Scroll Top

Γιώργος Μπλάνας – Ο χωρικός και ο ειδικός

               Ο ΧΩΡΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΙΔΙΚΟΣ
                (Ένας Πανάρχαιος Μύθος)

Κάποτε η στέγη μιας παλιάς, πολύ παλιάς, καλύβας, στην οποία έμεναν ένας πάμφτωχος χωρικός, η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους, άρχισε να τρίζει επικίνδυνα. Η γυναίκα του χωρικού, πήρε τα παιδιά και βγήκε έξω, επιμένοντας πως δεν θα ξανάμπαινε αν ο χωρικός δεν φρόντιζε να κάνει αυτό που θα έκανε κάθε υπεύθυνος οικογενειάρχης: να φτιάξει την στέγη.
«Δίκιο έχεις γυναίκα», της είπε εκείνος. «Αλλά πώς να την φτιάξω. Βλέπεις να έχουμε λεφτά;»
«Να την φτιάξεις μόνος σου», του είπε εκείνη.
«Μα εγώ δεν ξέρω να φτιάχνω στέγες», της είπε εκείνος. «Αγρότης είμαι».
«Και τι θέλεις να κάνουμε; Να καθίσουμε μέχρι να πέσει και να μας πλακώσει;» του είπε εκείνη.
Στο μεταξύ, άρχισε να νυχτώνει κι ακόμα της έλεγε και του έλεγε κι έτσι θα ξημερώνονταν, αν η γυναίκα δεν αγανακτούσε με τα σου λέω και μου λες και -ως μητέρα με πρακτικό νου- δεν φώναζε:
«Τέλος οι κουβέντες! Ελάτε να κοιμηθούμε εδώ, κάτω από την λεμονιά κι αύριο πρωί-πρωί δουλειά».
Έτσι κι έγινε.
Πρωί-πρωί, ο χωρικός μπήκε στην καλύβα, ανέβηκε προσεκτικά σε μια ξύλινη σκάλα -που είχε φτιάξει κάποτε ο ίδιος και γι’ αυτό δεν την πολυεμπιστευόταν- κι άρχισε να εξετάζει ένα-ένα τα πατερά, τις αντηρίδες, τους μπαμπάδες, τις δοκίδες κι όλα τ’ άλλα μέρη της φτωχικής αλλά πολύπλοκης κατασκευής, που δεν ήξερε πως λέγονταν, αλλά μετά απ’ αυτό που είδε ήξερε πως η ζημιά λεγόταν: απόλυτη καταστροφή.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν ν’ αντικαταστήσει τα πατερά, τα μεγάλα δοκάρια που στήριζαν όλα τα άλλα συμπράγκαλα της στέγης, με καινούργια που θα έκοβε από το δάσος. Έτσι, αν ήταν να πέσει η στέγη, δεν θα έπεφτε όλη μονομιάς, αλλά σε μικρά κομμάτια, λιγότερο επικίνδυνα για όποιον βρισκόταν από κάτω. Θεού θέλοντος θα την γλύτωναν με μερικά καρούμπαλα.
Έπιασε αμέσως δουλειά και μέχρι το απόγευμα είχε κόψει δυο γερά δέντρα και σκεφτόταν πώς να τραβήξει τα παλιά δοκάρια, βάζοντας την ίδια στιγμή τα καινούργια, για να μην πέσει πάνω του η στέγη.
Κάτι είχε σκεφτεί, όταν άκουσε απέξω μιαν αγριοφωνάρα:
«Ε, εσύ, εκεί μέσα!»
Πήγε στην πόρτα και είδε έναν ευτραφή καλοντυμένο κύριο με κατακόκκινο πρόσωπο, περιστοιχισμένο από δύο στρατιώτες του βασιλιά.
«Ορίστε, ακούω την αφεντιά σας», του είπε.
«Τι κάνεις εκεί μέσα;»
«Φτιάχνω την στέγη για να μην πέσει και μας πλακώσει».
«Είσαι ειδικός;»
«Όχι, αγρότης είμαι. Αλλά δεν έχω λεφτά να πληρώσω κανέναν απ’ αυτόν που είπε η αφεντιά σας».
«Αυτός δεν είναι λόγος για να παραβιάζεις την βασιλική κανονικότητα».
«Και τι να κάνω;»
«Να κάνεις πέρα για ν’ αναλάβει το θέμα ο ειδικός».
«Σας είπα πως δεν έχω λεφτά».
«Δεν χρειάζονται. Πρώτη προτεραιότητα για το βασίλειο είναι η αρτιμέλεια των υπηκόων».
«Αν είναι έτσι, μετά χαράς», είπε ο χωρικός και βγήκε από την καλύβα.
Ο ευτραφής καλοντυμένος, κατακόκκινος κύριος άρχισε να κοιτάζει απ’ όλες τις μεριές την στέγη -χωρίς να μπει στην καλύβα- και να κάνει «Χμ!» και «Τσ-τσ!»
«Πώς την κατάντησες έτσι», είπε τελικά στον χωρικό.
«Εγώ;» του γύρισε εκείνος μεταξύ απορίας και εκνευρισμού. «Ο αέρας, η βροχή, το χιόνι… ναι﮲ αλλά εγώ;»
«Εσύ, βέβαια. Δεν πήρες τις απαραίτητες προφυλάξεις!»
«Άρχοντά μου, γιατί παίζεις με τον πόνο μου;» συγκρατήθηκε ο χωρικός, που δεν ήταν ούτε δειλός ούτε αδύναμος, αν κρίνουμε από το τεράστιο σφυρί που κρατούσε, έχοντας ξεχάσει -λόγω του αναπάντεχου της επίσκεψης, ασφαλώς- να το αφήσει σε μια γωνιά. «Τι έπρεπε να κάνω;»
«Αυθάδη, χωριάτη, έπρεπε να συντηρείς την στέγη σου, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες, που έχουν τοιχοκολληθεί έξω από το κάστρο. Να την περνάς με αντισκωριακό, να συμβουλεύεσαι τον οικογενειακό σου μάστορα συχνά…»
«Αφέντη μου», τον έκοψε ο δύστυχος οικογενειάρχης, «πρώτον εγώ δεν έχω ζώο για να πάω μέχρι το κάστρο, δεύτερον δεν έχω οικογενειακό μάστορα, γιατί κανένας μάστορας δεν κάνει δουλειά δίχως να πληρωθεί και τρίτον δεν έχω λεφτά ούτε για να θρέψω τα παιδιά μου…»
«Καλά, καλά», ήρθε η σειρά του ειδικού να τον διακόψει, με καθησυχαστικό τόνο και πρόσωπο μάλλον κατακίτρινο τώρα, καθώς είχε φαίνεται παρατηρήσει πως το σφυρί που κρατούσε στο χέρι του ο αγρότης έτρεμε παράξενα. «Αναλαμβάνουμε εμείς!»
«Θα την φτιάξετε;»
«Λοιπόν, άκουσε προσεκτικά. Γι’ αυτές τις στέγες δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Έχουμε όμως σε εξέλιξη διάφορα προγράμματα έρευνας και ελπίζουμε πως σ’ ένα-δυο χρόνια θα έχουμε κάποια σαφή αποτελέσματα. Προς το παρόν μπορώ να σου δώσω μόνο οδηγίες που αν τις ακολουθήσεις ευλαβικά ενδέχεται να περιορίσουν το ενδεχόμενο να χάσεις την οικογένειά σου ή και την ίδια την ζωή σου. Οι οδηγίες αυτές βασίζονται σε αξιόπιστες στατιστικές, για τις οποίες μοχθούμε καθημερινά ως ειδικοί διεθνώς αναγνωρισμένοι».
«Δηλαδή;»
«Αυτές οι στατιστικές ορίζουν με την μεγαλύτερη ακρίβεια τις πιθανότητες να πέσει το σπίτι σου να σε πλακώσει. Όταν φυσάει, βρέχει, χιονίζει, ρίχνει χαλάζι, πρέπει να κοιμάστε έξω. Όταν είναι καλός ο καιρός πρέπει να κοιμάστε κάτω από τα κρεβάτια σας…»
«Μα δεν έχουμε κρεβάτια, άρχοντά μου. Κάτω, στρωματσάδα κοιμόμαστε!»
«Ε, τότε να κοιμάστε και τις καλές μέρες έξω!»

            ΕΠΙΜΥΘΙΟ


Μην κρατάς ποτέ ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί φονικό όργανο, όταν μιλάς με ειδικούς.

Πίνακας: “Χαλασμένη στέγη” – Σωτήρης Σόρογκας