Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του πεζογράφου στην κοινωνία;
Τον τόπο που κατοικεί ο συγγραφέας «Ελευθερία» τον λένε. Αν τον ρωτήσεις το όνομά του, Ανέστης, θα σου πει. Αν τον ρωτήσεις επάγγελμα, θα πει: Γραμματεύς. Κοντά στα σύνορα Φαντασίας και Λόγου έχει το πέτρινο σπιτάκι του που ορθάνοιχτο μένει όλες τις ώρες και τις εποχές του χρόνου, δίχως κλειδιά στην πόρτα, για να μπαίνουν πού και πού απρόσκλητοι επισκέπτες, απελπισμένοι χωριάτες και μοναχικοί ιχνηλάτες. Μόνος· με τα χαρτιά, τα μολύβια και τα τσιγάρα του· και την καραμπίνα παρά πόδα, γιατί οι αρκούδες δεν αστειεύονται σε τούτα τα μέρη.
Τον γνώρισα, πιτσιρίκος, στα τελευταία του, όταν τυχαία έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο. Θα νόμιζες πως γεννήθηκε για να γράφει. Και να σκεφτείς, μέχρι την τρίτη δημοτικού πρόλαβε να πάει. Στο χωριό μας, δεκαετίες προτού, ο Ανέστης, γραμματεύς της κοινότητας και συντάκτης όλων των επιστολών εντός και εκτός. Για γιους ξενιτεμένους, για άντρες χαμένους, για κόρες παντρεμένες στα ξένα, για ναυτικούς ταξιδεμένους και αταξίδευτους. Κι ο Ανέστης σαν τους παλιούς αλχημιστές ανακάτευε τις γραφές, τα σόγια, τα ονόματα, συγύριζε με το μολύβι τις ζωές, έδινε επικές μάχες και ναυμαχίες με τις λέξεις-στρατιωτάκια, πάντρευε τους λεύτερους, χώριζε τους παντρεμένους, πέθαινε τους ζωντανούς κι ανάσταινε τους πεθαμένους, ώσπου εξαφάνιζε επιδέξια τον εαυτό του, κανέναν να μην κακοκαρδίσει και με τις λέξεις έναν κόσμο πιο δίκαιο καταπώς του φαινόταν να φτιάξει.
Για να ξαποστάσει, δύο με πέντε σιωπηλός την άραζε στο καφενείο και κατέβαζε μοναχός ρακές και ιδέες για τα γράμματα που έπρεπε το απόγευμα να γράψει, ξύνοντας ολοένα την ορφανή από τρίχες κούτρα του. Στην εκκλησιά ποτέ δεν πάτησε το πόδι του, αν και τακτικά σταυροκοπιόταν, ούτε με τους αρχόντους καταδεχόταν να τα πει, και οι συγχωριανοί έλεγαν πολλά πίσω από την πλάτη του, όλο και πιο άσχημα όσο πέρναγε ο καιρός.
Σαν κατάλαβε πως έφτασε και γι’ αυτόν η ώρα, μια μέρα, λένε, που φύσαγε δαιμονισμένα, ζύγιασε τον χαρταετό που από μικρός με τα χέρια του είχε φτιάξει, ανέβηκε με δυσκολία στον Άη Λια και τον πέταξε ψηλά τόσο ψηλά ώσπου χάθηκε από το μάτι. Να σημειωθεί πως μαζί με την καλούμπα αμόλησε και δεκάδες γράμματα που γέμισαν τον ουρανό, μόλις έκοψε το σχοινί.
Πάντα χρωστούσε, σε όλο τον κόσμο χρωστούσε. Και πλήρωνε και τόκους υπερημερίας μέχρι το τέλος. Έφυγε βουτηγμένος σε υπέρογκα χρέη. Το σπίτι του είναι ακατοίκητο. Μόνο τα αποτσίγαρα και τα τετράδια θυμίζουν την παρουσία σου.
Και τώρα που το κεφάλι μου σπάω με μετανεωτερικές θεωρίες για επιτελεστικότητες και συντελεστικότητες της γλώσσας, θεωρίες επί θεωριών για τη δεσποτεία του Συγγραφέα, για τον θάνατο του Θεού και για τον θάνατο του Συγγραφέα ή του Θεού-Συγγραφέα, και τι στο διάολο είναι τέλος πάντων αυτός ο Συγγραφέας που με ρωτάνε επίμονα από το Culturebook κι ένα κειμενάκι πρέπει να γράψω, ξαναθυμάμαι τον γερό-Ανέστη που πρόλαβε μέχρι την τρίτη δημοτικού να πάει, και τον τάφο του που όσο κι αν έψαξα φέτος το Πάσχα δεν τον βρήκα στο κοιμητήριο της Ελευθερίας, ένα κερί να του ανάψω. Μόνο μια γριά καμπούρα που ρώτησα μου είπε, χωρίς κιβούρι το κουφάρι του παραχώσανε στην άκρη της μάντρας. Παρέα με τους διεφθαρμένους, τους άθεους, τους άθρησκους και τους ασεβείς.
Κι εγώ ο μορφωμένος και πολυμαθής δυσκολεύομαι να κλείσω τούτο το κειμενάκι για το αγαπημένο Culturebook με μιαν ένδοξη αποστροφή προς τον Ανέστη, που τον φαντάζομαι πάντα ολόρθο σε μια γωνιά να κατεβάζει τις ρακές του, μια πρόποση επιτελώντας: Ας πιώμεν λοιπόν, νεαρέ μου. Άλλωστε μυστικά δεν υπάρχουν. Μονάχα γραφές.
Αυτός είναι το λοιπόν ο συγγραφέας.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η πεζογραφία;
Σε άγριους καιρούς, καμιά φορά το γυρνάει σε πνευμονία. Γατάκια νιαουρίζουν μες στο στήθος του συγγραφέα, ύαινες ξεσκίζουν τα σωθικά του. Μα εκείνος εκεί, αγύριστο κεφάλι. Πάντα άγρυπνος. Με τη σφυρίχτρα του τους κυνηγούς φωνάζει, να έρθουν τις πιο σκοτεινές νύχτες πάνω απ’ το προσκεφάλι του και μία μία να τις σκοτώνουν, νεκρές να κείτονται οι σιχαμένες οι ύαινες. Κι όλο αυτό για ν’ αποφύγει τη σύλληψη και τη βίαιη προσαγωγή στο κρεβάτι του Προκρούστη ή του χειρουργείου, εκεί που οι επιτήδειοι χειρουργοί των γραπτών σε σέρνουν με το ζόρι και σου ανοίγουνε τα σωθικά, για ν’ ανακαλύψουν –λένε– πώς τάχα ζεις χωρίς καρδιά ή να χειρουργήσουν τον όγκο σου. Και στο τέλος σε θανατώνουν χωρίς καν να το αντιληφθούν. «Η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής απεβίωσε» λένε στους οικείους σου και σε παραδίδουν στον ιατροδικαστή τυπικά να πιστοποιήσει την οριστική θανή σου.
* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Τελευταίο του βιβλίο: Σπουδή στο κίτρινο, Διηγήματα, εκδ. Το Ροδακιό (2018).