Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη
Η αγορά με τις επεκτατικές της διαθέσεις έχει απλώσει τα ισχυρά πλοκάμια της και στον εικαστικό χώρο, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα των έργων τέχνης. Από εκεί ωθούμενος, ο Δημοσθένης Δαββέτας έγραψε «Το τέλος της Αισθητικής; Τεχνομηδενισμός και Σύγχρονη Τέχνη» (εκδ. Νίκας), όπου προσεγγίζει, με εύληπτο και ελκυστικό τρόπο, το ζήτημα του τέλους της Τέχνης. Ο ποιητής, συγγραφέας, ζωγράφος, καθηγητής Αισθητικής και Φιλοσοφίας της Τέχνης στο Παρίσι μιλά στην «Π» για το νέο του βιβλίο.
Από ποια επιθυμία σας «γεννήθηκε» το νέο σας βιβλίο;
Να πω ότι είχα γνωρίσει τη σύγχρονη τέχνη του ‘80, δίπλα σε πολύ μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Μπόις, ο Μπάζελιτς, ο Κίφερ, ο Κουνέλης, ο Σαμαράς, ο Γουόρχολ, ο Μπασκιά, τους οποίους γνώριζα προσωπικά και με τους οποίους συνεργάστηκα. Όλοι αυτοί, αντιμετώπιζαν την τέχνη με ένα τρόπο πολύ ποιοτικό –υπήρχε μεν το εμπορικό κομμάτι, αλλά δεν σκίαζε την καλλιτεχνική ποιότητα του έργου.
Παρατήρησα, όμως, ότι από τη δεκαετία του 2000 και μετά, η αγορά έγινε τόσο ισχυρή, ώστε το έργο τέχνης σταδιακά -και με αποθέωση σήμερα- μετατράπηκε σε προϊόν. Ενα προϊόν, το οποίο μπορεί να βρει κάποιος στο σουπερ μάρκετ και να το αγοράσει. Κάτι το ευτελές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει σήμερα καλλιτέχνης ή έργο τέχνης αν δεν έχει αναγνωριστεί από την αγορά τέχνης.
Το οποίο σημαίνει;
Σημαίνει ότι όταν κάνει κάποιος έκθεση, όλοι ρωτάνε. «Πούλησες;», «Εγραψε ο Τύπος;». Αρα αυτά τα δύο στοιχεία -της αγοράς και της επικοινωνίας- είναι τόσο σημαντικά, ώστε καθορίζουν το έργο τέχνης. Το έργο τέχνης, πλέον, δεν είναι αυτοκαθοριζόμενο, αλλά ετεροκαθοριζόμενο. Αυτό ήταν το πρώτο που με έκανε να σκεφτώ και να γράψω γι’ αυτή την πραγματικότητα, και το δεύτερο ήταν να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που ονομάζουμε μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη. Χαρακτηριστικό της σύγχρονης τέχνης, με τα σημερινά δεδομένα, είναι ότι το έργο τέχνης μετατρέπεται σε προϊόν, όπως προείπα, το οποίο καθορίζουν οι πολύ μεγάλες γκαλερί ή τα πολύ μεγάλα συλλεκτικά οικονομικά συμφέροντα. Σήμερα, οι ελάχιστες μεγάλες γκαλερί που υπάρχουν στον κόσμο ελέγχουν όλο το παιχνίδι, και είναι αντίστοιχο φαινόμενο με αυτό που παρατηρείται στην οικονομία ή στην πολιτική. Δεν υπάρχει οικονομία, πλέον, δεν υπάρχει πολιτική, δεν υπάρχει αισθητική, όπως δεν υπάρχει τέχνη με την έννοια που την ορίσαμε. Γιατί όλα καθορίζονται από τις αγορές. Εξ ου και γράφω στο βιβλίο για το τέλος της αισθητικής. Η οποία από τη στιγμή που δεν την καθορίζουμε εμείς, ετεροκαθορίζεται.
Εξ ου και δίνετε τον όρο της αισθητικής.
Ακριβώς. η αισθητική αν και ως όρος γεννήθηκε το 1755 από τον Γερμανό φιλόσοφο Μπαουμγκάρτεν, στην πραγματικότητα, είναι η προσωπική εμπειρία ενός ατόμου ή η συλλογική εμπειρία μιας ομάδας μέσα στην ομορφιά. Η εμπειρία μας μέσα στην ομορφιά γεννά μια σειρά από αντιδράσεις, οι οποίες εκφράζονται μέσω της τέχνης και των διαφόρων μορφών της και αυτό το ονομάζουμε αισθητική.
Στη σημερινή εποχή, όπου η τεχνητή νοημοσύνη έχει αντικαταστήσει την τέχνη σε μεγάλο βαθμό ή πάει να την αντικαταστήσει, σε σημείο ώστε να μη χρειάζονται σε λίγο καιρό οι καλλιτέχνες, δεν μιλάμε για τέχνη, αλλά για κάτι άλλο.
Κατά πόσο η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να οδηγήσει στον τεχνομηδενισμό και στην απώλεια της αισθητικής;
Η τεχνητή νοημοσύνη, σαφώς και είναι χρήσιμη σε πολλά επίπεδα. Αλλά αν αυτονομηθεί και δεν ακολουθεί το μέτρο του ανθρώπου, τότε υπάρχει πρόβλημα. Οταν γεννήθηκε η φωτογραφία, για παράδειγμα, όλοι φοβούνταν ότι θα αντικαθιστούσε την τέχνη. Μάλιστα ο μεγάλος Σαρλ Μποντλέρ είχε πάρει θέση με μια σειρά άρθρων. Τελικά, όμως, όπως αποδείχτηκε, δεν επαληθεύτηκαν αυτοί οι φόβοι, αντιθέτως η φωτογραφία λειτούργησε ως εργαλείο για τον ζωγράφο. Κάπως έτσι θα ήθελα κι εγώ να μείνει η τεχνητή νοημοσύνη. Να αποτελέσει ένα εργαλείο που να βοηθά στην αποτελεσματικότητα του έργου τέχνης και του καλλιτέχνη, όχι να τους υποκαταστήσει. Να γίνει ένα καινούργιο εργαλείο στη δημιουργική πορεία του ανθρώπου.
.
Και αυτή τη φορά απευθύνεστε στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Ποια η μεγαλύτερη πρόκληση στο εγχείρημα να συνδέσετε τα βιώματά σας με τα ιστορικά στοιχεία της τέχνης, ώστε να γίνει κατανοητό το βιβλίο στον μη εξειδικευμένο αναγνώστη;
Πάντοτε ήμουν αντίθετος με τις ελίτ. Τις ελίτ της γλώσσας, της οικονομίας, της πολιτικής. Εγώ θα ήθελα η παιδεία, η τέχνη να είναι προσιτές στο πλατύ κοινό. Γι’ αυτό και αποφάσισα να προβώ σε αυτό το εγχείρημα της λεγόμενης δημοκρατικής εκλαϊκευμένης γραφής. Χωρίς όμως να χάσω τίποτα από το επιστημονικό πεδίο. Είναι πολύ δύσκολο, και επιτυγχάνεται μέσα από πολλά χρόνια εμπειρίας και εργασίας.
Στην αρχή, φοβόμουν ότι αν έγραφα απλά, οι έννοιες θα αποδυναμώνονταν. Στην πορεία διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά αντιθέτως, ο καθημερινός άνθρωπος, νιώθει ισχυρός στο να μπορέσει να καταλάβει και να συμμετάσχει ψυχικά και νοητικά σε αυτό το επίπεδο γνώσης. Αυτό το πνεύμα διέπει και αυτό το βιβλίο.
Υπάρχει, αλήθεια, κάποια εποχή που θαυμάζετε για την αισθητική της;
Ναι, η μοντέρνα εποχή. Η εποχή που δούλεψε ο Πικάσο, ο Νταλί, ο Μιρό, όλοι αυτοί οι σπουδαίοι καλλιτέχνες, οι οποίοι από τη μία ήταν καινοτόμοι, καθώς αναζητούσαν νέες μορφές έκφρασης και από την άλλη είχαν υψηλή αισθητική. Αυτή η εποχή με εκφράζει.
Θεωρείτε ότι υπάρχει τρόπος να πάψει να επικρατεί η αγορά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας;
Πρέπει να συμβεί μια τεράστια πολιτιστική κρίση, η οποία θα συνοδεύεται από πολιτική και οικονομική κρίση. Μέσα από αυτή θα ανατραπούν τα δεδομένα και οι άνθρωποι θα ψάξουν να βρουν πρότυπα. Κι έτσι θα μπορέσουμε να επανέλθουμε. Υπό τις σημερινές συνθήκες, οδεύουμε με ιλιγγιώδη τρόπο προς τη μετατροπή του ανθρώπου σε ψηφιακό ον και στη μετατροπή της τέχνης σε ψηφιακή τέχνη -σε τεχνοτέχνη.
Αναδημοσίευση | Εφημερίδα Πελοπόννησος και pelop.gr