Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη
Βιβλία με ποιοτικό περιεχόμενο οι εξαιρετικά επιμελημένες εκδόσεις κάνουν την «Κίχλη» να ξεχωρίζει στον εκδοτικό χώρο. Χωρίς να ξεφύγει, στιγμή, από το μονοπάτι που χάραξε το 2008, απ’ όταν τη δημιούργησε, η Γιώτα Κριτσέλη αποφάσισε πριν από τρία χρόνια να επανεκδώσει το έργο του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του τελευταίου τόμου, η εκδότρια μας ξεναγεί στο σύμπαν του σημαντικού ηλείου διηγηματογράφου.
Τι σας οδήγησε στην απόφαση της σταδιακής επανέκδοσης (ξεκινώντας από το 2021) του έργου του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, το οποίο ολοκληρώθηκε σε έξι τόμους, με την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων Ο θησαυρός των Αηδονιών;
Η επανέκδοση των διηγημάτων του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου ήταν για εμένα πράξη ευθύνης απέναντι στους αναγνώστες, κυρίως τους νεότερους, καθώς τους δίνεται η δυνατότητα να ανακαλύψουν και να απολαύσουν μερικά από τα ωραιότερα διηγήματα που έχουν γραφτεί στη γλώσσα μας, αλλά και απέναντι στους νέους συγγραφείς, χάρη στη δυνατότητα που τους προσφέρεται να μαθητεύσουν στην απαράμιλλη γραφή του σημαντικότερου, κατά τη γνώμη μου, εν ζωή διηγηματογράφου μας.
Ποια τα γοητευτικά στοιχεία της γραφής του κατ’ εσάς;
Ο Η.Χ.Π. είναι συγγραφέας βιωματικός. Η μνήμη και η επίμονη αναδίφηση του παρελθόντος παίζουν βαρύνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικής του μυθολογίας. Ψηφίδες της αποτελούν, μεταξύ άλλων, η γενέθλια πόλη, ο Πύργος της Ηλείας, τα ήθη της νεοπαγούς αστικής κοινωνίας, το μυθικό κτήμα των παιδικών του χρόνων, αλλά και πρόσωπα οικεία στον ίδιο, που επανέρχονται σε αρκετά διηγήματα. Ωστόσο, η ματιά του συγγραφέα απέναντι στον κόσμο αυτόν που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, ματιά πρωτίστως τρυφερή και νοσταλγική, μπολιάζεται με λεπτή ειρωνεία και χιουμοριστικές πινελιές, προσδίδοντας εντέλει στην αφήγηση μια διακριτική κριτική απόσταση. Από την εναλλαγή των δύο οπτικών γωνιών, του μυθοποιημένου παρελθόντος και του παρόντος του ώριμου αφηγητή, προκύπτει, φρονώ, η τόσο χαρακτηριστική σε πολλά διηγήματα εναλλαγή των τόνων: από τις ειδυλλιακές περιγραφές των χρόνων της αθωότητας και της ακμής η αφήγηση διολισθαίνει ενίοτε σε τόνους ελαφρώς ειρωνικούς· άλλες πάλι φορές μεταστρέφεται σε δραματικούς ή και ελεγειακούς τόνους. Είναι πάντως αξιοπρόσεκτο πόσο δεξιοτεχνικά συντελείται η μετάβαση στις διαφορετικές τονικότητες, αρετή που προδίδει μεγάλη μαστοριά. Ιδιαιτέρως δραστικός αποδεικνύεται επιπλέον ο αποδραματοποιημένος τόνος με τον οποίο ο συγγραφέας περιγράφει βίαιες σκηνές, κυρίως στα διηγήματα που διαδραματίζονται την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Χάρη στην επιλογή αυτή, δημιουργείται η επιθυμητή ένταση, χωρίς να εκδηλώνεται η συνήθης συναισθηματική υπερχείλιση. Τέλος, θαυμάζω κατεξοχήν τη δεξιότητα με την οποία χειρίζεται την παρελκυστική αφηγηματική στρατηγική. Με δόλιες, πλην άκρως γοητευτικές τεχνικές, άλλοτε ξεκινώντας τη διήγηση με δήθεν δοκιμιακό τρόπο, άλλοτε με την εξαντλητική περιγραφή λεπτομερειών εκ πρώτης όψεως ασήμαντων -επισημαίνω τη δεδηλωμένη προσήλωση του Η.Χ.Π. στην περιγραφή, που συνδέεται στενά με την πραγματογνωσία– και άλλοτε ενσωματώνοντας στην αφήγηση επεισόδια που έχουν μεν συμβολική λειτουργία αλλά δεν αποκωδικοποιούνται εύκολα, ο συγγραφέας εκτρέπει την προσοχή του αναγνώστη από το πραγματικό θέμα του διηγήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το νόημα να αιωρείται, ο αναγνώστης καλείται να αναλάβει ενεργητικό ρόλο και να αναζητήσει μέσα από λοξούς δρόμους τον βαθύτερο πυρήνα του κειμένου.
Η μορφή, το ύφος, η γλώσσα των ιστοριών του τι απήχηση έχουν στο σημερινό αναγνωστικό κοινό, και δη στο νεότερο;
Ο λόγος του Παπαδημητρακόπουλου είναι αξιοθαύμαστος. Αναμιγνύοντας στοιχεία του λόγιου λεξιλογίου, από όλες τις φάσεις της ελληνικής, με χυμώδεις εκφράσεις της καθημερινής γλώσσας, διανθίζοντας το σώμα των κειμένων του με παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις, συντάσσοντας τις περιόδους και τις φράσεις του με μεγάλη πλαστικότητα και επιτυγχάνοντας να κυλούν με έναν εύηχο ρυθμό, ενσωματώνοντας, τέλος, εντελώς φυσικούς, αβίαστους διαλόγους, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα μοναδικό γλωσσικό κράμα, το οποίο μας θέλγει πρωτίστως με την ποικιλία και την εκφραστικότητά του αλλά και με τη διαύγεια και την κομψότητά του. Επιπλέον, η λιτότητα, η πυκνότητα και η αφαιρετικότητα της γραφής του, υφολογικά χαρακτηριστικά που συνδέονται, εκτός των άλλων, με το πυκνό δίχτυ των υπαινιγμών που διατρέχει τα διηγήματα, συνηγορούν υπέρ της ένταξής του στο μινιμαλιστικό ρεύμα της πεζογραφίας μας, όπως έχει ήδη προτείνει η Ελισάβετ Κοτζιά. Αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα των κειμένων του, η μινιμαλιστική υφή και η αγέραστη, αρυτίδωτη γλώσσα, δημιουργούν έναν δίαυλο προς τους σημερινούς εν γένει, και ειδικότερα προς τους νέους αναγνώστες. Να προσθέσω κάτι ακόμα. Ο Η. Χ. Π. είναι δεινός στυλίστας και στα μη μυθοπλαστικά κείμενά του, γεγονός που θα καταδειχθεί από την έκδοση των δοκιμίων, των κριτικών και των χρονογραφημάτων του το αμέσως επόμενο διάστημα. Εύχομαι να αποτελέσουν και αυτά πηγή απόλαυσης και αναγνωστικής ευφορίας.
Εραστής της μικρής φόρμας αλλά και της τελειότητας της έκδοσης των βιβλίων του. Θα μας πείτε για την αγάπη του για την τυπογραφία;
Δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο να μιλήσω για το πάθος που τρέφει ο Η. Χ. Π. για την τυπογραφία από το να επικαλεστώ τα δικά του λόγια. «Μου είναι αδύνατον να γράψω οποιοδήποτε κείμενο, χωρίς να το φανταστώ στοιχειοθετημένο: το είδος των στοιχείων, οι στιγμές τους, τα τετράγωνα, τα διάστιχα κ.ο.κ., πέρα από την αισθητική απόλαυση που παρέχουν, πιστεύω ότι διαυγάζουν το κείμενο, συντείνουν στην υφολογική, αλλά και την εννοιολογική του ολοκλήρωση», γράφει, ενώ αλλού μιλά για το έπος που συνιστά η έκδοση ενός βιβλίου. Η προσήλωσή του στην αρτιότερη δυνατή τυπογραφική μορφή των κειμένων του εκφράστηκε και κατά τη συνεργασία μας για την έκδοση των διηγημάτων του από την Κίχλη. Συνέπραξε σε όλα: στην επιλογή του σχήματος των βιβλίων, στον σχεδιασμό της σελίδας, στον σχεδιασμό της μακέτας των εξωφύλλων, στην επιλογή του χαρτιού. Με ιδιαίτερη χαρά συναίνεσε στην ιδέα να τυπωθεί η λευκή ετικέτα των εξωφύλλων με την τεχνική της βαθυτυπίας. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έδειξε για τα σχέδια της Εύης Τσακνιά, που κοσμούν τα εξώφυλλα αλλά και το εσωτερικό των τόμων. Τέλος, επίμονη στάθηκε η αναζήτηση του κατάλληλου χρώματος για το φόντο των εξωφύλλων με αλλεπάλληλα τυπογραφικά δοκίμια και αλλαγές, διαδικασία που οδήγησε στην πολύχρωμη βεντάλια των έξι τόμων, που απλώνεται τώρα μπροστά μου. Από την οξυδερκέστατη ματιά του δεν ξέφυγε το παραμικρό ψεγάδι, αλλά είχε τη γενναιοδωρία να επαινέσει όλους τους συντελεστές. Ή περιπέτεια της έκδοσης στάθηκε μοναδική εμπειρία μαθητείας για εμένα, και η συνάντησή μου με τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο η ευτυχέστερη στιγμή της εκδοτικής πορείας της Κίχλης.
Αναδημοσίευση | Εφημερίδα Πελοπόννησος και pelop.gr