Στους χαλεπούς καιρούς μας και στην πατρίδα της φαιδράς πορτοκαλέας ακούστηκε και αυτό: «Η μετάφραση του ΧΥΖ δεν ήταν αντικειμενική». Εδώ κανονικά στη θέση της τελείας το σημείο στίξεως θα έπρεπε να είναι θαυμαστικό, ακολουθούμενο μάλιστα από τις τρεις στιγμές των αποσιωπητικών. Προτιμήσαμε να κρατήσουμε την τελεία, για να μη νομισθεί ότι ρέπουμε στο να δημιουργούμε εντυπώσεις. Σε κάποιο έντυπο ψέγεται –για όποιον δεν κατάλαβε– κριτικώς ο ΧΥΖ, επειδή το μετάφρασμα που εκπόνησε δεν ήταν (λέει) «αντικειμενικό». Προσπαθώντας να καταλάβω τί εννοούσε ο κριτικός νους με τον επίμομφο λόγο, όταν έγραφε «αντικειμενικός», πέρασε αρκετή ώρα. Ενδεχομένως να φταίω μόνο εγώ γι’ αυτό, αλλά αναρωτιέμαι ευλόγως πώς είναι δυνατόν να συνδυάζεται η «αντικειμενικότητα» με την παραγωγή λόγου, ιδίως μάλιστα όταν η εν λόγω παραγωγή (επίτηδες αμφίσημο αυτό!) αφορά translation / traduction / Übersetzung, παναπεί όχι απλώς μετάφραση, αλλά κυριολεκτικώς μεταφορά / μεταγωγή / μετάθεση ενός ορισμένου κειμένου από έναν γλωσσικό κώδικα σε έναν άλλο; Είναι δυνατόν να γίνει αυτή η «μετάφραση» ερήμην του μεταφράζοντος υποκειμένου;… ή με a priori δεδομένες και αμετάβλητες συνθήκες που ισχύουν εν παντί;
Ομολογώ ότι και τώρα ακόμα που γράφω τις αράδες αυτές, προσπαθώντας να καταλάβω βήμα-βήμα ποιός ακριβώς είναι ο raison του discours και τι ακριβώς θέλει να πει ο κρίνων, δυσκολεύομαι πολύ – και δυσκολεύομαι, επειδή είναι ανόητο (τουτέστιν: μη νοητό) το ρήμα τούτο. Εξ ορισμού των πραγμάτων η μετάφραση είναι μόνο υποκειμενική, αν επιτελείται από ανθρώπειο υποκείμενο. Ως αντικειμενική δύναται να θεωρηθεί, εάν και μόνο εάν ανατεθεί σε μεταφραστήρα, παναπεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αλλά και εκεί ακόμα η εκ πρώτης όψεως αντικειμενικότητα τρέπεται αμέσως σε υποκειμενικότητα, αν υπολογίσουμε ότι το αποτέλεσμα εξαρτάται αποκλειστικά από την ισχύ της τροφοδοσίας του μεταφράζοντος μηχανήματος με γλωσσικό / λεξικό υλικό: άλλο αποτέλεσμα παράγεται, αν το feed backτου υπολογιστήρα είναι εκατό λέξεις, άλλο αν είναι χίλιες και άλλο αν είναι είκοσι χιλιάδες. Το όλον εξαρτάται από την «υποκειμενική» αντίδραση του μηχανήματος κατά την αντιμετώπιση του προς μετάφραση υποκειμένου. (Ό,τι κουκιά τρώει, τέτοια και τόσα κουκιά μαρτυράει.)
Ο άνθρωπος (ευτυχώς) δεν είναι υπολογιστήρας. Ομιλεί και δημιουργεί και αφ’ εαυτού και προσδεχόμενος γλωσσικό υλικό από πάσης φύσεως πηγές. Ο άνθρωπος δημιουργεί γλωσσικό σύμπαν από τις γνωσικές του ικανότητες και προσκτήσεις. Αυτό αφορά όλους τους ανθρώπους, όλα τα ομιλούντα υποκείμενα. Μια ματιά στον Σωσύρ (για να μείνουμε μόνο στον κλασικό αρμόδιο επ’ αυτών των θεμάτων) αρκεί για να ενημερωθεί οποιοσδήποτε ορέγεται να μάθει. Η γλώσσα «εχθρεύεται» την αντικειμενικότητα ή, εν πάση περιπτώσει, την απωθεί, και τούτο διότι η γλώσσα δεν είναι με κανέναν τρόπο αποτέλεσμα μαθηματικών πράξεων. Φέρ’ ειπείν, στο δεκαδικό σύστημα 7 φορές το 8 κάνει 56, οπουδήποτε, οποτεδήποτε και από οποιονδήποτε και αν εκτελεσθεί η σχετική αριθμητική πράξη. Εκεί τα πάντα είναι «αντικειμενικά» και δεν χωράει ούτε «δυνατότητα επιλογής» ούτε «προσωπική γνώμη». Εκεί κυριαρχεί η αυστηρότητα του άτρεπτου κανόνα, η μονοσημία του ενός και αληθούς αποτελέσματος, η επανάληψη του ταυτού.
Στη γλώσσα και στη μετάφραση είναι αδύνατον να ισχύει τίποτε από τα τελευταία. Ακόμα και οι γραμματικοσυντακτικοί κανόνες επιδέχονται εξαιρέσεις – για να μείνουμε μόνο σε αυτούς. Οι δε εξαιρέσεις διαπιστώνεται ότι προέρχονται από κατ’ αρχήν διαφορότροπες χρήσεις του λόγου εκ μέρους των επί μέρους ομιλούντων υποκειμένων, που φτάνουν το πολύ-πολύ στο να κανονικοποιούνται καθ’ ομάδες. Για να μη μιλήσουμε καθόλου για στερεότυπα ή για τύπους από διαλέκτου, για αυθεντικές διαλέκτους, για ντοπιολαλιές, για ζαργκόν, για προφορές… Στη μετάφραση, που είναι (σχηματικά μιλώντας) γλώσσα επί δύο, τα πράγματα είναι μόνο υποκειμενικά, ο δε καθέκαστον μεταφραστής είναι το απολύτως χωριστό και ευθέως διακριτό μεταφράζον υποκείμενο που δρα ως ερμηνευτής.
Μια από τις πιο διαδεδομένες (αλλά και αναποδράστως ορθές) κοινοτοπίες γύρω από τη μετάφραση είναι τούτη: η μετάφραση είναι ερμηνεία, και ο μεταφραστής είναι σαν τον ερμηνευτή ενός μουσικού έργου. Όποιος, όμως, αποδέχεται αυτή την κοινότοπη αλήθεια, πρέπει να την αποδέχεται πρωτίστως ως προς την ουσία της: δεν νοείται ερμηνεία έξω από την υποκειμενική σφαίρα του ερμηνευτή. Κανείς μα κανείς μουσικός δεν εκτελεί τίποτα μουσικό «αντικειμενικά».
Αλλά για να μην τα πολυλογούμε και για να μην κλωθογυρίζουμε γύρω από αυταπόδεικτες αλήθειες (δεν έχει δα και καμιά ιδιαίτερη γοητεία), θα πούμε ότι στη μεταφραστική διαδικασία «αντικειμενικό» είναι μόνο το κείμενο του πρωτοτύπου ως αποτύπωση λόγου. Η ανάγνωσή του, όμως, επ’ ουδενί είναι αντικειμενική. Η ανάγνωση απαιτεί αναγνωστικό υποκείμενο. Και δεν μπορεί, άλλωστε, να είναι αντικειμενική, εκτός και αν την επιτελεί κάποιος σκάνερ που, καθώς σαρώνει το αποτυπωμένο κείμενο, το σκανάρει απλώς ως εικόνα των λεκτικών σημείων του. Είναι όμως αυτό μετάφραση;
Κανονικά δεν είναι – θα μπορούσε όμως εργαστηριακά να είναι! Θα εξηγήσω τί εννοώ; Και θα το πω με ένα χαριτωμένο παράδειγμα. Ο William Wordsworth (1770 –1850) έγραψε το πολύ γνωστό ποίημα Μy heart leaps up. Ιδού:
My heart leaps up when I behold
A rainbow in the sky:
So was it when my life began;
So is it now I am a man;
So be it when I shall grow old,
Or let me die!
The Child is father of the Man;
And I could wish my days to be
Bound each to each by natural piety.
Δύο αιώνες αργότερα ο Ernst Jandl (1925 – 2000) μεταφράζει το ανωτέρω ποίημα στα γερμανικά, δίνοντάς του και μια βιεννέζικη χροιά ως προς την προφορά των λέξεων, ως εξής:
mai hart lieb zapfen eibe hold
er renn bohr in sees kai
so was sieht wenn mai läuft begehen
so es sieht nahe emma mähen
so biet wenn ärschel grollt ohr leck mit ei!
seht steil dies fader rosse mähen
in teig kurt wisch mai desto bier
baum deutsche deutsch bajonett schur alp eiertier.
Το μετέφρασε, λοιπόν, ο Γιαντλ το ποίημα του Γουέρτζγουωρθ, όπως το μετέφρασε, και αποκάλεσε το μετάφρασμά του «oberflächenübersetzung», παναπεί «επιφανειακή μετάφραση». Τί έκανε ακριβώς; Πήρε του ήχους των αγγλικών λέξεων και τους αποτύπωσε σε λέξεις γερμανικές σημασιακώς μεν άσχετες, που όμως είναι ηχητικώς όμοιες. Στην ουσία ξαναείπε… επανέλαβε με ήθος γερμανικό τα αγγλικά φωνήματα. Μας έδωσε, δηλαδή, μια «φωνηματική» μετάφραση. Το γερμανικό μετάφρασμα όχι μόνο δεν λέει τίποτα από όσα λέει το αγγλικό πρωτότυπο, αλλά δεν λέει και τίποτα ως κείμενο, καθόσον ο λόγος του είναι όχι απλώς α-νόητος, αλλά κυριολεκτικώς αφασικός. Ο καλόπιστος αναγνώστης ας το δεχτεί όπως το λέω, δεν χρειάζεται να μεταφράσουμε στα ελληνικά την αφασία του μεταφράσματος.
Αυτό, όμως, είναι η «αντικειμενική μετάφραση», και προφανώς δεν είχε καν περάσει από τον νου του κριτικού ελεγκτή των μεταφράσεων τί τέρας θα μπορούσε να γεννήσει η ιδέα του, αν βρισκόταν ο «κατάλληλος» μεταφραστής που θα είχε τα ίδια μυαλά με τον κριτικό και θα συμμεριζόταν στο ακέραιο τις απόψεις του. Εννοείται ότι το «μετάφρασμα» (ή καλύτερα) το ποίημα του Γιαντλ είναι εξαιρετικό, είναι αριστουργηματικό, καθώς ο ποιητής εκμεταλλεύεται και αυτήν ακόμα την ακραία δυνατότητα του ποιητικώς λέγειν, για να τονίσει μέχρι πού μπορούν να πάνε τα πράγματα. Και τώρα που το καλοσκέφτομαι, λέω ότι το έκανε για να μας τονίσει ακριβώς το από πού δυνάμει αρχίζουν τα ποιητικά πράγματα, όχι το έως πού μπορούν να φτάσουν. Η άπαξ «πρόκληση» είναι ιδιοφυής· η επανάληψή της είναι απλώς βλακώδης. Το μαύρο τετράγωνο του Καζιμίρ Μαλέβιτς αποτελεί σταθμό στην ιστορία των εικαστικών τεχνών. Όποιος ζωγράφισε μαύρα τετράγωνα μετά από τον Μαλέβιτς είναι άμοιρος εικαστικής παιδείας και αντικειμενικώς σκιτζής.
Περνάμε τώρα σε έναν παράδρομο της αδοκίμως (όπως απεδείχθη) λεγόμενης αντικειμενικής μετάφρασης – περνάμε και κλείνουμε: στη μετάφραση που δεν «αναφέρεται» σε λεξικά, και τούτο λογίζεται ως λάθος, πλάνη, έγκλημα καθοσιώσεως του μεταφραστή. Εννοείται ότι οι καταλογίζοντες είναι –με όλες τις δυνατές σημασίες της λέξης– άσχετοι, παντελώς άσχετοι.
Ο μη διαθέτων την παραμικρή θεωρητική γνώση σχετικά με τη γλώσσα και τη μετάφραση πιστεύει ότι η μεταφραστική διαδικασία είναι απλή και γραμμική, διεκτελείται δε αποκλειστικώς μέσω βοηθημάτων, τουτέστιν πάσης φύσεως λεξικών. Αν έχεις καλά λεξικά, λύνεις όλα σου τα προβλήματα! Στις μέρες μας υπάρχουν λεξικά για όλα τα γούστα, μερικά εκ των οποίων είναι εξαιρετικής ποιότητας. Ποτέ όμως το λεξικό δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον δρώντα νου του μεταφραστή – ποτέ δεν μετάγεται το λεξικό σε περιωπή μεταφράζοντος υποκειμένου. Πάντα θα παραμένει βοηθητικό αντικείμενο, και δη μετρημένης χρονικής εμβέλειας. Διευκρινίζω ότι το τελευταίο το έγραψα για καλό. Το λεξικό είναι ένας στιγμιότυπος της γλώσσας, και δη όπως την αντιλήφθηκε ο λεξικογράφος. Ο εν λόγω «πεπερασμένος» χαρακτήρας του εγγυάται και όλη τη γκάμα των αρετών του ως βοηθητικού μέσου. Τονίζονται εμφατικώς οι τρεις τελευταίες λέξεις.
Το λεξικό υποδεικνύει με τις περιεχόμενες σε αυτό σημασίες των λημμάτων του μεταφραστικές λύσεις, που έρχονται κατ’ ευθείαν ή/και εκ πλαγίου, μέσω στοχαστικών προσεγγίσεων, καθώς οι γλώσσες είναι μεταξύ τους ασύμμετρες και εξελίσσονται διαφορετικά. Η κοινή ανθρώπινη εμπειρία, όταν ρητεύεται σε γλώσσα, κατά κανόνα διαφορίζεται από φυσική γλώσσα σε φυσική γλώσσα. Εξαίρεση αποτελεί η κατά πάντα ταυτότητα. Το «ταυτόν» είναι η εξαίρεση· ο κανόνας είναι το «θάτερον». Κι αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς (αλλά και «ψειριστικοί»), απλώς και μόνο συμβατικώς υπάρχουν ισοδυναμίες σημασιών από γλώσσα σε γλώσσα. Εδώ καλά-καλά δεν υπάρχουν απόλυτες συνωνυμίες μέσα στη μία και την ίδια γλώσσα! Το ξαναλέμε χάριν της εμπεδώσεως: Το «ταυτόν» είναι η εξαίρεση· ο κανόνας είναι το «θάτερον». Μια επί τροχάδην αναδίφηση στα μεταφρασιολογικά πονήματα του Ρομάν Γιάκομπσον θα μας φρεσκάρει στο νου, πράγματα που ήδη μεν γνωρίζουμε (και πολύ καλά μάλιστα), αλλά κάτι συμβαίνει και οι πιο πολλοί αρνούμαστε να τα θυμηθούμε, όταν μεταφράζουμε. Το σημείο, αίφνης, «ψωμί» δεν χρησιμοποιείται και δεν μεταφράζεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου με έναν μόνο τρόπο, η δε γκάμα των σημασιών του σε μια γλώσσα (ας πούμε στα ελληνικά) δεν συμπίπτει με την ομόλογή της σε μια άλλη γλώσσα (ας πούμε στα νορβηγικά, στα σλοβακικά ή στα τελούγκου). Η κάθε γλώσσα μιλάει – απλώς μιλάει, και μιλάει ως γλώσσα.
Ας θυμηθούμε, κατόπιν τούτων, τον Χάιντεγκερ που γράφει στο Καθ’ οδόν προς τη γλώσσα: «die Sprache spricht», που μεταφράζεται όχι ως «η γλώσσα ομιλεί» (όπως θα μας έλεγαν όχι μόνο τα λεξικά, αλλά και ο οποιοσδήποτε αφελής μεταφραστής), αλλά ως «η γλώσσα γλωσσοί». Σε ποιό λεξικό θα βρεθεί αυτό το «γλωσσοί», που προσωπικά δεν θα με πείραζε καθόλου, αν το λέγαμε και «γλωσσώνει». Μα δεν υπάρχουν στα λεξικά τέτοια ρήματα – ακούω να ενίσταται ο λεξικοχαρής και λεξικολάγνος! Μπορούμε να τον καθησυχάσουμε, με δύο κουβέντες. Κουβέντα πρώτη: πολλά δεν υπάρχουν στα λεξικά, αλλά από κάποια χρονική στιγμή και εντεύθεν υπάρχουν, διότι τα επιβάλλει η γλωσσική ανάγκη. Κουβέντα δεύτερη: η γλωσσική ανάγκη γεννά νέο λόγο, γεννά νεολογισμούς και τους καθιστά χρήση, άρα γλώσσα. Αυτοί οι νεολογισμοί βρίσκουν τις πιο πολλές φορές τον δρόμο και μπαίνουν στα λεξικά.
Κι αν τυχόν δεν μπουν στα λεξικά, μπαίνουν στα μεταφράσματα. Η λογοτεχνία (περισσότερο από τη φιλοσοφία), για να δικαιώσει και το έτυμόν της ως «λόγος + τέχνη», νεολογίζει, και πολλές φορές συμβαίνει να το κάνει όχι στο πρωτοβάθμιο σημασιακό επίπεδο, αλλά και εκτός παραδεδεγμένου κώδικα. Νεολογίζει εισάγοντας όρους «μη αμέσως κατανοητούς» ή «μη έχοντες την οποιαδήποτε αναφορά»: Τζαίημς Τζόυς και Χέρμαν Μπροχ – έστωσαν παραδείγματα. Υπερβαίνουν, δηλαδή, οι όροι αυτοί τη διδασκόμενη στα Πανεπιστήμια γλωσσολογική ύλη, και δεν εντάσσονται στην παραδοσιακή Σημασιολογία. Αυτό όμως κατ’ ουσίαν δεν ισχύει! Αν κάτι λέγεται ως γλώσσα, λέγεται και γλωσσολογικώς. Όταν, όμως, εντελώς αστόχαστα έχει υποβιβαστεί η γλώσσα σε λεξίκευση, βεβαίως και δεν υπάρχει χώρος για νεολογικά επιτελέσματα (αγγλιστί – για να συνεννοηθούμε – performances). Και όταν πρέπει αυτά τα νεολογικά γεννήματα να μεταφραστούν, ο μεν καλός μεταφραστής (ο ενεργών μετά λόγου γνώσεως) θα ανατρέξει στον γλωσσικό θησαυρό της γλώσσας του, είτε για να ανασύρει δοκιμασμένες χρήσεις είτε για να ποιήσει νέες χρήσεις, ο δε άσχετος μεταφραστής (ή και κριτικός), που δεν καταλαβαίνει τί του γίνεται και πού πάν τα τέσσερα, θα επικαλείται φωνασκώντας τη σιωπή του λεξικού!
Μα είναι τρελό – αντί ο τελευταίος να κατηγορήσει το λεξικό, που παραμένει μουγκό, κατηγορεί τον μεταφραστή που δίνει τροφή στον λεξικολόγο για να ξεμουγκέψει το λεξικό!
Μακροθυμία εν παντί – αυτό χρειάζεται!