πεζογραφικά βιβλία με ουσιαστικό και διαρκέστερο από τη χρονική εμβέλεια ενός δημοσιογραφικού κειμένου απόθεμα. Μόνο όταν η κρίση μετατράπηκε σε φόντο της καθημερινότητας, μόνο όταν έφυγε από το προσκήνιο και βγήκε από το κεντρικό κάδρο της κοινωνίας, μπόρεσαν οι Έλληνες συγγραφείς να ξεφύγουν από την κοινωνιολογία της δεκάρας και τα συμπαρομαρτούντα της – την καταγγελία, την ηθικολογία και τη ακτιβιστική φαντασίωση. Άλλο η θέα της κοινωνίας προς την οποία κοιτάζει ο καλλιτέχνης και άλλο η αισθητική της μεταγωγή και μετάπλαση. Η σύνδεση δεν είναι αυτόματη ούτε, ακόμα λιγότερο, αυτονόητη. Για το αν έχει, λοιπόν, ιδιαίτερο ρόλο να παίξει η πεζογραφία στο ζήτημα του κορονοϊού μόνο μιαν απάντηση μπορώ να σκεφτώ: θα δούμε. Άλλωστε, κι ας μην το υποτιμήσουμε αυτό, σωρεία μυθιστορημάτων, πολιτικοκοινωνικής στόχευσης, αλληγορικής και συμβολικής λειτουργίας ή και καθαρής επιστημονικής φαντασίας, έχουν προλάβει να εικάσουν ποικιλοτρόπως καταστάσεις σαν κι αυτές που βιώνουμε τώρα, κλεισμένοι τέσσερις τοίχους και κολλημένοι στην οθόνη της τηλεόρασης, του υπολογιστή ή του κινητού μας. Ελπίζω αυτή η προϊστορία, αυτή η λογοτεχνική προπαίδεια και αυτός ο συσσωρευμένος εξοπλισμός να μας προφυλάξουν στο μέλλον (άμεσο ή απώτερο) από το στήσιμο μιας βιομηχανίας κακεκτύπων που θα μετατραπούν την επόμενη ώρα και την επόμενη ημέρα σε αναλώσιμα υλικά.
Η οικονομική κρίση και η κρίση του κορονοϊού δεν είναι δύο συγκρίσιμες κρίσεις. Ο κορονοϊός μοιάζει να αποκτά τώρα μια σχεδόν συμπαντική διάσταση, που σβήνει τις συνέπειες της αμέσως προηγούμενης χρηματοπιστωτικής δοκιμασίας. Αλλά και η αμέσως προηγούμενη χρηματοπιστωτική δοκιμασία φαινόταν να υπερβαίνει κάθε άλλη, ακόμα κι αν η σύγκριση ήταν να γίνει με το Κραχ του 1929. Κι ύστερα, η πανούκλα στην Ευρώπη του 14ου αιώνα, η χολέρα στην Αθήνα και τον Πειραιά το 1854, η ισπανική γρίπη σε όλη τη υδρόγειο το 1918, κατά την έξοδο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επίσης έδειχναν πρωτόφαντα φαινόμενα, που θα άλλαζαν εκ βάθρων τον κόσμο ενώ σήμερα τείνουν να διαγραφούν από τη συλλογική μνήμη ή μάλλον τα ανακαλούμε επειδή συνέβησαν όσα συνέβησαν με τον κορονοϊό. Οι νεκροί δεν ξεχνιούνται ποτέ και η γνώση του θανάτου που σαρώνει τα πάντα αφήνει βαθιά αποτυπώματα, αλλά, ακόμα και αν κινδυνεύει να ακουστεί κυνικό, όλα τα πράγματα κάποτε τελειώνουν και η Ιστορία αρχίζει την επαύριον κιόλας της οδύνης να διαγράφει καινούργιους κύκλους. Συνεπώς, το επαναλαμβάνω: θα δούμε τι θα γίνει και πώς ακριβώς θα γίνει με τον κορονοϊό. Κανένας κρίσιμος ρόλος, ούτε και ο ρόλος της λογοτεχνίας, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί εκ των προτέρων ή να προβλεφθεί και να κανονικοποιηθεί επί τη βάσει του παρόντος. Κι επιπλέον, η λογοτεχνία δεν είναι θεωρητικές υποθέσεις και εικοτολογία, ούτε κατάλογος καθηκόντων προς εκτέλεση. Η λογοτεχνία είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια παντελώς απρόβλεπτη και απειθάρχητη δυναμική και μόνο η ίδια ξέρει πώς θα αντιδράσει στον κορονοϊό – και αυτό, βεβαίως, δεν το ξέρει ακόμη και μένει να το βρει και να το σχηματοποιήσει στην πορεία. Μέχρι τότε το σοφότερο είναι να περιμένουμε.* 0 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και οικονομικά της περιφέρειας. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Πρώτη και Καθημερινή και με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ενώ εργάστηκε ως κριτικός λογοτεχνίας στην Αυγή (1982-1991) και στην Ελευθεροτυπία (1991-2010). Μεταξύ 1998 και 2009 ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του ένθετου «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας. Σήμερα συνεργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας με το Βήμα της Κυριακής και είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο αναγνώστης. Είναι επίσης τακτικός συνεργάτης των περιοδικών Βοοks’ Journal και Εντευκτήριο και συνεργάζεται επαγγελματικά, για θέματα ρεπορτάζ του βιβλίου, με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε η μελέτη του Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία 1974-2017 από τις εκδόσεις Πόλις.
Το εύκολο για το τι κάνει η τέχνη της πεζογραφίας σε κρίσιμες περιόδους, θα ήταν να πει κανείς πως είναι άγρυπνα παρούσα, πως ακονίζει τα όπλα της και πως θέτει τις δυνάμεις της σε πλήρη ετοιμότητα έτσι ώστε να μιλήσει κατάλληλα και με τους δέοντες τόνους. Αλλά δεν είμαι διόλου βέβαιος πως έχουν έτσι όντως τα πράγματα. Η οικονομική κρίση που ζήσαμε την προηγούμενη δεκαετία θα επιβεβαιώσει αμέσως του λόγου το αληθές: χρειάστηκε να απαλλαγούμε από το τεράστιο βάρος της, από τον όγκο της ασφυκτικής της πίεσης, για να γραφτούν πεζογραφικά βιβλία με ουσιαστικό και διαρκέστερο από τη χρονική εμβέλεια ενός δημοσιογραφικού κειμένου απόθεμα. Μόνο όταν η κρίση μετατράπηκε σε φόντο της καθημερινότητας, μόνο όταν έφυγε από το προσκήνιο και βγήκε από το κεντρικό κάδρο της κοινωνίας, μπόρεσαν οι Έλληνες συγγραφείς να ξεφύγουν από την κοινωνιολογία της δεκάρας και τα συμπαρομαρτούντα της – την καταγγελία, την ηθικολογία και τη ακτιβιστική φαντασίωση. Άλλο η θέα της κοινωνίας προς την οποία κοιτάζει ο καλλιτέχνης και άλλο η αισθητική της μεταγωγή και μετάπλαση. Η σύνδεση δεν είναι αυτόματη ούτε, ακόμα λιγότερο, αυτονόητη. Για το αν έχει, λοιπόν, ιδιαίτερο ρόλο να παίξει η πεζογραφία στο ζήτημα του κορονοϊού μόνο μιαν απάντηση μπορώ να σκεφτώ: θα δούμε. Άλλωστε, κι ας μην το υποτιμήσουμε αυτό, σωρεία μυθιστορημάτων, πολιτικοκοινωνικής στόχευσης, αλληγορικής και συμβολικής λειτουργίας ή και καθαρής επιστημονικής φαντασίας, έχουν προλάβει να εικάσουν ποικιλοτρόπως καταστάσεις σαν κι αυτές που βιώνουμε τώρα, κλεισμένοι τέσσερις τοίχους και κολλημένοι στην οθόνη της τηλεόρασης, του υπολογιστή ή του κινητού μας. Ελπίζω αυτή η προϊστορία, αυτή η λογοτεχνική προπαίδεια και αυτός ο συσσωρευμένος εξοπλισμός να μας προφυλάξουν στο μέλλον (άμεσο ή απώτερο) από το στήσιμο μιας βιομηχανίας κακεκτύπων που θα μετατραπούν την επόμενη ώρα και την επόμενη ημέρα σε αναλώσιμα υλικά.
Η οικονομική κρίση και η κρίση του κορονοϊού δεν είναι δύο συγκρίσιμες κρίσεις. Ο κορονοϊός μοιάζει να αποκτά τώρα μια σχεδόν συμπαντική διάσταση, που σβήνει τις συνέπειες της αμέσως προηγούμενης χρηματοπιστωτικής δοκιμασίας. Αλλά και η αμέσως προηγούμενη χρηματοπιστωτική δοκιμασία φαινόταν να υπερβαίνει κάθε άλλη, ακόμα κι αν η σύγκριση ήταν να γίνει με το Κραχ του 1929. Κι ύστερα, η πανούκλα στην Ευρώπη του 14ου αιώνα, η χολέρα στην Αθήνα και τον Πειραιά το 1854, η ισπανική γρίπη σε όλη τη υδρόγειο το 1918, κατά την έξοδο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επίσης έδειχναν πρωτόφαντα φαινόμενα, που θα άλλαζαν εκ βάθρων τον κόσμο ενώ σήμερα τείνουν να διαγραφούν από τη συλλογική μνήμη ή μάλλον τα ανακαλούμε επειδή συνέβησαν όσα συνέβησαν με τον κορονοϊό. Οι νεκροί δεν ξεχνιούνται ποτέ και η γνώση του θανάτου που σαρώνει τα πάντα αφήνει βαθιά αποτυπώματα, αλλά, ακόμα και αν κινδυνεύει να ακουστεί κυνικό, όλα τα πράγματα κάποτε τελειώνουν και η Ιστορία αρχίζει την επαύριον κιόλας της οδύνης να διαγράφει καινούργιους κύκλους. Συνεπώς, το επαναλαμβάνω: θα δούμε τι θα γίνει και πώς ακριβώς θα γίνει με τον κορονοϊό. Κανένας κρίσιμος ρόλος, ούτε και ο ρόλος της λογοτεχνίας, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί εκ των προτέρων ή να προβλεφθεί και να κανονικοποιηθεί επί τη βάσει του παρόντος. Κι επιπλέον, η λογοτεχνία δεν είναι θεωρητικές υποθέσεις και εικοτολογία, ούτε κατάλογος καθηκόντων προς εκτέλεση. Η λογοτεχνία είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια παντελώς απρόβλεπτη και απειθάρχητη δυναμική και μόνο η ίδια ξέρει πώς θα αντιδράσει στον κορονοϊό – και αυτό, βεβαίως, δεν το ξέρει ακόμη και μένει να το βρει και να το σχηματοποιήσει στην πορεία. Μέχρι τότε το σοφότερο είναι να περιμένουμε.* 0 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και οικονομικά της περιφέρειας. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Πρώτη και Καθημερινή και με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ενώ εργάστηκε ως κριτικός λογοτεχνίας στην Αυγή (1982-1991) και στην Ελευθεροτυπία (1991-2010). Μεταξύ 1998 και 2009 ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του ένθετου «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας. Σήμερα συνεργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας με το Βήμα της Κυριακής και είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο αναγνώστης. Είναι επίσης τακτικός συνεργάτης των περιοδικών Βοοks’ Journal και Εντευκτήριο και συνεργάζεται επαγγελματικά, για θέματα ρεπορτάζ του βιβλίου, με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε η μελέτη του Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία 1974-2017 από τις εκδόσεις Πόλις.