Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη
Πολυσχιδής -δημοσιογράφος, εκδότης, πεζογράφος, ποιητής- με πλούσιο συγγραφικό έργο, ο Βασίλης Τζανακάρης έκρινε πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή να κλείσει σε ένα βιβλίο με τίτλο «Ενα παιδί μετράει κεφάλια» (εκδ. Μεταίχμιο), 27 βιωματικές αφηγήσεις και διηγήματα, βουτώντας βαθιά μέσα του για να συναντήσει τον εαυτό του στο μακρινό παρελθόν. Εικόνες σκληρές, μνήμες επώδυνες -αλλά και κάποιες αστείες και τρυφερές- αποτυπωμένες με τη στιβαρή γραφή του συνθέτουν ένα ιδιαίτερα ελκυστικό ανάγνωσμα. Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει στην εφημερίδα «Πελοπόννησος».
Έπειτα από μια σειρά ιστορικών βιβλίων, από ποια ανάγκη σας προέκυψαν αυτές οι 27 αφηγήσεις; Απαίτηση, ίσως, του παιδιού που μετρούσε κεφάλια ανταρτών αντί για άστρα;
Όλα όσα καταθέτω στο τελευταίο βιβλίο μου ζούσαν και ανέπνεαν μέσα μου εδώ και πολλά χρόνια όπως η εικόνα με τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών αλλά και πολλά άλλα. Επρεπε λοιπόν κάποτε να βρουν τη διέξοδό τους, αλλά αυτό έπρεπε να γίνει την κατάλληλη στιγμή. Και σ’ αυτό νομίζω ότι βοήθησε και ο… Στεφανάκης (σ.σ. ο μικρός ήρωας της ιστορίας). Δεν σας κρύβω όμως ότι και άλλες φορές ένιωσα την ανάγκη τους, αλλά δεν μου το επέτρεπε ο τεράστιος όγκος της ερευνητικής δουλειάς των άλλων βιβλίων μου.
Πώς βιώσατε αυτή την κατά πρόσωπο συνάντηση με το παρελθόν σας, τις μνήμες, τις απώλειες ενόσω τα αποτυπώνατε στο χαρτί;
Τη χάρηκα γιατί μέσα από αυτήν τη συνάντηση μου δόθηκε η ευκαιρία να αντιμετωπίσω όλα αυτά που αναφέρετε και ιδίως τις απώλειες που όσο να ’ναι αυτές είναι και οι πλέον οδυνηρές. Πρέπει κάποτε να μπορείς να έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με όλα όσα αποτελούσαν αυτά που είχες και τα έχασες.
Γράφετε κάπου ότι οι φορές που νιώσατε απογοήτευση ήταν περισσότερες απ’ όσες νιώσατε φόβο. Ποιο από τα δύο συναισθήματα αφήνει βαθύτερες εσωτερικές χαρακιές;
Η απογοήτευση φυσικά, την οποία βίωσα όχι λίγες φορές και ιδίως όταν αυτή προέρχεται από πολύ δικά σου πρόσωπα ή από πρόσωπα που τους είχες εμπιστοσύνη ή απέναντί τους έτρεφες θαυμασμό.
«Ξεχνάμε, ξεχνάμε, στρατηγέ μου» λέτε στον Μανωλάκη Παπά, σε μια φανταστική συνάντησή σας σε ένα καφέ αμάν, την οποία περιγράφετε στο διήγημά σας «Από τα ενύπνιά μου με τον αρχιστράτηγο!». Ξεχνάμε, μαθαίνουμε ή αδιαφορούμε, θεωρείτε;
Τις περισσότερες φορές ξεχνάμε και στη συνέχεια αδιαφορούμε. Είναι κι αυτά δύο από τις αδυναμίες του Έλληνα να μη θέλει να μάθει και στη συνέχεια να αδιαφορεί. Και τα δύο νομίζω ότι τον καθοδηγούν σε λάθος δρόμους, ακόμα και στην καθημερινότητά του.
Δημοσιογραφία, ιστορία, πεζογραφία, ποίηση. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με την καθεμιά τους;
Ερωτική και παθιάρικη. Τη δημοσιογραφία την προτάσσω δίπλα στο όνομά μου. Την ιστορία την υπηρέτησα με όσο περισσότερο σεβασμό και εντιμότητα μπορούσα. Η πεζογραφία υπάρχει διάχυτη σε όλα τα βιβλία μου, ακόμα και στα ιστορικά. Η ποίηση ήταν η αρχή μου, αλλά δεν σας κρύβω ότι εξακολουθώ να ασχολούμαι μαζί της. Το πάθος και η ερωτική σχέση ήταν τα πλέον αδιαφιλονίκητα στοιχεία με τα οποία ξεκινούσα πάντα.
Υπήρξατε εκδότης τριών εφημερίδων, ενός περιοδικού, ασχοληθήκατε με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Συγκρίνοντας το τότε με το τώρα, πώς βλέπετε τις εξελίξεις στον χώρο της ενημέρωσης;
Ολα όσα αναφέρετε τα βίωσα στις πρωτεϊκές, θα έλεγα, μορφές τους. Την έκδοση των εφημερίδων και του περιοδικού μου, του «ΓΙΑΤΙ», τα ξεκίνησα με γράμματα της κάσας, το ραδιόφωνο το βίωσα στην προϊστορική του μορφή με μηδενική τεχνική υποστήριξη και η συνεργασία μου με την τηλεόραση ήταν όταν οι μηχανές λήψης ήταν τεράστιες και ασήκωτες. Σήμερα οι εξελίξεις τρέχουν τόσο γρήγορα που δεν μπορούμε να τις προλάβουμε και το κυριότερο να νιώσουμε τη γλύκα που είχε η τότε βραδύτητά τους…
Λίγες μέρες πριν από το 2024, τι προσδοκάτε;
Να έχουμε την υγεία μας και όσο κι αν φυσάνε οι άνεμοι εμείς να μπορούμε ν’ ακούμε τη θάλασσα!
Αναδημοσίευση | Εφημερίδα Πελοπόννησος και pelop.gr