Scroll Top

Η Τέχνη συναντά την Τέχνη: Το παιχνίδι της δημιουργίας. Από την ποίηση στο σενάριο. – Της Kλεονίκης Δρούγκα

 ΤΑΠΕΤΣΑΡΙΑ ΤΟΥ ’70

Ιωάννης Κονδυλόπουλος[1]

Στο παιδικό δωμάτιο
ταπετσαρία του Εβδομήντα.
Δωμάτιο βορινό, γεμάτο υγρασία.
Να μένουνε στεγνά τα όνειρά μας.
Να κρύβει τους κακοσοβαντισμένους τοίχους,
μην αντικρίσουμε –μικρά παιδιά– τον Χρόνο
και σκιαχτούμε.

Μικρό μοτίβο ίσαμε τριακόσιες δύο φορές:
σπίτι κατάλευκο
με κόκκινη σκεπή και καπνοδόχο,
σε πράσινο λιβάδι με ανέμελα αρνάκια,

Σ’ ευχαριστώ, πατέρα, για την πράσινη ταπετσαρία
που επέλεξες,
και μ’ άφησες να μεγαλώνω
σε κάτασπρα σπιτάκια στο λιβάδι,
μικρό κι εγώ μοτίβο,
άπαξ
δυστυχώς.

                Δημοσιευμένο, 26.9.2020

Ο Roland Barthes ισχυρίζεται πως η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία και ο Γιάννης Κονδυλόπουλος φαίνεται να συμφωνεί με αυτή τη ρήση και να την επιβεβαιώνει «στο παιδικό δωμάτιο, Δωμάτιο βορινό, γεμάτο υγρασία. Να μένουνε στεγνά τα όνειρά μας …». Η ποίησή του βιωματική, επιχειρεί μια κατάδυση στον εσωτερικό του εαυτό, ακουμπά στις παιδικές μνήμες και αναμοχλεύει εκείνα τα βιώματα που επέδρασαν στον ψυχισμό, τη σκέψη και το τον εσώτερο εαυτό, αφενός για να τον κατανοήσει, αφετέρου, γατί εκείνος ο ανόθευτος εαυτός είναι πάντα μια νοσταλγία για τον καθένα και ένα σημείο αναφοράς. Αυτό που καλούμε εσώτερο εαυτό είναι πολύ συχνά ο άδυτος νους του δημιουργού, αυτός που παραγκωνίζουμε ή διατηρούμε βαθιά μέσα μας, αρνούμενοι να τον αναγνωρίσουμε και να τον αποδεχτούμε «..Να κρύβει τους κακοσοβαντισμένους τοίχους, μην αντικρίσουμε –μικρά παιδιά– τον Χρόνο και σκιαχτούμε…»

Ο ποιητής Γιάννης Κονδυλόπουλος αφηγείται εξομολογητικά σε πρώτο πρόσωπο τη μνήμη, όπως τη φύλαξε μέσα του. Γίνεται και πάλι παιδί και θυμάται «…σπίτι κατάλευκο με κόκκινη σκεπή και καπνοδόχο, σε πράσινο λιβάδι με ανέμελα αρνάκια…» μια εικόνα συμβολική της αθωότητας εκείνης της εποχής και εκείνης της ηλικίας που δεν τη σημαδεύει -ορατά- καμιά μελανιά.

Ωστόσο, λίγο πιο κάτω, αποστρέφεται στον πατέρα, που αποτελεί και τον αποδέκτη της εξομολόγησής του, και του καταθέτει τις μύχιες και ανομολόγητες σκέψεις του «…ευχαριστώ, πατέρα, για την πράσινη ταπετσαρία που επέλεξες…δυστυχώς…». Η πατρική επιβολή για το χρώμα της ταπετσαρίας, το αποτύπωμα της πατρικής φιγούρας στη σκέψη του ποιητή, η ομορφιά αυτής της φιγούρας και ταυτόχρονα η βαθιά επιρροή που άσκησε, άλλοτε επιτακτικά διατακτική κι άλλοτε συναισθηματικά φορτισμένη είναι η κορύφωση αλλά και όλη η πλοκή του ποιήματος. Ο ποιητής με το τελευταίο στίχο εκφράζει μια θλίψη. Είχε η εποχή εκείνη μια ομορφιά αλλά και μια ασχήμια. Η τελευταία στοιχειώνει το ποιητικό Υποκείμενο, τον Αφηγητή και τον οδηγεί σε μια άηχη επανάσταση, ηχηρή μόνο στο επίρρημα.

Κι ερχόμαστε στο ερώτημα πως διαβάζεται η ποίηση και πως ερμηνεύεται από τον αναγνώστη και φυσικά από τα διαφορετικά είδη αναγνώστη. Οι απαντήσεις μπορεί να είναι πολυειδής, θα επιλέξω, ωστόσο, ως προσφορότερη την απάντηση : «Σιωπηλά». Το ποίημα διαβάζεται και αποθηκεύεται στη σκέψη του αναγνώστη με χίλιους τρόπους αλλά σιωπηλά και δημιουργεί ποικίλους συνειρμούς– tota capita, totes mentes![2] Τα ποιήματα βγάζουν ήχους, βγάζουν μυρωδιές, δημιουργούν ιδέες, εγείρουν συγκίνηση και συναισθήματα, αγγίζουν τα όριά μας και τα αναδιαμορφώνουν.

[1] Κονδυλόπουλος, Γ. (2020). Ταπετσαρία του ’70. Δημοσιευμένο στο http://www.periou.gr/%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%B4%CF%85%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CE%BC%CE%B1-5/

Ανακτήθηκε 7.1.2021

[2] Λατινικό ρητό, που θα πει «τόσα κεφάλια, τόσα μυαλά», τόσες διαφορετικές υποκειμενικές θεωρήσεις και απόψεις.

Κάθε ανάγνωση είναι μια διαφορετική ανάγνωση λόγω των διαφορετικών αναγνωστικών προσωπικοτήτων που κομίζουν στην Τέχνη τη δική τους εμπειρία, τους φόβους, τις άμυνες και τις προσδοκίες τους. Με τη σκέψη αυτή δόθηκε στους φοιτητές/τριες του Τμήματος Κινηματογράφου στο Μάθημα της Διασκευής Σεναρίου το συγκεκριμένο ποίημα και ζητήθηκε η δική τους πρόσληψη για την «Ταπετσαρία του ’70», γραμμένη με τη μορφή σεναρίου. Επιλέγω να παρουσιάσω τα παρακάτω αποσπάσματα:

  • 1.«ΕΣΩΤ. ΝΥΧΤΑ- ΣΠΙΤΙ ΕΛΛΗΣ

Το σπίτι είναι άδειο, υπάρχει σκοτάδι. Μόνο τα έπιπλα φαίνονται ελάχιστα από το λίγο φως που μπαίνει από το φεγγάρι και χτυπάει πάνω στην πράσινη ταπετσαρία στον τοίχο του δωματίου της Έλλης. Το ρόλοι στον τοίχο δείχνει 01:15. Η μέχρι τώρα ησυχία διαταράσσεται από τα γέλια ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, τα οποία σιγά σιγά δυναμώνουν. Η πόρτα ανοίγει, αλλά πάνω της στηριζόταν για να την ανοίξει η Έλλη, η οποία πέφτει κάτω. Γελάει πολύ έντονα. Αρχίζει να γελάει έντονα και το αγόρι, ενώ προσπαθεί να την σηκώσει από το πάτωμα. Την παίρνει αγκαλιά και γελάνε μαζί και οι δυο. Το αγόρι (18) της χαδεύει τα μαλλιά και την φιλάει. Αυτή το δέχεται και το απολαμβάνει, ενώ λίγα δευτερόλεπτα μετά, απομακρύνει το στόμα της και αρχίζει πάλι να γελάει χωρίς αιτία.

                           Αγόρι

             Είσαι σίγουρα έτοιμη;

                         Έλλη

                 Εδώ και καιρό …

…Το μόνο που βλέπουμε τώρα είναι τα ξεκολλημένα κομμάτια της ταπετσαρίας και την μούχλα στον τοίχο από πίσω. Στο γραφείο της υπάρχουν βιβλία και άλλα διάφορα χαρτικά, ενώ το φως από το απέναντι παράθυρο πέφτει πάνω σε μια κορνιζωμένη φωτογραφία που απεικονίζεται η Έλλη μικρή μαζί με την μαμά και τον μπαμπά της. Ακούγεται μόνο η μουσική και οι φωνές. … στην ερωτική πράξη, το αγόρι τραβάει και σκίζει κατά λάθος ένα μέρος της ταπετσαρίας που ήταν ήδη ξεκολλημένο.

                       Αγόρι

    Ωχ σορυ ρε συ δεν το ήθελα.

                    Έλλη

Μην αγχώνεσαι, έπρεπε να το έχω κάνει

      εδώ και πολύ καιρό αυτό.

Η Έλλη φαίνεται να αποκτάει όλο και πιο πολύ ενέργεια και να συνεχίζει ακόμη πιο παθιασμένα. Πιάνει ένα άλλο ξεκολλημένο κομμάτι ταπετσαρίας και αρχίζει να το τραβάει με δύναμη και να το σκίζει έντονα. Βγάζει κραυγές απόλαυσης».

  • 2.«ΕΣ. ΣΑΛΟΝΙ – ΜΕΡΑ

Ένα μικρό παιδί παίζει στην άκρη του δωματίου. Μερικά παιχνίδια σκορπισμένα στο πάτωμα. Πολύχρωμες κηρομπογιές πάνω σε ζωγραφισμένα λευκά χαρτιά. Ο τοίχος δίπλα του είναι επενδυμένος με μια φωτεινή κίτρινη ταπετσαρία με μικρούς ήλιους σαν ζωγραφισμένους με τα δάχτυλα.

Στο σαλόνι η τηλεόραση είναι ανοιχτή. Ο αυστηρός κύριος μεταδίδει τα νέα για το χάος του κόσμου. Πόλεμοι, χρηματιστήριο, τεχνολογικά μεγαλεία που φαντάζουν ψέμα. Η μητέρα χυμένη στην πολυθρόνα, τα μάτια της είναι κόκκινα και πρησμένα. Το δωμάτιο ασφυκτιά από καπνό που ανεβαίνει προς το ταβάνι. Προσπαθεί να πιάσει το γυάλινο μπουκάλι με το φθηνό κατακόκκινο κρασί και το σκορπίζει στο τραπέζι. Μια κόκκινη λίμνη αίματος στάζει στο πάτωμα. Πίνει τις τελευταίες γουλιές και με μια δυνατή κραυγή το εκτοξεύει στον τοίχο.

Από το δυνατό τράνταγμα του τοίχου η γωνία τις ταπετσαρίας ξεκολλάει. Το παιδί στέκει παγωμένο να κοιτά τον κρεμασμένο ήλιο. Η μητέρα έχει ξεσπάσει σε κλάματα. Το παιδί σηκώνεται και πλησιάζει τον τοίχο. Ανεβαίνει σε μια καρέκλα φτάνει το πρόσωπό του κοντά στον κρεμασμένο ήλιο και τον παρατηρεί. Ένα χέρι απλώνεται και χαϊδεύει την ταπετσαρία σέρνοντας τα δάχτυλα προς την ξεκολλημένη άκρη. Την πιάνει και αρχίζει να την τραβά μαλακά. Η ταπετσαρία σκίζεται και αποκαλύπτει τον γυμνό φθαρμένο τοίχο από την υγρασία. Το χέρι ανήκει στο παιδί, που πλέον έχει μεγαλώσει».

  • 3.« ΕΣΩΤ. ΜΕΡΑ-ΔΩΜΑΤΙΟ

Ο ΜΑΡΚΟΣ (18) κάθεται στο γραφείο του και διαβάζει ένα περιοδικό με τον David Bowie στην μία του σελίδα. Η πόρτα του δωματίου είναι κλειστή και ακούγεται ένας θόρυβος έξω από την πόρτα. Ο Μάρκος κλείνει το περιοδικό και το βάζει κάτω από ένα ΤΕΤΡΑΔΙΟ που έχει πάνω στο γραφείο του.

Σέρνει μια ΒΑΛΙΤΣΑ κάτω από το κρεβάτι του, την ανοίγει και ρίχνει μέσα το περιοδικό.

Κλειδώνει την βαλίτσα, την σέρνει προς τα εμπρός, την σηκώνει, ανοίγει το παράθυρο του και με την βαλίτσα στο χέρι πηδάει έξω».

Η ποίηση, τελικά, ως μορφή τέχνης είναι μια μορφή του Καλού, σύμφωνα με τον Chekhov, που κάνει καλύτερο αυτόν που τη διαβάζει και μάλιστα τον δημιουργικό αναγνώστη, που εμπνέεται, πρωτοτυπεί και συγγράφει. Ο τελευταίος διαβάζει και, απαλλαγμένος από κατευθύνσεις, γράφει και δημιουργεί νέες προσδοκίες στο δικό του χωροχρόνο και με το δικό του ύφος. Καταθέτει δικές τους μνήμες ή δημιουργεί Χαρακτήρες και τουςδίνει σάρκα και οστά, τους ζει, τους συμπονά, τους ζωντανεύει. Αυτή η διαδικασία μεγεθύνει τον κόσμο του καθενός και παράγει νέο νόημα, αναπλάθει το υπάρχον, ελευθερώνει τη σκέψη κι έτσι γίνεται νάμα, κάθαρση και αναβάπτιση.

* Κλεονίκη Δρούγκα, ΕΕΠ Τμήματος Κινηματογράφου Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ