Ανάγνωση του ποιήματος, Salό (Η Μάθηση της Αναπνοής, α΄Αποχαιρετισμοί/εισπνοή)
SALO’
Τα νερά της λίμνης δεν διηγούνται
Τίποτα. Σαν να μην έχουν στόμιο,
Ησυχάζουν από τη μια όχθη ως την άλλη.
Ιδανικό μέρος ανώνυμης ομορφιάς
Για να ξεμπερδεύει κανείς μια και καλή
Με τα περασμένα. Όρθιος μπροστά
Στο παράθυρο της μιας και μοναδικής μας
Διανυκτερεύσεως, βλέπω μόνον εγώ
Τον φαλακρό άντρα με το μαύρο πουκάμισο
Να λάμνει αμέριμνος λες και η στάθμη
Του νερού δεν ανεβαίνει, ναι πως
Δεν ανεβαίνει σιγά σιγά και τα σκεπάζει
Όλα. Δεν θα ανοίξω το στόμα μου.
Κι ας ξέρουν τα πάντα για κείνο.
Αν δεν τον ονομάσω, θα είναι σαν να
Μην είχε υπάρξει για τους δυο μας ποτέ;
Ιδιαίτερο ποίημα, ούτε θάλασσα ούτε χείμαρρος. Μια λίμνη με ιταλικό όνομα και μελανή ιστορία που συσχετίζεται με τον Μουσολίνι (σημείωση Σ.Παστάκας). Κράτος μαριονέτα των Ναζί, διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια. «Salό», κι η ξενόγλωσση γραφή αλλάζει από την αρχή την «τοπογραφία» του χώρου, της γλώσσας, της ιστορίας, της ανάγνωσης. Ανοικεία, ξένη, η λίμνη που τα νερά της «ησυχάζουν από τη μια όχθη ως την άλλη», παραπέμπει στον άλλο κόσμο. Η μεταφορά του «φαλακρού άνδρα με το μαύρο πουκάμισο» που «λάμνει αμέριμνος», αναδύει τη δραματική φιγούρα του Βαρκάρη.
Κι όμως, οι δυνάμεις της φαντασίας ξαναγράφουν αλλιώς το ταξίδι. Τα «νερά ησυχάζουν», λέει ο ποιητής κι η λίμνη γίνεται καθρέφτης : «Ιδανικό μέρος ανώνυμης ομορφιάς». Στα νερά της λίμνης καθρεφτίζεται η «ομορφιά», η ζωή, ο ορατός κόσμος αλλά και ο «αόρατος». Ο ποιητής εκστατικός, «Όρθιος μπροστά/Στο παράθυρο», «βλέπει» (ιδιότητα του καθρέφτη) συγχρόνως «τα περασμένα» (παρελθόν) και τα μελλούμενα («στάθμη που ανεβαίνει»). Βλέπει όλη τη ζωή από το «παράθυρο της μιας και μοναδικής μας/Διανυκτερεύσεως» και συγχρόνως «ξεμπερδεύει» το νήμα της ζωής με το νήμα της φαντασίας. Η λέξη υποδεικνύει τον τρόπο ανάγνωσης της «Διανυκτερεύσεως», σύνθετη λέξη που φέρει στην κατάληξη τη «ρεύση», την ροή. Μια επιλογή, όχι τυχαία. Ο ποιητής μπροστά στο παράθυρο, μπροστά στα νερά της λίμνης γίνεται τμήμα της Ροής και της Ρεύσης του είναι, με την ομηρική έννοια. Ο θάνατος αποτελεί συνέχεια της ζωής, είναι ροή συνεχόμενη. Η ενέργεια δεν χάνεται αλλά επανακατανέμεται σε νέα μορφή και είδος (Μακρυπούλιας). Από την νύχτα οδεύει στο φως («Διανυκτερεύσεως»). Ο ποιητής διαπιστώνει τη νέα ιδιότητα:
βλέπω μόνον εγώ […]
Όλα».
Η λίμνη, που είναι για το φαντασιακό «το μάτι της γης» (Μπασλάρ), γίνεται παράθυρο, μάτι του ποιητή. Το βλέμμα του αποκτά κοσμικότητα : «η στάθμη ανεβαίνει» και «τα νερά της λίμνης» γίνονται ουράνιος θόλος που τα «σκεπάζει όλα». Το βλέμμα του ποιητή τα αγκαλιάζει όλα, αντιλαμβάνεται την ροή της ψυχής, τη συνέχεια στο χρόνο και στον χώρο, σαν ανοδικό πέρασμα από το νερό στον αέρα. Ο θάνατος για τον ποιητή δεν είναι κατάσταση αλλά πέρασμα. Γέφυρα που συνεχίζει τον δρόμο, την πορεία, την ροή «από τη μια όχθη ως την άλλη».
«Δεν θα ανοίξω το στόμα μου». Ο ποιητής έχει περάσει στο βασίλειο της σιωπής. Η μεγαλύτερη μεταμόρφωση που επιφέρει ο θάνατος είναι η απουσία της φωνής. Η σιωπή. Μια αέρινη μεταμόρφωση. Στην ουράνια όχθη, όλοι «ξέρουν τα πάντα για κείνο» κι ο ποιητής θα προσποιηθεί, σαν να «Μην είχε υπάρξει για τους δυο μας ποτέ». Ο υπερσυντέλικος βεβαιώνει το τετελεσμένο στο παρελθόν γεγονός. ο θάνατος αναδύεται όχι ως τέλος αλλά ως σημείο σε μια συνεχή ροή, που αποδίδει νέα υπόσταση, νέες ιδιότητες και ικανότητες.
Κι όμως, οι δυνάμεις της φαντασίας ξαναγράφουν το ταξίδι ως αλληγορία της γραφής. Τα νερά της λίμνης «Salό» και το ποίημα με τον τίτλο «Salό», έχουν το ίδιο όνομα. Το ποίημα, όπως και «τα νερά της λίμνης δεν διηγείται/ Τίποτα. Σαν να μην έχει στόμιο». Το ίδιο κι ο ποιητής: «δεν θα ανοίξω το στόμα μου». Το ποίημα δεν «διηγείται», κάνει κάτι περισσότερο: καθρεφτίζει, δηλαδή αδράχνει και αντανακλά την ομορφιά. Το ποίημα δεν είναι απλώς ένας τόπος, είναι το «ιδανικό μέρος ανώνυμης ομορφιάς». Και ομορφιά, είναι η ίδια η ζωή, η ύπαρξη, η πλάση, η ποίηση (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Το ποίημα, όπως τα νερά της λίμνης, είναι ο τόπος που ρέει η ψυχή, που κυλά με ήσυχη ροή από την ανώνυμη ομορφιά της ύπαρξης σε μια «επώνυμη ανυπαρξία». Το ποίημα είναι η απόδειξη της ύπαρξης.
«Αν δεν τον ονομάσω, θα είναι σαν να/Μην είχε υπάρξει για τους δυο μας ποτέ;»,
Το πεπρωμένο του ποιητή είναι η Ποίηση (Σαμαρά). Το πεπρωμένο του ποιητή είναι να παραδώσει το ποίημα στο οποίο «λάμνει αμέριμνος». Το ποίημα είναι βάρκα στα νερά της Ποίησης, είναι πέρασμα από την ανυπαρξία στην γραφή, από την γραφή στην αιώνια ύπαρξη. Το ποίημα τα καθρεφτίζει όλα, την ψυχή αλλά και την ιστορία πίσω από το όνομα. Η ποιητική τέχνη του Σωτήρη Παστάκα είναι το αθόρυβο καθρέφτισμα ενός ταξιδιού που οδηγεί «στο καθαυτό τοπίο της ψυχής», στην ποιητική Ιθάκη της γραφής, στην σιωπή. Η ποίηση, η ψυχή, η αναπνοή, όλα είναι μια «ήσυχη ροή».