Scroll Top

Νίκος Μπακουνάκης | Μεθυστικό ταξίδι στην οινοποιία του Κλάους

Υπεύθυνη στήλης | Κρίστυ Κουνινιώτη

Η λογοτεχνία μάς ταξιδεύει. Διευρύνει τους ορίζοντές μας, πλουτίζει το πνεύμα μας, οξύνει τις αισθήσεις μας. Εξ ου και στους εκπροσώπους της οφείλουμε πολλά. Η συζήτηση μαζί τους, με αφορμή κάθε νέο τους έργο, μας ξεναγεί στο εργαστήρι και στις σκέψεις τους, αποκαλύπτοντάς μας τον γεμάτο θησαυρούς κόσμο τους.

Αυτές τις συνεντεύξεις με Έλληνες πεζογράφους και ποιητές φιλοξενεί η στήλη.  

Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του «Γκούτλαντ – Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» (εκδ. Πόλις), τα μάγια πιάνουν. Τι σημαίνει αυτό; Οτι η μαεστρία με την οποία αφηγείται ο Νίκος Μπακουνάκης την ιστορία της οινοποιίας «Αχαΐα», Achaia Clauss σήμερα, σε συνεπαίρνει, ταξιδεύοντάς σε στον χρόνο (1822-1949), εστιάζοντας παράλληλα στους ανθρώπους που συνδέονταν μαζί της -από τους μετόχους και τους εργαζόμενους έως τους εκπροσώπους της στο εξωτερικό, ένας εκ των οποίων ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Τόφαλος(!). Εντυπωσιακές λεπτομέρειες για την εποχή, την κοινωνία, το τοπίο, πλούσιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό διανθίζουν το σαγηνευτικό ανάγνωσμα που ξετυλίγεται σαν κινηματογραφική ταινία. Ο πατρινός πανεπιστημιακός και βραβευμένος συγγραφέας μιλάει για το νέο του βιβλίο, το οποίο όπως λέει είναι το πιο αγαπημένο του γιατί «το έχω γράψει με πολύ κέφι».

Πώς αποφασίσατε να γράψετε για την Γκούτλαντ του Γουσταύου Κλάους;

Πάντα ήθελα να κάνω ένα βιβλίο με βάση τα αρχεία της Achaia Clauss, καθώς στην οινοποιία ουσιαστικά βλέπεις την ιστορία, γι’ αυτό και θέλησα να το ψάξω περισσότερο. Από το 1977 που κυκλοφόρησε «Το κρασί του Γουσταύου, είχα πει ότι θα κάνω κάτι ειδικότερο. Εγινε, λοιπόν, μετά από 26 χρόνια…

Η αφήγησή σας δεν είναι στενά ιστορική, καθώς εμπλουτίζεται με πλήθος λεπτομέρειες περί την εποχή και τους ανθρώπους της.

Ξεκίνησα έχοντας στο μυαλό μου ένα πλάνο. Αλλά όταν άρχισα την έρευνα και είδα το υπάρχον υλικό και τα αρχεία, έστρεψα την έρευνά μου αλλού. Γιατί η «Αχαΐα» είναι κάτι περισσότερο από μια οινοποιία. Είναι ένας κοινωνικός χώρος. Αυτή η φωτογραφία, του εξωφύλλου, με τους εργαζόμενους που φωτογραφίζονται σε ανάμνηση του τέλους του 19ου αιώνα, που είναι και το κέντρο του βιβλίου μου ουσιαστικά, άλλαξε όλα τα δεδομένα. Οι άνθρωποι είναι στο κέντρο αυτής της αφήγησης γι’ αυτό και έδωσα τον τίτλο «Γκούτλαντ» στο βιβλίο, θέλοντας να περιγράψω με τους ανθρώπους αυτής της «χώρας», της εύφορης γης, όπως μεταφράζεται η Gutland.

Ποια η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε;

Να αναπαραστήσω το τοπίο, ίσως. Για παράδειγμα, την ημέρα της κηδείας του Κλάους, 12 Σεπτεμβρίου 1908, όταν θέλησα να περιγράψω την πορεία της νεκρώσιμης πομπής από το σπίτι του στην Πάτρα στο νεκροταφείο της οινοποιίας για την ταφή, απόσταση μιας ώρας. Ή, σε άλλη περίπτωση, τη διαδρομή για τα Δεμέστιχα του Ερυμάνθου, περνώντας από τη Χαλανδρίτσα, όπου τότε είχαν και φυτείες κάνναβης. Κατέφυγα, λοιπόν, σε οδηγούς και οδοιπορικά της εποχής, όπως του Κορύλλου, όπου βρήκα τα δέντρα, τα αγριολούλουδα, τα νερά, τα κτίσματα κ.λπ., για να αναπαραστήσω το τοπίο. Ετσι ώστε να ενταχθούν αυτοί οι άνθρωποι μέσα σε ένα χώρο, να μην είναι απλώς ονόματα ή φιγούρες, μη τρισδιάστατες. Ηθελα όσο το δυνατόν περισσότερο να πλησιάσω το ανθρώπινο. 

Γουσταύος Κλάους και Πάτρα -«άθλια πόλη» την περιγράφει ο Φλωμπέρ. Η άφιξή του εδώ δεν συνδέεται, εξ αρχής με το κρασί.

Πράγματι. Οταν έρχεται ο Γουσταύος το 1852, η Πάτρα ήταν υπό διαμόρφωση. Χτιζόταν με βάση το σχέδιο του Σταματίου Βούλγαρη. Ηταν μια πόλη με δρόμους γεμάτους σκόνη, λακκούβες, με στοιχειώδεις υποδομές, αλλά μεμια πάρα πολύ μεγάλη εμπορική δυναμική, καθώς ήταν το κέντρο του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων. Ο Κλάους, λοιπόν, ήρθε στην Πάτρα ως διευθυντής των εξαγωγών του τοπικού υποκαταστήματος της εταιρείας «Φελς και Σία», με αντικείμενο τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και αγροτικών προϊόντων (κυρίως σταφίδας). Τη διεύθυνση των εισαγωγών είχε ο Γερμανός Θεόδωρος Αμβουργερ.  

Κι έπειτα, το 1861-1862, ο Κλάους ιδρύει την οινοποιία του, την «Αχαΐα», την Gutland. Εντυπωσιακή η οργάνωσή της, όπως διαβάζουμε.

Ναι, ήτανμία κοινωνική οργάνωση η οποία κάλυπτε την εκπαίδευση -λειτουργούσε σχολείο- τις θρησκευτικές ανάγκες -δύο εκκλησίες και νεκροταφείο- είχε και κατοικίες. Υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση, αλλά πουθενά στα αρχεία δεν έχω βρει κάποιες ταξικές συγκρούσεις, απεργίες κ.λπ., τουλάχιστον μέχρι το 1949 που τελειώνει η έρευνά μου, τυπικά. Αλλά και μεταγενέστερα, καθώς έχω κάνει μια συνέντευξη με την Ολυμπία Μάλλιου, τελευταία απόγονο της οικογένειας του πρώτου αποίκου στην Colonie, του Μαλτέζου Φραντσέσκο Μάλλια -δεξί χέρι του Κλάους.

Κατά την έρευνα, βρήκατε πράγματα που δεν περιμένατε;

Πάρα πολλά. Πρώτα απ’ όλα βιβλία με υπογραφές του Κλάους, τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου, όπου εκτός από τα οικονομικά υπάρχουν και κοινωνικά στοιχεία –ακόμα και για το τοπίο και τον καιρό. Το μετοχολόγιο, που δείχνει πώς μεταβιβάζονταν οι μετοχές από μέτοχο σε μέτοχο αλλά και σε εταιρείες σε όλη την Ευρώπη. Στο μετοχολόγιο της «Αχαΐας» βλέπεις όλο τον εμπορικό καπιταλισμό του 19ου αιώνα, όλες τις μεγάλες οικογένειες των τραπεζιτών σε Αγγλία, Γερμανία κ.λπ., οι οποίοι ήταν μέτοχοι στην εταιρεία, η οποία ήταν διεθνής. Επίσης, το πιο σημαντικό ίσως, ήταν το βιβλίο των συνταγών, των αναμίξεων, που ξεκινάει από το 1889 και εκεί βλέπουμε πολλές ποικιλίες του ελληνικού αμπελώνα πολύ γνωστές σήμερα -Ροδίτης, Βολίτσα- όπου καταγράφονται για πρώτη φορά με ημερομηνίες οι αγορές για τις οποίες προορίζεται το κάθε κρασί κ.λπ. Επίσης καταπληκτικά είναι τα βιβλία της αλληλογραφίας και το Βιβλίο Επισκεπτών που ξεκινάει το 1885 με την επίσκεψη της αυτοκράτειρας Ελισάβετ -της Σίσσυ.

Εως και Γερμανοί του στρατού κατοχής έχουν υπογράψει στο Βιβλίο Επισκεπτών.

Βέβαια. Ενα άλλο καταπληκτικό στοιχείο. Μέσα από το Βιβλίο Επισκεπτών είδα ότι η «Αχαΐα» στη διάρκεια της κατοχής ήταν ένα είδος ουδέτερης ζώνης. Πήγαιναν Γερμανοί, συναντιούνταν αντάρτες με Γερμανούς και τον στρατό κατοχής για να συνεννοηθούν για ανταλλαγές αιχμαλώτων, έπεφταν αλεξιπτωτιστές που έρχονταν από τη Μέση Ανατολή, έφταναν συγγενείς εκτελεσμένων για να πιουν ένα ποτήρι κρασί και να ξεχάσουν, κάπως, τον πόνο ους. Μετά την απελευθέρωση συγκεντρώνονταν εκεί στρατεύματα για την περίφημη μάχη της Πάτρας, των δυόμισι ημερών, που οδήγησε στην απελευθέρωση της πόλης από τους Γερμανούς. Σε αυτό το βιβλίο έχουν υπογράψει, επίσης, Βρετανοί στρατιωτικοί, ξένοι ανταποκριτές, η δασκάλα του σχολείου που επαναλειτουργεί μετά την Κατοχή κ.λπ. Στη φράση δε, κάποιου ανωνύμου, με την οποία κλείνω το βιβλίο, συνοψίζεται το εξής: όλοι χωράμε σ’ αυτή την οινοποιία. Ολοι είμαστε ίσοι απέναντι στο κρασί.

Οπως τον γνωρίσατε από την έρευνα, πώς θα χαρακτηρίζατε τον Γουσταύο;

Ηταν ορθολογιστής, οραματιστής, ευαίσθητος, θα έλεγα μάλλον και σοσιαλιστής, με την έννοια του σοσιαλισμού της εποχής. 

Αν τον είχατε σήμερα απέναντί σας, τι κρασί θα πίνατε μαζί του και τι θα τον ρωτούσατε;

Θα του πρότεινα να πιούμε ένα «Παύλος» ή ένα «Σκιαδόπουλο», ένα λευκό κρασί τέτοιου τύπου από ποικιλίες της περιοχής. Θα ήθελα να μου έλεγε πώς ήταν στο Μπαϊρόιτ τότε που ο Βάγκνερ ξεκινούσε να παρουσιάζει τις όπερές του και ο Γουσταύος τού έστελνε κρασιά. Θα τον ρωτούσα πώς ήταν να ταξιδεύεις στην Αδριατική με τα ατμόπλοια του Λόυδ κι επίσης θα ήθελα να μου έλεγε κάτι που για μένα είναι ένα μυστήριο. Τελικά, ποιος σχεδίασε αυτά τα κτίρια στο Πετρωτό; Γιατί δεν έχω βρει κανέναν αρχιτέκτονα. Τα είχε σχεδιάσει ο ίδιος, τα έφτιαξαν κάποιοι μάστορες; Αυτό θα ήθελα πάρα πολύ να το μάθω.

Αναδημοσίευση | Εφημερίδα Πελοπόννησος και pelop.gr

Βιογραφικό Κρίστυ Κουνινιώτη