1. Η ΕΡΕΥΝΑ για τον Έλληνα αναγνώστη λογοτεχνίας, δεν έδωσε αξιοποιήσιμα συμπεράσματα, περίπου τα ξέραμε:
(α) διαβάζουμε συγκυριακά,
(β) οι συστηματικοί αναγνώστες μαρσάρουν,
(γ) πρώτη η ελληνική, ακολουθεί η ξένη, η Ιστορία, τα αστυνομικά
(δ) ευνοούν το διάβασμα: η καταγωγή, η κοινωνική θέση, το επάγγελμα των γονιών, τα λεφτά κ.λπ.
2. ΩΣΤΟΣΟ τα συμπεράσματα του καθηγητή Νίκου Παναγιωτόπουλου φιλοδοξούν, εκτός από την καταγραφή, να καταλήξουν σε προτάσεις.
Από τα λίγα που διάβασα, προτείνει ή εγώ τα κατάλαβα έτσι και έβαλα και δικά μου, ότι:
Από τα λίγα που διάβασα, προτείνει ή εγώ τα κατάλαβα έτσι και έβαλα και δικά μου, ότι:
(α) δεν αρκούν νέες βιβλιοθήκες, χρειάζονται τεχνικές εκπαιδευτικές που θα βάλουν το διάβασμα “ύπουλα” στην καθημερινότητα του νέου, ο οποίος σήμερα δεν γουστάρει να διαβάσει μυθοπλασίες αλλά να τις δει στο κινητό ή την tv
(β) να ενθαρρυνθεί (ή και να ζυμωθεί ώστε να το θεωρήσει συμμετοχή σε πρόγραμμα αξιακής αναβάθμισης του κοινωνικού συνόλου) το προβεβλημένο μέρος της εξουσίας όλων των βαθμίδων να μιλήσει για την εντύπωση που του έκανε κάποιο βιβλίο. Τολμώ να πω ότι θα μπορούσαν να πείσουν υπουργούς, καθηγητές αναγνωρισμένους, καλλιτέχνες, αθλητές, ακόμη κι αν δεν έχουν διαβάσει κάτι να πουν δημόσια όσα θα τους γράψουν επαγγελματίες αναγνώστες.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, καταρρέουν όλα τα προηγούμενα διότι δεν θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε για το πια βιβλία θα προβληθούν.
Είναι το ίδιο πράγμα με τις μαρξιστικές θεωρίες: καλές, αλλά ποιος και πώς θα τις εφαρμόσει.
Οπότε ας συμβεί αυτό που συμβαίνει με τις γλώσσες και τον πολιτισμό γενικότερα: πάνε όπως θέλουν και σε όποια κατεύθυνση θέλουν ή σε όποια κάποια συμφέροντα τις οδηγούν.
Το μόνο εργαλείο κατεύθυνσης των μαζών είναι η επιστήμη, όπου βέβαια μπορεί. Είναι η μόνη δραστηριότητά μας που δεν έχει δόγματα, αλλά επιδέχεται μόνο απόδειξη με πείραμα και στατιστική επεξεργασία. Όλα τα άλλα, θρησκείες, ιδεολογίες, κόμματα πάνε με δόγματα.
Για την περίπτωση του βιβλίου, η κοινωνιολογία δεν μπορεί να δώσει λύση. Ισχύει το κριτήριο του Πόπερ.
(β) να ενθαρρυνθεί (ή και να ζυμωθεί ώστε να το θεωρήσει συμμετοχή σε πρόγραμμα αξιακής αναβάθμισης του κοινωνικού συνόλου) το προβεβλημένο μέρος της εξουσίας όλων των βαθμίδων να μιλήσει για την εντύπωση που του έκανε κάποιο βιβλίο. Τολμώ να πω ότι θα μπορούσαν να πείσουν υπουργούς, καθηγητές αναγνωρισμένους, καλλιτέχνες, αθλητές, ακόμη κι αν δεν έχουν διαβάσει κάτι να πουν δημόσια όσα θα τους γράψουν επαγγελματίες αναγνώστες.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, καταρρέουν όλα τα προηγούμενα διότι δεν θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε για το πια βιβλία θα προβληθούν.
Είναι το ίδιο πράγμα με τις μαρξιστικές θεωρίες: καλές, αλλά ποιος και πώς θα τις εφαρμόσει.
Οπότε ας συμβεί αυτό που συμβαίνει με τις γλώσσες και τον πολιτισμό γενικότερα: πάνε όπως θέλουν και σε όποια κατεύθυνση θέλουν ή σε όποια κάποια συμφέροντα τις οδηγούν.
Το μόνο εργαλείο κατεύθυνσης των μαζών είναι η επιστήμη, όπου βέβαια μπορεί. Είναι η μόνη δραστηριότητά μας που δεν έχει δόγματα, αλλά επιδέχεται μόνο απόδειξη με πείραμα και στατιστική επεξεργασία. Όλα τα άλλα, θρησκείες, ιδεολογίες, κόμματα πάνε με δόγματα.
Για την περίπτωση του βιβλίου, η κοινωνιολογία δεν μπορεί να δώσει λύση. Ισχύει το κριτήριο του Πόπερ.