Σε μια συνέντευξη της, η Αμερικανίδα σύζυγος του Δώρου Λοΐζου, Barbara Bell Λοΐζου, αποκάλυψε ότι ο δολοφονηθείς από τους φασίστες του 1974, ποιητής, της είχε ουσιαστικά προαναγγείλει το θάνατο του ελάχιστα πριν το θάνατο του:
“Και όταν μου συμβεί εσύ θα πας στον πατέρα μου, θα πάρεις χρήματα και θα πάεις πίσω στην Αμερική, δεν θέλω να ζεις σε αυτή τη χώρα πλέον”.
Εγώ του απάντησα “τι είναι αυτές οι ανοησίες που λες, εγώ δεν θέλω να ζήσω μακριά σου, σε αγαπώ πάρα πολύ”. Κι αυτός επέμενε και μου έλεγε “φοβάσαι, εγώ είμαι αθάνατος».
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, 47 χρόνια τώρα, μνημονεύουμε την άναδρη δολοφονία του Λοΐζου, ως απώλεια μιας μορφής αδιαπραγμάτευτα ανυπότακτης, συνάμα, λεπταίσθητα περιπλανόμενης και αθεράπευτα ανθίζουσας, σε εδάφη άγονα, που η παρουσία της, εντελώς απροσδόκητα κάθε φορά, τα γονιμοποιεί με το σπόρο μιας άσπιλης και επίμονης ιδέας.
Επέλεξα ένα από τα πιο λυρικά ποιήματα του Λοΐζου, αυτά που οι επαναστάτες ποιητές τα γράφουν καλύτερα
στους πράσινους κήπους,
πριν προλάβουν να ξυπνήσουν
τα γιασεμιά κι οι μέλισσες.
Βγήκα νωρίς,
πριν γίνουν ατμός
οι ασχημάτιστες δροσοσταλίδες.
Δε λέω,
μπορεί να μην είδα
πεταλούδες, ρόδα κι έντομα
μα είδα
τα υγρά όνειρα του εωθινού,
το ξεψύχισμα της άγουρης νύχτας,
-το ξέρω-
μα δεν το μετανιώνω.